Ακολουθώντας τη ρότα των αρχαίων ελληνικών πλοίων κατά τον δεύτερο ελληνικό αποικισμό, από τον 19ο στον 17ο μεσημβρινό, στην πορεία τους για τη Μεγάλη Ελλάδα. Mare Adriatico 2020.
Μακριά από τη στεριά
Και μόνο η σκέψη της μοναχικής απομάκρυνσης από τη στεριά με ένα μικρό κωπήλατο σκάφος και το άνοιγμα της πλώρης προς ορίζοντες ανοιχτούς, θα ενεργοποιήσει, φυσιολογικά, το ένστικτο της αυτοσυντήρησης και, ίσως, και έναν αρχέγονο φόβο που ο άνθρωπος νιώθει μπροστά στο άγνωστο. Σε αυτούς τους φόβους έρχεται, ωστόσο, συχνά να λειτουργήσει σαν ανταγωνιστική δύναμη, η έλξη της απέναντι στεριάς, ορατής ή αθέατης. Το όνειρο και η προσδοκία ενός καινούργιου κόσμου, μιας νέας γης ή, απλώς, μιας νέας εμπειρίας. Η υπόσχεση της κατάδυσης σε μια περιπέτεια επιβίωσης, εκεί όπου κρίσιμες έννοιες της ύπαρξης αναθεωρούνται. Το νόημα της ζωής, η σχέση με τον χρόνο και τη φύση, ο ίδιος μας ο εαυτός. Το παράδοξο του ταξιδιού στην ανοιχτή θάλασσα συνίσταται στο ότι από τη μια το πέλαγος σου δίνει ζωή, από την άλλη, όμως δεν παύει και να σου υπενθυμίζει κάθε τόσο το εύθραυστο και εφήμερο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στη μακραίωνη περιπέτεια της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους, το κίνητρο της εξερεύνησης, η αγάπη για την περιπέτεια, η αναγκαιότητα της μετανάστευσης λόγω δημογραφικών προβλημάτων, η προσδοκία μιας πιο εύφορης γης και η αναζήτηση πρώτων υλών, υπερίσχυσαν του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης και του φόβου για το άγνωστο. Κωπηλατώντας ένα σύγχρονο καγιάκ ανοιχτής θαλάσσης, αναβιώνεις έναν πανάρχαιο τρόπο ταξιδέματος, τον οποίο οι ναυτικοί ακολουθούσαν επί χιλιάδες χρόνια. Με τα κωπήλατα σκάφη τους, σχεδίες, μονόξυλα, καγιάκ, παπυρέλλες, οι άνθρωποι ταξίδευαν από στεριά σε στεριά, κυνηγούσαν, ψάρευαν και επιβίωναν, βασιζόμενοι μονάχα στο σώμα τους, το μυαλό τους και τις γνώσεις που οι προηγούμενες γενιές τους κληροδότησαν. Είναι πλέον αποδεκτό ότι τα ταξίδια στην ανοιχτή θάλασσα, ανά τον πλανήτη, τοποθετούνται πολλές χιλιάδες χρόνια πριν από σήμερα. Στη νήσο Φλόρες της Ινδονησίας υπάρχουν ενδείξεις ανθρώπινης παρουσίας που χρονολογούνται στα 800.000 χρόνια πριν, κάτι που σημαίνει ότι οι homo erectus ήταν ίσως οι πρώτοι θαλασσοπόροι.1 Στη Μεσόγειο, τα ευρήματα στο ακρωτήρι Αετόκρεμνος της Κύπρου,2 υποδηλώνουν κατοίκηση 12.000 χρόνια πριν από σήμερα, άρα κάποιοι κατάφεραν να φτάσουν τότε στο νησί κωπηλατώντας.
Οι πρώτες διασχίσεις και η νέα ιδέα
Σε εμάς, η αρχή έγινε το 2011 με τη διάσχιση του κρητικού πελάγους, από τη Χριστιανή, ακατοίκητη νησίδα νοτιοδυτικά της Σαντορίνης, μέχρι τη Ντία, νησίδα λίγο έξω από το Ηράκλειο. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο και δυσκολότερο σκέλος της πρώτης εκείνης αποστολής, από την Εύβοια στην Κρήτη. Εκείνα τα 50 μίλια στην ανοιχτή θάλασσα ήταν μια εμπειρία καταλυτική για τη συνέχεια. Μέχρι τότε, η ιδέα μιας τόσο μεγάλης πελαγοδρομίας με καγιάκ φάνταζε ως κάτι το σχεδόν εξωπραγματικό. Δεν ήταν μόνο η μεγάλη απόσταση που το έκανε να φαίνεται απλησίαστο ως ιδέα, όσο ότι δεν υπήρχε ενδιάμεσα και ολόγυρα τίποτα, ότι για ώρες το μάτι θα περιπλανιόταν ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό χωρίς να αντικρίζει στεριά πουθενά. Όλα αυτά συνεπάγονταν συγκεκριμένες δυσκολίες, ψυχολογικής, σωματικής και ναυσιπλοϊκής φύσεως. Όμως, αυτό το συναίσθημα που νιώθεις όταν χάσεις από τα μάτια σου τη στεριά, μια παράξενη χημική ένωση, ένα αλλόκοτο και εθιστικό μίγμα δέους και ψυχικής γαλήνης, είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή. Επιζητάς κάθε τόσο να το ξαναζήσεις.
Αφότου αυτός ο πρώτος διάπλους του Αιγαίου και, ειδικότερα, η διάσχιση του κρητικού διεκπεραιώθηκαν επιτυχώς, ξεκίνησε η αναζήτηση για νέες διαδρομές. Τότε, κατά τα τέλη του 2011 γεννήθηκε η ιδέα για το Ελλάδα – Ιταλία, με διάσχιση του στενού του Οτράντο στο νοτιότερο άκρο της Αδριατικής. Μάλιστα, η αρχική σκέψη ήταν να επιχειρηθεί το 2014, αντί του Ελλάδα 1000 Μίλια, όπως είχα δηλώσει και σε μια συνέντευξη που είχα δώσει τότε, αλλά θεώρησα σωστό πρώτα να ταξιδέψουμε όσο το δυνατόν περισσότερο ανά την Ελλάδα και μετά να βάλουμε πλώρη για εξωτερικό. Έτσι κι έγινε. Κατά τα επόμενα έτη, μετά την αποστολή του ’11, έγιναν και άλλες μεγάλες διασχίσεις. Το 2012 ο διάπλους του βορείου Αιγαίου, 40 μίλια από το άκρο της Σιθωνίας Χαλκιδικής, στο Πόρτο Κουφό, μέχρι την Κυρά Παναγιά στις Βόρειες Σποράδες και το 2013 δύο μικρότερα κροσαρίσματα, από την Πελοπόννησο για Κρήτη, μέσω Κυθήρων και Αντικυθήρων.
Επόμενος σταθμός ήταν το 2014, με τη μεγάλη διάσχιση από τη Ρόδο μέχρι το Καστελλόριζο, το τελευταίο σκέλος του Ελλάδα 1000 Μίλια. Εκείνο το κροσάρισμα των 75 μιλίων, πέρα από τις συγκινητικές στιγμές που μου χάρισε, από το πρώτο μίλι καθώς έφευγα νύχτα από Ρόδο, μέχρι το τελευταίο, καθώς έμπαινα στο λιμάνι της Μεγίστης, μου έδωσε και το έναυσμα να επιχειρήσω, κατά τα επόμενα έτη, να ανεβάσω ακόμα πιο ψηλά τον πήχη, σε ό,τι αφορά τη μονοκόμματη διάσχιση μεγάλων αποστάσεων. Τελικός σταθμός στο κυνήγι των αποστάσεων ήταν το Non-Stop 100, το 2018. Όταν έγινε και το 100άρι, τα δεδομένα άλλαξαν εκ νέου. Η άλλοτε σχεδόν τρομακτική 50άρα στην ανοιχτή θάλασσα, παρέμενε μεν μία αξιοσέβαστη απόσταση αλλά είχε πλέον οριστικά απομυθοποιηθεί. Δεν ήταν, τώρα, παρά το μισό του 100.
Έναρξη προετοιμασίας
Ήταν πλέον καιρός να ανασυρθεί από το συρτάρι εκείνο το παλιό αλλά ωραίο σχέδιο, το Ελλάδα – Ιταλία με διάσχιση της Αδριατικής, με σκοπό να αποτελέσει τη μεγάλη αποστολή του 2020. Ο απόπλους θα γινόταν από την Κέρκυρα, με στάση στους Οθωνούς. Από εκεί θα έβαζα πλώρη για Ιταλία στη Σάντα Μαρία ντι Λέουκα και τις επόμενες 3 μέρες παράκτια μέχρι τον Τάραντα, σύνολο 140 ναυτικά μίλια και 5 ημέρες. Το φθινόπωρο του 2019 ξεκινήσαμε να το δουλεύουμε. Η απόφαση ήταν το ταξίδι να το κάνουμε με τον Κώστα Ντιλιακό, με τον οποίο, μετά και το Σούνιο – Σαντορίνη του 2019, είχαμε δέσει άριστα σε όλα τα επίπεδα, και, επιπλέον, ορισμένοι από τους υπόλοιπους καγιάκερ της ομάδας να έρχονταν μαζί μας στο πρώτο σκέλος, στα Διαπόντια.
Κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού, ήρθα σε επαφή και με μία εταιρεία παραγωγής, στην οποία έθεσα ως πρόταση την ιδέα να γυριστεί ένα ντοκιμαντέρ γύρω από το ταξίδι, το οποίο θα είχε και ιστορικό ενδιαφέρον, δεδομένου ότι ο Τάραντας υπήρξε η μεγαλύτερη πόλη της Magna Grecia, ενώ επιπλέον θα υπήρχε και μήνυμα για την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Ο παραγωγός ενθουσιάστηκε. Μέσα σε λίγες μέρες ετοίμασα μία αναλυτική παρουσίαση για το εγχείρημα, η οποία περιλάμβανε μεταξύ άλλων ένα αρχικό σενάριο για το ντοκιμαντέρ καθώς και τον προϋπολογισμό αναλυτικά. Η παρουσίαση-πρόταση εστάλη σε συνδρομητικό τηλεοπτικό πάροχο, ο οποίος θα αναλάμβανε εξολοκλήρου το κόστος της παραγωγής και την ένταξη στο πρόγραμμά του. Το συνδρομητικό κανάλι έδειξε ενδιαφέρον, οπότε ταυτόχρονα δημιουργήθηκε και ένα παράλληλο έργο με το ίδιο το ταξίδι καθαυτό, που ήταν η παραγωγή του ντοκιμαντέρ.
Σε ό,τι αφορά τη φυσική προετοιμασία, δεν υπήρχε κανένας λόγος να προβώ σε αλλαγές στο προπονητικό μου πρόγραμμα, το οποίο περιλαμβάνει πολλές ώρες μέσα στο νερό, μέρα-νύχτα. Ευεργετικά σε αυτό έχουν λειτουργήσει τα τελευταία χρόνια τόσο οι μικρές εξορμήσεις με όλη την υπόλοιπη ομάδα, που σπάνε τη μονοτονία των ατελείωτων μοναχικών προπονήσεων, όσο και το γεγονός ότι κάποιες από τις μεγάλες προπονήσεις τις κάνουμε πλέον παρέα με τον Κώστα, οπότε και εδώ περνάει πολύ πιο ευχάριστα η ώρα. Η μόνη σοβαρή τροποποίηση στην όλη σωματική προετοιμασία ήταν ένα καινούργιο άθλημα που μπήκε για πρώτη φορά στη ζωή μου τον Σεπτέμβρη του ’19. Η πυγμαχία.
Οι λόγοι που ξεκίνησα το μποξ ήταν αφενός για να κάνουμε μια αθλητική δραστηριότητα μαζί με τον αδερφό μου, που ήταν κι αυτός που με παρέσυρε σε αυτό, και αφετέρου διότι ήμουν πεπεισμένος ότι μέσα από τη σκληρή πυγμαχική προπόνηση, θα προέκυπταν οφέλη και για την απόδοσή μου στο νερό. Πέρα από αυτά, ανακάλυψα κι ένα πανέμορφο μαχητικό σπορ, το οποίο μέχρι πρότινος και μέσα στην άγνοιά μου θεωρούσα κάπως χοντροκομμένο και απλοϊκό αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί έναν έξοχο συνδυασμό στρατηγικής σκέψης, ντελικάτων τεχνικών και σοβαρών σωματικών αρετών. Αν και η όλη εμπειρία της πυγμαχίας χρήζει ξεχωριστού άρθρου που ευελπιστώ να μπορέσω να γράψω κάποια στιγμή μελλοντικά, το γεγονός είναι ότι αυτές οι πυγμαχικές προπονήσεις συνέβαλαν καταλυτικά στο να βελτιωθώ ακόμα περισσότερο σε φυσική κατάσταση. Οι διαφορές που είδα σε αερόβια και αναερόβια ικανότητα, στην αντοχή στη δύναμη καθώς και στην αντοχή στον πόνο ήταν κάτι παραπάνω από αισθητές. Δεν υπάρχει, ίσως, πιο απαιτητικό σε φυσική κατάσταση άθλημα από το μποξ. Από ένα σημείο και μετά, κάθε φορά που έμπαινα στο καγιάκ μετά από πυγμαχική προπόνηση, ένιωθα σαν να πετούσα.
Το στενό του Οτράντο, η Σπάρτη και ο Τάραντας
Κάθε ναυτικό μας ταξίδι έχει τη δική του ξεχωριστή υπόσταση, ιστορική, γεωγραφική, συναισθηματική. Δεν είναι απλώς μερικά τυχαία σημεία στον χάρτη που ενώνονται με μια γραμμή. Το Ελλάδα – Ιταλία, από την Κέρκυρα στον Τάραντα, γεννήθηκε σαν μια αναβίωση της ρότας που ακολουθούσαν τα αρχαία ελληνικά, και ειδικότερα τα σπαρτιατικά πλοία, από τη μητρόπολη στην αποικία. Το στενό του Οτράντο στο νοτιότερο άκρο της Αδριατικής, φαίνεται να χρησιμοποιείται ως θαλάσσια οδός ήδη από τη Νεολιθική Εποχή, όπως συνάγεται από κεραμικό υλικό που έχει βρεθεί στο Σιδάρι, τον νεολιθικό οικισμό στο βόρειο άκρο της Κέρκυρας και, επίσης, σε περιοχές της Ιταλίας καθώς και της Θεσσαλίας. Οι θαλάσσιες μεταφορές κατά την περίοδο αυτή εκτελούνται με κωπήλατα πλωτά, όπως η παπυρέλλα, ένα σκάφος του οποίου η χρήση επεκτείνεται μέχρι τη νεότερη εποχή στην Κέρκυρα. Κατά την περίοδο του δεύτερου μεγάλου ελληνικού αποικισμού η θαλάσσια αυτή οδός χρησιμοποιείται πλέον συστηματικά, καθώς αποτελεί το στενότερο πέρασμα της Αδριατικής, μειώνοντας χρονικά την έκθεση των ναυτικών στους κινδύνους της ανοιχτής θάλασσας. Αυτό το πέρασμα θα πρέπει να χρησιμοποιούν και τα σπαρτιατικά πλοία, καθ’ οδόν για τον Τάραντα, τη μοναδική υπερπόντια αποικία της Σπάρτης.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στην ίδρυση της αποικίας του Τάραντα σχετίζονται με τον πρώτο μεσσηνιακό πόλεμο, τον πόλεμο ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους Μεσσήνιους, που διήρκεσε μια 20ετία, από το 743 έως το 724 π.Χ. Κατά την πιο διαδεδομένη εκδοχή, καθώς οι Σπαρτιάτες είχαν δεσμευτεί με όρκο να μην επιστρέψουν στην πόλη τους αν δεν νικήσουν και ενώ η Σπάρτη βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με το φάσμα της μείωσης του πληθυσμού, αφού δεν γεννιούνται πλέον παιδιά, οι ηγήτορες πολεμιστές διατάσσουν την επιστροφή στη πόλη των νεαρότερων μαχητών, με την εντολή να συνευρεθούν με όλες τις διαθέσιμες γυναίκες αδιακρίτως, με σκοπό την τεκνοποιία. Με τον τρόπο αυτόν θα αντιμετωπιζόταν το δημογραφικό πρόβλημα εν τη γενέσει του. Οι άρρενες που γεννήθηκαν από τη σύναψη αυτών των δεσμών ονομάστηκαν Παρθενίαι, ήτοι οι γιοι των παρθένων, των άγαμων γυναικών. Καθώς, όμως, τα παιδιά αυτά, οι Παρθενίαι, ήταν αφενός γόνοι ανδρών που δεν θεωρούνταν ολοκληρωμένοι πολεμιστές και αφετέρου ήταν και παιδιά αγνώστου πατρός και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν περιουσία, της οποίας η κατοχή ήταν προϋπόθεση για πλήρη πολιτικά δικαιώματα, τέθηκαν στο περιθώριο της σπαρτιατικής κοινωνίας.
Μετά τη λήξη του πολέμου και την επιστροφή των Σπαρτιατών πολεμιστών, εκδηλώθηκε μία ταξική σύγκρουση ανάμεσα στη γενιά των Παρθενιών, που θα ήταν περίπου 20 έως 25 ετών, και τους Σπαρτιάτες οπλίτες. Ως μέσο επίλυσης αυτής της σύγκρουσης, οι Παρθενίαι, αφότου πήραν χρησμό και από το Μαντείο των Δελφών, εστάλησαν ως αποικιστές -ή εκδιώχθηκαν ως δυνητική απειλή για την καθεστηκυία τάξη- να ιδρύσουν μία νέα πόλη, στα εύφορα εδάφη της Απουλίας. Σύμφωνα με την παράδοση, ο αρχηγός των Παρθενιών Φάλανθος, καθώς ταξίδευε προς την Ιταλία, ναυάγησε, και τότε τον έσωσε από πνιγμό ένα δελφίνι, το οποίο τον μετέφερε με ασφάλεια στην πόλη που θα ίδρυε αμέσως μετά. Τον ιστορικό Τάραντα, με έτος ίδρυσης το 706 π.Χ.
Ομοίως, ο προϊστορικός, μυθικός ιδρυτής της πόλης του Τάραντα, ο ήρωας Τάρας, γιος του Ποσειδώνα και της νύμφης Σατυρίας, απεικονίζεται σε νομίσματα, πάνω στη ράχη ενός δελφινιού, μία εικόνα που διατηρείται μέχρι και σήμερα ως το έμβλημα της σύγχρονης πόλης. Δεν είναι τυχαίο ότι στη θαλάσσια περιοχή του Τάραντα ζουν μέχρι σήμερα μεγάλοι πληθυσμοί δελφινιών και άλλων κητοειδών. Εκτός του Τάραντα, ευρήματα που υποδηλώνουν εγκατάσταση ελληνικών πληθυσμών, έχουν εντοπιστεί και στους γειτονικούς οικισμούς του Σατυρίου και της Amastuola. Ο ίδιος ο Τάραντας αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς κόμβους και στην πιο ισχυρή πόλη της Μεγάλης Ελλάδας κατά τους επόμενους αιώνες.
Κατά την περίοδο αυτή, η συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, στις δύο απέναντι ακτές της Αδριατικής και του Ιονίου, ελέγχεται από ελληνικές αποικίες, που σταδιακά απέκτησαν έναν μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας. Κέρκυρα, Απολλωνία και Επίδαμνος, Καλλίπολη και Τάραντας. Το στενό του Οτράντο είχε καθιερωθεί ως θαλάσσιος δρόμος. Ένα μπουγάζι δύσκολο και άγριο, καθώς στο στένεμα αυτό σουρώνει με Μαΐστρο όλη η Αδριατική, σηκώνοντας μεγάλο κυματισμό. Η ναυσιπλοΐα εκείνη την εποχή δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση, με τα ναυάγια να αποτελούν ένα κάθε άλλο παρά σπάνιο ενδεχόμενο. Για κάθε 20 έως 30 πλοία που αναχωρούσαν τότε για υπερπόντια ταξίδια, το ένα δεν έφτανε ποτέ. Ο κωπηλατικός διάπλους του στενού φαίνεται ότι δεν ήταν ασυνήθιστος ακόμα και ορισμένους αιώνες μετά, όπως υποδηλώνει μία αναφορά στον Κικέρωνα το 44 π.Χ.3
Ένα κωπηλατικό εγχείρημα του 1966
Όταν ήμουν στους Οθωνούς το 2014 για το ταξίδι προς Καστελλόριζο, είχα γνωρίσει τον καπτα-Σπύρο Αυλωνίτη, συνταξιούχο πλοίαρχο και ωραία φυσιογνωμία. Ο καπτα-Σπύρος μου είχε πει τότε μια ιστορία για έναν κερκυραίο αστυνομικό ο οποίος, γύρω στη δεκαετία του ’60, είχε διασχίσει την Αδριατική με καγιάκ, φτάνοντας Ιταλία. Τότε, για να είμαι ειλικρινής, μου είχε φανεί ότι η ιστορία βρισκόταν στη σφαίρα του μύθου και δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία. Όταν όμως άρχισα να ερευνώ όλο το σχετικό ιστορικό πλαίσιο, ψάχνοντας και για αρχειακό υλικό γύρω από το ταξίδι Ελλάδα – Ιταλία, διαπίστωσα ότι η ιστορία είναι καταγεγραμμένη. Η πρωτογενής μαρτυρία βρίσκεται στα Αστυνομικά Χρονικά του 1966, όπου περιέχεται η απομαγνητοφωνημένη συνέντευξη του ίδιου του κωπηλάτη. Του Πέτρου Κλουδά.
Ο Κλουδάς σάλπαρε με το σκάφος του από τον Πειραιά στις 14 Ιουνίου του 1966. Επρόκειτο για ένα καγιάκ skin-on-frame, ιδιοκατασκευή, με καραβόπανο πάνω από ξύλινο σκελετό. Από εκεί, έβαλε πορεία δυτικά, πέρασε από τη Διώρυγα και συνέχισε στον Κορινθιακό. Από την Πάτρα έπλευσε βόρεια και μετά από συνολικά 12 μέρες ταξίδι έφτασε στην Κέρκυρα. Εκεί έμεινε 6 μέρες για ανεφοδιασμό και επισκευές στο σκάφος. Από την Κέρκυρα πέρασε Οθωνούς, κάνοντας εκεί μια τελευταία στάση και την επομένη το απόγευμα αναχώρησε για απέναντι, Ιταλία. Όπως αναφέρει ο ίδιος στην περιγραφή του, από τα πρώτα κιόλας μίλια, καθώς νύχτωνε, έπεσε σε θαλασσοταραχή και ταυτόχρονα του χάλασε και η πυξίδα. Μετά από δυόμισι μερόνυχτα μάχης με τα κύματα της Αδριατικής, κατέπλευσε Ιταλία, χωρίς, ωστόσο, να προσδιορίζει το ακριβές σημείο στο οποίο βγήκε. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου του Κλουδά, σε όλο το ταξίδι μέχρι την Ιταλία, τον ακολουθούσε ο Διοικητής του, χωρίς να διευκρινίζεται με ποιόν τρόπο και με τι μέσο. Το όλο εγχείρημα τέθηκε υπό την αιγίδα της Ελληνικής Αστυνομίας, η οποία του προσέδωσε και μία έντονα προπαγανδιστική, εθνικιστική υπόσταση.
Όποιος γνωρίζει από καγιάκ και από θάλασσα, διαβάζοντας όλη τη συνέντευξη του Κλουδά, αμέσως θα αντιληφθεί ότι η περιγραφή του περιέχει υπερβολές στο όριο της μυθοπλασίας καθώς και ορισμένα κενά και αντιφατικά στοιχεία, που θα μπορούσαν, ίσως, να δικαιολογηθούν αν η μαρτυρία δινόταν κάποια χρόνια ή κάποιες δεκαετίες μετά το ταξίδι. Το μείζον ερώτημα, το οποίο δεν απαντάται, είναι πώς κατάφερε να βρει και να σημαδέψει το Οτράντο, μετά από δυόμισι μερόνυχτα στο πέλαγος, με ανατροπές του σκάφους, χωρίς πυξίδα και χωρίς διακριτά σημεία στεριάς στην ιταλική ακτή, στα οποία θα μπορούσε να στοχεύσει μέσω διόπτευσης. Πάντως, πέρα από τον συγχωρεμένο τον καπτά-Σπύρο, και φέτος που ήμουν επάνω Οθωνούς για να περάσω απέναντι, και ο κυρ-Κώστας Κατέχης μου επιβεβαίωσε ότι ο Κλουδάς αναχώρησε κανονικά για να κροσάρει για Ιταλία και μάλιστα έγινε και δοξολογία τη μέρα εκείνη στο νησί. Υπάρχει και μία φωτογραφία, που το πιστοποιεί.
Ξέσπασμα της πανδημίας
Επιστρέφοντας στην προετοιμασία μας, για το δικό μας εγχείρημα, κι ενώ πηγαίνουν όλα ρολόι, τον Μάρτη ξεσπά η πανδημία. Το μέλλον του εγχειρήματος κρίνεται ως αμφίβολο. Το συνδρομητικό τηλεοπτικό κανάλι αποσύρεται από την παραγωγή του ντοκιμαντέρ αλλά αυτό είναι το λιγότερο. Η Ιταλία πληρώνει βαρύ τίμημα με την κατάσταση εκτός ελέγχου και κανείς δεν γνωρίζει αν τον Ιούλιο που θα γινόταν το ταξίδι, η πανδημία θα έχει υποχωρήσει. Ένα εντελώς άγνωστο τοπίο διαμορφώνεται μπροστά μας, μέσα σε μια πρωτόγνωρη δυστοπία. Υπήρξαν εισηγήσεις και σκέψεις το ταξίδι να αναβληθεί για αργότερα, ίσως για το 2021, αλλά κάτι μέσα μου δεν με άφηνε να το εγκαταλείψω. Ήταν ένα περίεργο συναίσθημα, σαν να είχε αποκτήσει φωνή και συνείδηση το ίδιο το εγχείρημα και σαν να ζητούσε το ίδιο επιτακτικά να έρθει στο φως, χωρίς αναβολές. Αυτό το συναίσθημα δεν είναι τίποτα περισσότερο από την αγάπη που ήδη νιώθεις για το ταξίδι. Και πρέπει το ταξίδι να το αγαπήσεις από την αρχή σαν παιδί σου, με όλες τις δυσκολίες του, με τα εμπόδια που θα προκύψουν, με τα απρόοπτά του. Οι προπονήσεις συνεχίστηκαν κανονικά, μέσα και έξω από το νερό.
Τον Μάιο η κατάσταση έχει βελτιωθεί και όλα δείχνουν ότι, πλην απροόπτου, τον Ιούλιο θα μπορέσει να γίνει το εγχείρημα. Δυστυχώς, όμως, ο Κώστας δεν θα τα καταφέρει να έρθει καθώς του απορρίπτουν ασυζητητί την άδεια από τη δουλειά του. Άρα θα είμαι μόνος. Είναι κρίμα, γιατί τέτοιες εμπειρίες γίνονται ακόμα πιο όμορφες όταν τις μοιράζεσαι με συναθλητές σου στην ομάδα, με συντρόφους με τους οποίους έχεις ήδη ζήσει πολλά μαζί. Συνέχισα να δουλεύω μόνος, με σκοπό να τελειοποιήσω το πλάνο του ταξιδιού και όλες τις λεπτομέρειες. Πολλοί άνθρωποι, μη σχετικοί με το αντικείμενο, θεωρούν τα εγχειρήματα αυτά «τρέλα» και όσους τα επιχειρούν «τρελούς» ή πάσχοντες από αυτοκτονικό ιδεασμό. Στην πραγματικότητα, τα εγχειρήματα αυτά δεν αποτελούν παρά μία συγκεκριμένη δουλειά, που απλά έχει κάποιες απαιτήσεις και θα πρέπει να μάθεις να την κάνεις σωστά, επαγγελματικά.
Η τελευταία μεγάλη αερόβια προπόνηση έγινε στα μέσα Ιουνίου, με το Nordkapp. Ήταν η κλασική 45άρα από την Ερέτρια στην Κάρυστο, με ένα κομμάτι της νυχτερινό. Το συμπέρασμα από αυτή την προπόνηση, όπως έδειξαν τόσο τα νούμερα, όσο και η όλη αίσθηση που αποκόμισα, ήταν ότι βρίσκομαι στην καλύτερη κατάσταση που έχω βρεθεί ποτέ στη ζωή μου. Στα μέσα Ιουλίου μετράω πλέον αντίστροφα για τον απόπλου. Σκάφος, εξοπλισμός, Live Map, τα πάντα είναι έτοιμα. Για να είμαστε απόλυτα τυπικοί, ενημερώσαμε και την ιταλική ακτοφυλακή για το εγχείρημα, τη Guardia di Finanza, η οποία ήταν υποστηρικτική. Ζήτησαν μόνο να έχω πάνω μου όλα τα νόμιμα έγγραφα και, οπωσδήποτε, να έχω σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή αρνητικό αποτέλεσμα από φρέσκο τεστ covid-19. Με τη μετεωρολόγο μας, Χρυσούλα Πέτρου, είμαστε σε διαρκή επικοινωνία για τον καιρό και με την υπόλοιπη ομάδα οργανώνουμε τα logistics του οδικού ταξιδιού προς Κέρκυρα και της επιστροφής από Ιταλία. Σύντομα έκλεισαν και αυτά. Θα ανεβαίναμε με τον Σταύρο Δράκο και στην Ιταλία θα ερχόταν η οικογένεια Παπαπαναγιώτου, Γιάννης, Βάσω και Βαγγέλης.
Ελλάδα – Ιταλία: το ταξίδι ξεκινά
Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020 και ώρα 08.00 είμαι έξω από ιδιωτική κλινική για το μοριακό τεστ και λίγη ώρα μετά είμαστε ήδη στον δρόμο με τον Σταύρο, φορτωμένοι για Κέρκυρα. Ακόμα κι αν δεν έχω πέσει ακόμα στο νερό, νιώθω ήδη μεγάλη χαρά που έγινε το ξεκίνημα. Ένα τεράστιο βάρος έχει φύγει. Όσο κι αν ακουστεί παράξενο, σε αυτά τα εγχειρήματα τα logistics της μεταφοράς είναι ο μεγαλύτερος εφιάλτης, πόσο μάλλον όταν πρόκειται να ταξιδέψεις και σε μία ξένη χώρα. Νωρίς το απόγευμα φτάνουμε Ηγουμενίτσα και από εκεί περνάμε Κέρκυρα. Πριν ακόμα νυχτώσει φτάνουμε στο Σιδάρι, από όπου θα γινόταν ο απόπλους την επόμενη μέρα. Φάγαμε ωραία εκείνο το βράδυ, ζυμαρικά με μοσχάρι, τυριά, πίτσα, γλυκά, ήπιαμε και τις μπύρες μας στην επιτυχία του ταξιδιού, και πέσαμε κατά τα μεσάνυχτα για ύπνο σε ένα ωραίο δωμάτιο ενός τοπικού ξενοδοχείου. Παρά μία μικρή υπερένταση που είχα, με πήρε ο ύπνος σχεδόν αμέσως. Στις 05.00 το πρωί της επομένης, ήμασταν στο πόδι. Έξω είναι ακόμα νύχτα. Μαζέψαμε πράγματα και κατεβήκαμε με το αμάξι στην παραλία Σιδαρίου. Εκεί ξεφορτώσαμε σκάφος, εξοπλισμό και προμήθειες και αποχαιρετηθήκαμε με κάποια συγκίνηση με τον Σταύρο, ο οποίος έφυγε με το αμάξι για Αθήνα.
Απόπλους
Έχουμε μείνει μόνοι μας με τον Στελέκτορα, το πιστό μου Valley Etain 17.7. Σε ένα τοιχάκι δίπλα στην παραλία, αραδιασμένος όλος ο εξοπλισμός και οι προμήθειες. Είναι ακόμα νωρίς, ο ήλιος έχει μόλις ξεμυτίσει, οπότε δεν βιάζομαι. Κοιτάζω γύρω μου και είναι όλα τόσο όμορφα. Μετά από λίγο ξεκίνησα τη φόρτωση του σκάφους και στις 07.30 το τράβηξα στο νερό. Νιώθεις μία πολύ γλυκιά ικανοποίηση, όταν είναι όλα πανέτοιμα και το μόνο που έχει απομείνει είναι απλώς να κουμπώσεις στο κόκπιτ και να ξεκινήσεις το κουπί. Βάζω πλώρη για Ερείκουσσα. Το μόνο που πρέπει οπωσδήποτε να κάνω μόλις φτάσω Οθωνούς, είναι να ξεσαβουρώσω, μιας και το σκάφος έχει περισσότερο φορτίο από ό,τι θα ήθελα, βαραίνοντας την πλεύση του. Κάποιες προμήθειες τις άφησα στο Σιδάρι αλλά θέλει κι άλλο ελάφρωμα. Το μεγάλο βάρος είναι τα νερά, που πάντα έχω την τάση να κουβαλάω κάμποσα λίτρα για ασφάλεια, αλλά 1-2 μπουκάλια πρέπει να τα ξεφορτωθώ.
Στο μπουγάζι για Ερείκουσσα έχει λίγη κίνηση. Πρώτο ήρθε από πίσω και δεξιά μου ένα μεγάλο κρούζερ, που έκοψα ταχύτητα για να περάσει γιατί θα διασταυρωνόμασταν και μετά από λίγη ώρα, στην ίδια ακριβώς ρότα και το φέρι που πήγαινε για Οθωνούς. Περίπου στα μισά του στενού βλέπω να έρχεται προς το μέρος μου από μακριά κι ένα ταχύπλοο, με μεγάλη ταχύτητα. Όταν πλησίασε το διέκρινα καλύτερα. Ήταν ένα όμορφο λευκό Boston ή κάτι παρόμοιο με τρεις 350άρες και με τα διακριτικά του ΛΣ. Κατάλαβα ότι μάλλον είχα χτυπήσει στο ραντάρ και μιας και δεν είχα ανοιχτό το AIS ήρθαν για έλεγχο. Με προσέγγισαν στα περίπου 100 μέτρα, έκοψαν ταχύτητα, τους χαιρέτησα, με χαιρέτησαν και ο καθένας συνέχισε στον δρόμο του.
Στην Ερείκουσσα προσέγγισα λίγα μέτρα από το λιμάνι αλλά δεν βγήκα έξω. Ήθελα να φτάσω γρήγορα Οθωνούς, για να έχω χρόνο μπροστά μου να δω τους ανθρώπους που με περίμεναν εκεί, ήδη μία παλιά μου φίλη από την αποστολή του ’14, η Σοφία Αδάμη, είχε αναλάβει να κινητοποιήσει όλο το νησί, και για να χαλαρώσω ενόψει της μεγάλης διάσχισης της επόμενης μέρας. Σημαδεύω Οθωνούς με έναν ήπιο βορειοδυτικό να με δροσίζει με μερικές ξαφνικές ριπές κάθε τόσο. Αριστερά μου το Μαθράκι και η Κέρκυρα η οποία αρχίζει να σβήνει πίσω μου όσο φεύγουν τα μίλια. Η θάλασσα είναι σκέτη μαγεία, θυμίζοντας κάθε τόσο εκείνον τον ωραίο στίχο του Μπωντλαίρ: «Ελεύθερε άνθρωπε, πάντα θα λατρεύεις τη θάλασσα!» Και τι πιο ωραίο από το να ταξιδεύεις με καγιάκ. Να γλιστράς στην επιφάνειά της ανάλαφρα, αρμονικά, αβίαστα. Νωρίς το μεσημέρι, έπιασα Οθωνούς, στο λιμάνι του Άμμου.
Στην παραλία με περίμενε μια πανέμορφη υποδοχή από τους λιγοστούς κατοίκους του ακριτικού μας νησιού. Πρώτος με καλωσόρισε ο μικρός Αυλιανός, δίνοντάς μου μια περίτεχνα φτιαγμένη δέσμη από ελιά, φασκόμηλο και βασιλικό, που είχαν φτιάξει μαζί με τις ξαδέρφες του, τις μικρούλες Κωνσταντίνα και Ιωάννα, και τα άλλα παιδιά. Παραδίπλα και ο παππούς τους, ο κυρ-Κώστας Κατέχης, με τον οποίο ξαναβλεπόμασταν μετά από 6 χρόνια και άλλοι άνθρωποι, νέοι φίλοι, που ίσως ξανασυναντηθούμε μετά από κάποια χρόνια. Από κάθε ταξίδι, αυτές τις στιγμές τις κρατάω μέσα μου σαν τη μεγαλύτερη περιουσία. Αφού νέταρα με τις δουλειές του σκάφους, καθίσαμε με τη Φλώρα και τον κυρ-Κώστα να φάμε, όλα τα γεύματα καθώς και η φιλοξενία προσφορά του Μίμη Κατέχη. Ένας άλλος ντόπιος φίλος που έμαθε για το ταξίδι μου, μου είπε ότι την επομένη θα κρόσαρε για Οτράντο κι ένας Ιταλός με φουσκωτό, ο Πιέρο, και αν ήθελα να τον βρω να ανταλλάξουμε στοιχεία, για ασφάλεια.
Αφού φάγαμε, αποσύρθηκα στο περιποιημένο σπίτι της Φλώρας για λίγο ύπνο. Το απόγευμα κατέβηκα για μια τελευταία βόλτα στον Άμμο και εκεί βρήκα τον Πιέρο με την παρέα του. Ανταλλάξαμε τηλέφωνα, του έδωσα και το Live Map για να με παρακολουθεί και είπαμε ότι αν χρειαστώ κάτι θα τον πάρω τηλέφωνο. Εκείνος θα έφευγε από Οθωνούς κατά τις 12 το μεσημέρι, που εγώ θα ήμουν στα μισά της διαδρομής, αλλά, όπως και να έχει, είναι πάντα ευπρόσδεκτο κάποιο άλλο σκάφος να γνωρίζει την πορεία σου και το στίγμα σου. Καθώς ο ήλιος πέφτει, ο αέρας έχει δυναμώσει, στα 5 με 6 μποφόρ. Καθαρός Μαΐστρος. Ανεβαίνω στα βράχια του λιμενοβραχίονα και κοιτάζω μακριά στην ανοιχτή θάλασσα. Ένα απαλό γαλάζιο χρώμα με ροζ ανταύγειες έχει απλωθεί παντού. Οι ριπές του αέρα στροβιλίζονται και με χτυπάνε στο πρόσωπο. Το φεγγάρι, ακόμα αχνό, ετοιμάζεται να μοιράσει το λιγοστό φως του, καθώς σκοτεινιάζει. Ευτυχία.
Αβαρία στην κουζίνα
Μετά το δείπνο, επέστρεψα στο σπίτι της Φλώρας. Έκανα ένα τελευταίο ζεστό ντους, έβαλα τις συσκευές να φορτιστούν, το ξυπνητήρι στις 03.30, με σκοπό 05.00 να είμαι στο νερό, και κατά τα μεσάνυχτα έπεσα για ύπνο. Στις 03.00 άνοιξα τα μάτια. Ντύθηκα, έβαλα τα πράγματα στις τσάντες και πήγα στην κουζίνα να φτιάξω τους ηλεκτρολύτες, το μίγμα που έχω πίσω στο σωσίβιο, το οποίο με κρατάει ενυδατωμένο στις μεγάλες αποστάσεις. Καθώς όμως έχω καργάρει τον σάκο με δυο λίτρα πολύτιμου ισοτονικού υγρού, πασχίζω πάνω στον πάγκο της κουζίνας να τον κλείσω με τον πλαστικό πίρο και δεν κλείνει με τίποτα. Τα χέρια μου γλιστράνε και αρχίζω να ιδρώνω. Η ώρα περνάει. Πρόσεχε μη σου πέσει και χυθεί το υγρό, λέω από μέσα μου. Και ακριβώς εκείνη τη στιγμή, καθώς τον έχω στερεώσει για ένα δευτερόλεπτο μέχρι να σκουπίσω τα χέρια μου, πέφτει όλος κάτω και χύνεται το μισό υγρό.
Μια μικρή λίμνη ισοτονικού κείται στο πάτωμα της κουζίνας. Αδυνατώ να πιστέψω ότι έχω μόλις διαπράξει μία τόσο απίστευτη ανοησία, ότι έχει συμβεί μία τόσο γελοία αβαρία που θα μπορούσε να μου στοιχίσει το ίδιο το κροσάρισμα, το ίδιο το ταξίδι, καθώς χωρίς ηλεκτρολύτες δεν φεύγεις για 50 μίλια κουπί συνεχόμενο. Έπρεπε το μίγμα να το έχω έτοιμο από την προηγούμενη, πριν κοιμηθώ, με την ησυχία μου, και όχι να παλεύω τώρα, με τα δευτερόλεπτα να περνούν. Πιάνω αμέσως τη σφουγγαρίστρα να σκουπίσω την κουζίνα και βγάζω 1-2 μπουκάλια νερό που ευτυχώς είχε η Φλώρα στο ψυγείο. Ευτυχώς είχα και κάμποσα φακελάκια ακόμα και έπιασα να φτιάξω καινούργιο μίγμα. Με την ψυχή στο στόμα κατάφερα να κλείσω τον σάκο, αν και όχι τελείως, και με προσοχή να μη μου χυθεί το υγρό, φορτωμένος με τα πράγματα και με τον φακό ανοιχτό, έκλεισα το σπίτι και κατέβηκα στον γιαλό.
Διάσχιση Αδριατικής
Στις 04.50 είναι όλα έτοιμα για τον απόπλου από Οθωνούς με ρότα για Σάντα Μαρία. Έχει κατέβει κάτω και ο κυρ-Κώστας, μέσα στη νύχτα, για να με αποχαιρετήσει. Έχει μαζί του λουλούδια, πικροδάφνες, και μου στολίζει το σκάφος. Όσα λουλούδια δεν χώρεσαν στο ντεκ, ραίνει μ’ αυτά τη θάλασσα γύρω μου, καθώς μανουβράρω το σκάφος για να βγω από το λιμανάκι. Καλό ταξίδι Άγγελε παιδί μου. Καλή αντάμωση κυρ-Κώστα. Το φεγγάρι έχει κρυφτεί και το σκοτάδι είναι πίσσα. Ένα χελιδονόψαρο πετάγεται ακριβώς δίπλα μου και χορεύει στον αέρα για λίγα δευτερόλεπτα, σαν να θέλει κι αυτό να με αποχαιρετήσει. Μοιάζει σαν ένας καλός οιωνός. Λίγο μετά, από τα βράχια δίπλα μου κάτι γλάροι ουρλιάζουν σαν παλαβοί και ξαφνικά περνούν ξυστά από το κεφάλι μου. Ήταν ολόκληρο σμήνος.
Μετά από 1-2 μίλια παράκτια, είμαι έτοιμος για το μεγάλο άνοιγμα. Το σκοτάδι εμπρός μου ακόμα βαθύ, με μία υποψία χαράγματος πίσω μου καθώς ανοίγομαι από το νησί. Με το φακό κεφαλής φωτίζω την πυξίδα και προχωράμε, σκαρφαλώνοντας τα πρώτα μεγάλα κύματα της ρεστίας, απομεινάρια της προηγούμενης μέρας. Το μάτι έχει προσαρμοστεί στο σκοτάδι αλλά λίγη ώρα μετά, το πρώτο φως είναι πλέον αισθητό. Μπροστά μου 50 μίλια ανοιχτό πέλαγος, όμορφο, αρχέγονο, ζωντανό. Απέραντη ελευθερία. Το σχέδιό μου είναι να κρατήσω πορεία ψηλωμένη στις 270 μοίρες για περίπου 15 μίλια και μετά σταδιακά να χαμηλώσω προς τις 250-260. Ο καιρός είναι ένα τριάρι βορειοδυτικό που μία δυναμώνει, μία εξασθενεί και τον έχω στη μάσκα. To Etain όμως, ο πιστός μου Στελέκτορας, πετάει πάνω από τον κοφτό και κάπως μπερδεμένο κυματισμό κρατώντας κοντά στα 4 μίλια/ώρα με την ελάχιστη προσπάθεια στο κουπί και δείχνοντας για μία ακόμη φορά την τεράστια κλάση του ως καθαρόαιμο εξπεντίσιον σκάφος ανοιχτής θάλασσας. Ξημερώνει.
Στα 3-4 μίλια αριστερά μου μερικά ιστιοπλοϊκά, το ένα πίσω από το άλλο, πλέουν με αντίθετη ρότα από τη δική μου, από Ιταλία για Οθωνούς ή για Κέρκυρα. Έχω πιάσει ρυθμό και πάμε καλά, τα μίλια φεύγουν αέρα. Ο καιρός ταξιδεύεται μια χαρά. Σε αυτές τις διασχίσεις το μυαλό πρέπει να είναι συγκεντρωμένο. Όχι άσκοπη σπατάλη χρόνου, καλό κράτημα πορείας, καλή αναμέτρηση και διόπτευση, παρακολούθηση άλλων σκαφών, σωστή διαχείριση ενέργειας και ρυθμού, προσεγμένη τεχνική, ελάχιστα διαλείμματα. Κατά τη 1 το μεσημέρι κάνω κράτει για φαγητό, 12 λεπτά με το ρολόι. Έχω περάσει τα μισά και υπολογίζω ότι μου μένει καμιά 20άρα μίλια ακόμα. Όσο πλησιάζεις στη στεριά, τόσο σε καταλαμβάνει μια εύλογη αισιοδοξία αλλά δεν θα πρέπει ποτέ να παρασυρθείς σε υπερβολική χαλάρωση. Το σκέλος τελειώνει μόνο όταν το πόδι σου πατήσει στεριά. Στα περίπου 35 μίλια έχει πλέον χαθεί από πίσω μου και το αχνό περίγραμμα των ψηλών αλβανικών βουνών αλλά η ιταλική κόστα ακόμα να φανεί. Είναι λογικό, μιας και η Απουλία είναι μια απέραντη πεδιάδα. Μπορεί να έχω κλείσει περίπου 10 ώρες στο κουπί χωρίς να βλέπω στεριά μπροστά μου αλλά ξέρω ότι είναι εκεί.
Στα κοντά 40 μίλια από το ξεκίνημα μόλις που φάνηκε μια λεπτή, χαμηλή γραμμή στον ορίζοντα. Καρφώνω την πλώρη του Στελέκτορα στο αριστερό άκρο της. Σάντα Μαρία ντι Λέουκα. Έχει φρεσκάρει ένα 4άρι και το έχει γυρίσει σε βορειοανατολικό, οπότε τον βάζω όσο μπορώ στα πρύμα για να πάρω ταχύτητα. Ανεβαίνω στους 4,5 κόμβους και τους κρατάω, που σημαίνει ότι σε λιγότερες από 3 ώρες θα έχω πιάσει στεριά. Όσο πλησιάζω Ιταλία, τόσο πυκνώνει το τράφικ, με διάφορα σκάφη να πηγαινοέρχονται προς πάσα κατεύθυνση. Φουσκωτά, ιστιοπλοϊκά, κρούζερ, ένα μεγάλο γκαζάδικο που έρχεται από νότια και ανεβαίνει προς Οτράντο. Μετά από 15 ώρες στο κουπί, στις 19.00 ώρα Ιταλίας, μπαίνω στο λιμάνι της Σάντα Μαρία. Στη μπούκα γίνεται ένας χαμός από σκάφη που μπαινοβγαίνουν. Απρόσεχτοι τουρίστες με νοικιάρικες βάρκες, αλιευτικά σκάφη, ταχύπλοα και κάτι πιτσιρικάδες που κάνουν σβούρες με ένα τζετ-σκι. Περνάω με προσοχή, μην μας καρφώσει κανένας, και βγαίνω στη μικρή αμμουδιά, δίπλα από το λιμάνι. Η Αδριατική είναι πίσω μου. Χαμογελάω.
Η Σάντα Μαρία είναι μία τυπική τουριστική παραθαλάσσια πόλη αλλά για ‘μένα ήταν η Ιθάκη μου. Ο πιο σημαντικός σταθμός του ταξιδιού πριν τον Τάραντα. Το τοπόσημο χωρίς το οποίο ο Τάραντας δεν θα ερχόταν ποτέ. Το λιμάνι στο οποίο αμέτρητες φορές είχα πλάσει με το μυαλό μου την άφιξή μου. Το ακρωτήρι που επί χρόνια κοίταζα στους χάρτες, περιμένοντας υπομονετικά τη στιγμή που θα επιχειρούσα να το αγγίξω. Και η στιγμή αυτή είχε μόλις φτάσει. Αφότου συμμάζεψα το σκάφος, πήρα τον πεζόδρομο γύρω από το λιμάνι για μία βόλτα, για μια μικρή και ταπεινή προσωπική γιορτή. Είχε κι ένα πανηγύρι εκείνο το βράδυ, με μουσικές και πάγκους με διάφορα πραγματάκια, και είχε πολύ κόσμο. Κάθισα για φαγητό σε ένα εστιατόριο δίπλα στην παραλία, και αργά το βράδυ, μόλις άρχισε να σπάει ο κόσμος και η φασαρία, έστρωσα να κοιμηθώ δίπλα στο σκάφος. Τα μάτια μου κλείσανε αμέσως. Νομίζω ότι χαμογελούσα μέχρι και στον ύπνο μου.
Παράκτια για Τάραντα
Την άλλη μέρα το πρωί ήπια έναν καφέ, ψώνισα νερά και κάτι ψωμάκια με σάλτσα ντομάτας και μπήκα στο σκάφος να φύγω. Μία κυρία στην παραλία που είδε την ελληνική σημαία στο σκάφος με χαιρέτησε και πιάσαμε κουβέντα στα ελληνικά. Ιταλίδα, ο άντρας της Έλληνας, μου είπε πόσο αγαπάει την Ελλάδα και ότι η κόρη της ήταν διακοπές στην Κέρκυρα. Σύντομα μαζεύτηκαν γύρω μας και μερικοί ακόμα Ιταλοί, μιας και το σκάφος τούς τράβηξε την περιέργεια και με ρώτησαν για το ταξίδι, αν είχα έρθει όντως με κουπί από Ελλάδα και ποιος ήταν ο προορισμός μου. Αφού μιλήσαμε για λίγο, αποχαιρετηθήκαμε και έφυγα. Είχα 25 μίλια μέχρι την Καλλίπολη, που θα τα πήγαινα στο ρελαντί για να ξεκουράσω το σώμα όσο γινόταν. Η μόνη εικόνα που είχα μέχρι εκείνη τη στιγμή από τις ιταλικές παραλίες ήταν από την Καμπανία, στα πέριξ της Νάπολης και της Κύμης, της ευβοϊκής αποικίας, όπου είχα βρεθεί το 2010 για ανασκαφή. Σε αντίθεση, λοιπόν, με τις παραλίες της Καμπανίας που ήταν γενικώς από αδιάφορες έως άσχημες, οι παραλίες της Απουλίας που έβλεπα τώρα από κοντά, ήταν από άλλον πλανήτη.
Ατελείωτες αμμουδιές με λεπτόκοκκη άμμο μέσα σε προστατευόμενες περιοχές Natura, με απίστευτα, κρυστάλλινα νερά και, ενδιάμεσα, μερικά βραχώδη κομμάτια. Χαρακτηριστικά τοπόσημα της περιοχής, οι πολυάριθμοι, επάκτιοι μεσαιωνικοί πύργοι, που χτίστηκαν σε κοντινές αποστάσεις, για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Οι Ιταλοί χαίρονται τη θάλασσα με κάθε τρόπο. Μέχρι και στα βράχια έχουν εγκαταστήσει σκαλίτσες και πέφτουν από εκεί. Είδα και κάμποσα καγιάκ sit-on-top, σχεδόν όλα διθέσια. Παρατηρώντας την ακτογραμμή οι ώρες πέρασαν και κατά το απόγευμα μπήκα στον κόλπο της Καλλίπολης. Βγήκα μπροστά από ένα ξενοδοχείο, ώστε να φάω εκεί, αν ήταν το εστιατόριό του ανοιχτό. Γενικώς, στην Ιταλία, τουλάχιστον σε αυτό το κομμάτι της Απουλίας, δεν υπάρχουν και πολλές ταβέρνες παράκτια, όπως έχουμε εδώ. Για φαγητό, υπάρχουν κυρίως κάποιες λίγες καντίνες, που μάλιστα κατά τις 9 το βράδυ κατεβάζουν ρολά. Έκανα μια βόλτα σε έναν ωραίο πεζόδρομο που οδηγούσε στο κέντρο της πόλης και στάθηκα για λίγο να θαυμάσω το ηλιοβασίλεμα, που είχε βάψει με ασύλληπτα χρώματα τον ουρανό. Το βράδυ κάθισα να φάω στο ξενοδοχείο. Πήρα μια καρμπονάρα, όπως τη φτιάχνουν οι Ιταλοί, και για επιδόρπιο, ένα φοβερό παγωτό που είχε μέσα του ένα γλυκό. Δεν θα πω ψέματα, λίγη πολυτέλεια μέσα στις κατά τα άλλες σκληρές συνθήκες ενός εξπεντίσιον, είναι πάντα ευπρόσδεκτη. Το βράδυ, όπως πάντα, κοιμήθηκα έξω, δίπλα στο σκάφος.
Την προτελευταία μέρα του ταξιδιού έφυγα για την Punta Prosciutto. Περνώντας από το μεσαιωνικό κάστρο της Καλλίπολης, νωρίς το πρωί, συνάντησα ένα ζευγάρι Ιταλών γύρω στα 70, με ένα διθέσιο καγιάκ sit-in, τον Κονσταντίνο και τη Λουτσία. Μου είπαν ότι λατρεύουν το καγιάκ και ότι βγαίνουν για πρωινή προπόνηση σχεδόν κάθε μέρα. Τους έβγαλα μερικές φωτογραφίες και συνέχισα περνώντας κάτω από τη μικρή γέφυρα της Καλλίπολης. Στην Punta Prosciutto έφτασα την προγραμματισμένη ώρα, το απόγευμα. Βγήκα δίπλα σε ένα κωπήλατο ναυαγοσωστικό καταμαράν, αυτά τα κόκκινα Salvataggio, που έχουν σχεδόν παντού οι Ιταλοί και ανεφοδιάστηκα και από τις δύο καντίνες που ήταν ακόμα ανοιχτές.
Και εδώ, όπως και σε κάθε παραλία, όχι μόνο υπάρχουν παντού κάδοι απορριμμάτων, αλλά κάδοι για 4 ή 5 διαφορετικούς τύπους απορριμμάτων, οργανικών, ανακύκλωσης κ.λπ. Επιπλέον, σε πολλές παραλίες υπάρχουν εργάτες που καθαρίζουν κάθε μέρα την άμμο με ειδικά μηχανήματα. Ας αποφύγουμε τις συγκρίσεις με την ελληνική πραγματικότητα γιατί θα πικραθούμε. Αυτό που οφείλω, τέλος, να σημειώσω, είναι ότι ακόμα και στην οργανωμένη παραλία της Καλλίπολης που βγήκα για να κοιμηθώ, μπροστά στο πολυτελέστερο ξενοδοχείο της πόλης, κανένας δεν με ενόχλησε, ήταν μάλιστα όλοι φιλικοί και ευγενικοί. Αντιθέτως, στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια όλο και πιο συχνά διάφοροι ξενοδόχοι και ταβερνιάρηδες με ψευδαισθήσεις μεγαλείου και με την ανοχή των τοπικών αρχών, θεωρούν την παραλία τσιφλίκι τους και σου κάνουν μανούρα, ακόμα κι αν επιχειρήσεις απλώς να βγεις με το καγιάκ.
Τερματισμός στον Τάραντα
1 Αυγούστου 2020. Τελευταία μέρα του ταξιδιού. Τελευταία 25 μίλια μέχρι τον Τάραντα. Έξω από την Torricela ο ουρανός σκοτεινιάζει και αρχίζει να βρέχει. Ένα περαστικό, τοπικό μπουρίνι θεόσταλτο, που με δροσίζει. Νωρίς το απόγευμα, μετά την Torreta Mare, φρεσκάρει ένας δυνατός Μαΐστρος, ένα 5άρι γεμάτο που το έχω στα όρτσα και χτίζει γρήγορα μεγάλο κυματισμό. Οι Γιάννης, Βάσω και Βαγγέλης έχουν ήδη φτάσει με το αμάξι στον Τάραντα και με περιμένουν. Η θάλασσα έχει αφρίσει, φέρνοντας στο μυαλό μου το μυθικό ναυάγιο του Φαλάνθου, του αρχηγού των Σπαρτιατών αποικιστών, σε αυτά ακριβώς τα νερά, και τη μυθική διάσωσή του από το δελφίνι. Με τον Στελέκτορα δίνουμε ροπές κόντρα στα μεγάλα κύματα, με την πλώρη-μαχαίρι να ανοίγει δρόμο. Επιλέγω να βγω στον μικρό υπήνεμο κόλπο του Lido Gandoli, προάστιο του Τάραντα. Δυο Ιταλοί έρχονται χαμογελαστοί να με υποδεχθούν και, λίγο μετά, και οι συναθλητές μου στην ομάδα, η οικογένεια Παπαπαναγιώτου. Το ταξίδι ολοκληρώνεται. Συγκίνηση.
Φορτώνουμε γρήγορα το σκάφος και τα πράγματα στο αμάξι, για να είμαστε έγκαιρα στο Μπάρι, από όπου θα φεύγαμε με το νυχτερινό πλοίο. Καθώς φεύγουμε με το αμάξι από το Lido Gandoli, βλέπω στη φωτεινή επιγραφή ενός ξενοδοχείου το όνομα Phalanthos και χαμογελάω. Ο μύθος παραμένει ζωντανός. Μακάρι να είχα μία μέρα ακόμα διαθέσιμη, να κωπηλατήσω και μέσα στον κόλπο του Τάραντα. Δεν έχω παράπονο όμως. Το ταξίδι πραγματοποιήθηκε και μάλιστα με έναν τρόπο που δεν μπορούσα καν να ονειρευτώ. Υπήρξαν στιγμές κατά την προετοιμασία που αναρωτήθηκα αν αξίζει τον κόπο όλο αυτό. Οι άπειρες ώρες των προπονήσεων, η δυσκολία του σχεδιασμού, η διαχείριση της αβεβαιότητας, το κόστος, οι διάφορες φωνές της «λογικής» που πάντα προσπαθούν να σε αποτρέψουν από το να επιχειρήσεις αυτό που ονειρεύεσαι, αυτό που βαθιά μέσα σου ξέρεις ότι μπορείς να πραγματοποιήσεις. Μία και μόνο στιγμή, όμως, σε κάθε ταξίδι, ένα και μόνο δευτερόλεπτο που θα νιώσεις αυτή τη μυστηριώδη αύρα της θάλασσας να σε περιβάλλει, αρκεί για να γνωρίζεις ότι άξιζε και πάντα θα αξίζει τον κόπο. Από το φινιστρίνι του πλοίου κοιτάζω την Αδριατική. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον να τα ξαναπούμε.
- Simons, Alan H. Stone age sailors: Paleolithic seafaring in the Mediterranean, (with contribution by Katelyn DiBenedetto), London & New York 2014, σ. 26-27.
- Simons, Alan H. Stone age sailors: Paleolithic seafaring in the Mediterranean, (with contribution by Katelyn DiBenedetto), London & New York 2014.
- Cic. Att. 16.6.1. Ευχαριστώ θερμά την αγαπητή φίλη Σελήνη Ψωμά, καθηγήτρια αρχαίας ιστορίας του ΕΚΠΑ, για την υπόδειξη του αποσπάσματος.