Η ιδέα για μία μονοκόμματη διάσχιση 100 ναυτικών μιλίων, η διαμήκης διάσχιση όλου του Ευβοϊκού, γεννήθηκε λίγο μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του «Ελλάδα 1000 Μίλια», το 2014. Έναυσμα, ειδικότερα, υπήρξε το τελευταίο σκέλος της αποστολής εκείνης, τα 75 ναυτικά μίλια της θάλασσας του Καστελλόριζου, από τη Ρόδο μέχρι τη Μεγίστη, που είχα καταφέρει να διανύσω μέσα σε 21 ώρες, με μία μόνο στάση και έξοδο στη Ρω, διάρκειας περίπου 45 λεπτών.
Εκείνα τα 75 μίλια ήταν οπωσδήποτε ένα ορόσημο για μένα αλλά ταυτόχρονα και μία ένδειξη ότι θα μπορούσα, μελλοντικά, να επιχειρήσω και κάτι μεγαλύτερο, καθώς η απόσταση είχε διανυθεί σχετικά άνετα, με τον συνδυασμό σώματος, σκάφους (Valley Etain 17.7) και κουπιού (Epic Mid Wing) να δουλεύει πολύ ικανοποιητικά, όπως αποδείχθηκε τόσο από τη μέση ταχύτητα των 3,5 κόμβων, συνυπολογίζοντας τη στάση στη Ρω, όσο και από το γεγονός ότι βγήκα στη στεριά ξεκούραστος και ευδιάθετος, χωρίς την παραμικρή ενόχληση, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι είχα ήδη 900+ μίλια στο κουπί, από τον απόπλου στους Οθωνούς μέχρι τη Ρόδο.
Οφείλω, για λόγους ιστορικής ακρίβειας, να σημειώσω ότι οι συνθήκες τότε ήταν σχεδόν ιδανικές. Για ένα μεγάλο διάστημα, σχεδόν όλη νύχτα, είχα έναν δυτικό 3 μποφόρ στα πρύμα, που μου επέτρεψε να κρατήσω σταθερά 4,5 με 5+ κόμβους, χωρίς ζόρισμα, ενώ από το ξημέρωμα και μετά που κάλμαρε, μόνη δυσκολία ήταν ο καυτός μεσημεριανός ήλιος. Αντίθετο άνεμο δεν είχα συναντήσει πουθενά.
Το σώμα είχε δουλέψει τότε πολύ καλά, υπερβαίνοντας τις προσδοκίες μου, με μοναδικά προβλήματα, μάλλον αναπόφευκτα, που, ωστόσο, θα έπρεπε σε μελλοντικά εγχειρήματα να λάβω υπόψη μου, τον σχεδόν αφόρητο πόνο στα πέλματα, από την πολύ έντονη πίεση επί ώρες και τις εκδορές στη μέση από την τριβή που δημιουργεί η περιστροφή του κορμού στο κάθισμα. Και τα δύο αυτά θέματα, ο πόνος στα πέλματα και οι πληγές στη μέση, είναι προβλήματα που απορρέουν από την εφαρμογή της ορθής τεχνικής προώθησης, με την πίεση στα ποδωστήρια και την περιστροφή του κορμού να αποτελούν αναπόσπαστα μέρη της, και υφίστανται μόνο στην πολύωρη κωπηλασία.
Κάθε παρόμοια ναυταθλητική δοκιμασία είναι ένα σοβαρό εγχείρημα, κατά τη διάρκεια του οποίου, εφόσον θεωρείς τον εαυτό σου επαγγελματία που τον ενδιαφέρει η συνεχής εξέλιξη και βελτίωσή του, οφείλεις να παρατηρείς, να κρατάς σημειώσεις και στη συνέχεια να προβαίνεις σε βελτιώσεις, όπου χρειαστεί. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2014 ξεκίνησα να δουλεύω συστηματικά για το 100άρι, με σκοπό να το επιχειρήσω το καλοκαίρι του 2015, περίοδο στην οποία είχα ήδη προγραμματίσει και το Θεσσαλονίκη – Πειραιάς. Κατά τα τέλη του ’14, ωστόσο, και με τις προπονήσεις σε πλήρη έκταση, ένιωσα μία έντονη ψυχολογική και σωματική κόπωση να με καταβάλλει.
Από την εμπειρία μου με τον πρωταθλητισμό στην κολύμβηση από την παιδική μέχρι και την εφηβική ηλικία, γνώριζα πολύ καλά τι σημαίνει «κάψιμο», βλέποντας δίπλα μου αθλητές να καταστρέφονται από την πίεση και την υπερπροπόνηση και να εγκαταλείπουν για πάντα οποιαδήποτε μορφή άθλησης. Αποφάσισα, τότε, χωρίς δεύτερη σκέψη, να μειώσω τον ρυθμό των προπονήσεων και να αναβάλλω το 100άρι για αργότερα, όταν θα ένιωθα ψυχολογικά και σωματικά έτοιμος.
Άλλωστε στα 34 μου, το 2014, δεν είχα κανέναν λόγο να βιαστώ πιέζοντας υπερβολικά τον εαυτό μου και, επιπλέον, θα μπορούσα να χτίσω ακόμα καλύτερη αντοχή, ψυχολογία και ωριμότητα κατά τα επόμενα έτη. Επίσης, η υλοποίηση δύο εγχειρημάτων αξιώσεων κατά την ίδια περίοδο, ένα πολυήμερο αλλά και γρήγορο εξπεντίσιον των 300 μιλίων, το Θεσσαλονίκη – Πειραιάς, και το non-stop 100άρι, που θα απαιτούσε από μόνο του τρομακτική ενεργειακή δαπάνη και αυτοσυγκέντρωση, συν όλα τα logistics που θα τα συνόδευαν, συνιστούσαν μία αχρείαστη υπερβολή.
Το πρώτο δύσκολο κομμάτι σε κάθε τέτοιο εγχείρημα είναι η δουλειά που απαιτείται σε όλα τα επίπεδα, για κάτι μάλιστα που μπορεί να απέχει πολύ χρονικά. Ως άνθρωποι έχουμε συνήθως την τάση να θέλουμε να δούμε αποτελέσματα σύντομα, σε στόχους βραχυπρόθεσμους και για αυτόν τον λόγο θα πρέπει να διαθέτεις πολύ ισχυρό κίνητρο, που θα σε εξοπλίσει με το ανάλογο πείσμα και την υπομονή, ώστε να μπορέσεις να δουλέψεις συστηματικά για κάτι που μπορεί να απέχει χρόνια από τη στιγμή της σύλληψής του. Φυσικά, η σωματική και ψυχολογική δουλειά αποτελεί αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη ότι θα φτάσεις κάποτε στο σημείο της αφετηρίας, καθώς στη συνάρτηση μπαίνουν και άλλοι σοβαροί παράγοντες, όπως είναι το κόστος και τα logistics του εγχειρήματος. Συνεπώς, σε κάθε στάδιο της προετοιμασίας σε ακολουθεί το ψυχολογικό βάρος της αβεβαιότητας, που δυσκολεύει ακόμα περισσότερο την όλη προσπάθεια.
Τα δικά μου κίνητρα ήταν, κατά πρώτον, ότι το non-stop 100άρι στην ανοιχτή θάλασσα με καγιάκ θα ήταν μία μεγάλη πρόκληση ως ναυταθλητικό εγχείρημα και μου αρέσουν αυτές οι προκλήσεις, και κατά δεύτερον, ότι ήθελα να το αφιερώσω συμβολικά στους ανθρώπους εκείνους των οποίων το παράδειγμα ανέκαθεν είχα για οδηγό, τους αγωνιστές που έπεφταν με χαλύβδινη αντοχή ή και με αυτοθυσία στον ιερό αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση, την καταπίεση, τον ρατσισμό και τις κοινωνικές ανισότητες, είτε πρόκειται για ανθρώπους που η συλλογική μνήμη τους επιδαψίλεψε τις μέγιστες τιμές, είτε για ανθρώπους που έδρασαν και δρουν στην αφάνεια, αφήνοντας όμως το στίγμα τους στη μεγάλη συλλογική προσπάθεια.
Υπήρξαν και στον αθλητισμό, αν και μετρημένες στα δάχτυλα, σπουδαίες προσωπικότητες ιδεολόγων, που αγωνίστηκαν για έναν καλύτερο κόσμο, τους οποίους το σύστημα πολέμησε λυσσασμένα την εποχή της δράσης τους για να τους αποκαταστήσει -μάλλον υποκριτικά- στη δύση της πορείας τους ή και μετά τον θάνατό τους (βλ. περίπτωση Πίτερ Νόρμαν).
Ένα κρίσιμο κομμάτι της προετοιμασίας είναι και ο ίδιος ο σχεδιασμός του εγχειρήματος. Η επιλογή της θαλάσσιας περιοχής, η ώρα απόπλου και η εκτιμώμενη ώρα άφιξης, η μελέτη των καιρικών φαινομένων, ο ανεφοδιασμός, η στρατηγική στον ρυθμό, η υποστήριξη, η αντιμετώπιση κρίσεων και απροόπτων, μέχρι και η επικοινωνιακή διαχείριση. Για να έχει ένα τέτοιο εγχείρημα πιθανότητες επιτυχίας, είναι απαραίτητο να τεθεί από πριν ένα «minimum ανεκτών καιρικών συνθηκών», ώστε με βάση αυτό να επιλεγεί η κατάλληλη ημερομηνία διεξαγωγής του.
Στη δική μας περίπτωση, και δεδομένου ότι δεν θα είχαμε την πολυτέλεια του χρόνου προκειμένου να περιμένουμε την «τέλεια μέρα» -αν υποτεθεί ότι μπορεί να υπάρξει τέτοια στην ανοιχτή θάλασσα- θα αναγκαζόμασταν να επιλέξουμε ανάμεσα σε 2 ή 3 σαββατοκύριακα, εκείνο που θα ήταν πιο κοντά στο «ελάχιστο ανεκτών συνθηκών». Ως τέτοιο είχα ορίσει εκείνο στο οποίο θα είχα έναν ικανοποιητικό καιρό (3-4 μποφόρ) στα πρύμα για ένα 60% της διαδρομής, άπνοια ή σχεδόν άπνοια για ένα 35%, και, μέγιστο 5% κόντρα με δύναμη όχι πάνω από 2 μποφόρ.
Απολύτως απαραίτητο θα ήταν το ευνοϊκό ρεύμα στον πορθμό του Ευρίπου με βάση τη -στάνταρ- ώρα απόπλου από τον Κάβο, ενώ επιθυμητό στοιχείο θα ήταν και ένα μεγάλο φεγγάρι τη νύχτα ώστε να μου δώσει καλή ορατότητα. Τυχόν πρόγνωση για καταιγίδες θα συνιστούσε φυσικά αιτία αναβολής του πρότζεκτ για προφανείς λόγους ασφαλείας, ενώ απαγορευτικές θα ήταν και οι θερμοκρασίες καύσωνα, κοντά ή πάνω από τους 40 βαθμούς.
Ως προς τη χρονική διάρκεια, αποφάσισα να θέσω ως άτυπο στόχο το 24ωρο για δύο λόγους: πρώτον, διότι θεώρησα ότι με βάση το minimum καιρικών συνθηκών αλλά και τα δεδομένα από τις προπονήσεις μου ήταν ένας στόχος δύσκολος μεν αλλά εφικτός, που θα με κράταγε επιπλέον σε εγρήγορση, ώστε να κρατήσω κι έναν δυναμικό ρυθμό, και δεύτερον διότι από τις 24-25 ώρες συνεχόμενης άσκησης και μετά, το σώμα θα έμπαινε βαθμιαία σε μία άγνωστη ζώνη, που θα εγκυμονούσε κινδύνους και ενδεχομένως μη αναστρέψιμες βλάβες σε ζωτικά όργανα.
Θα πρέπει σε αυτό το σημείο να τονίσω ότι όλη αυτή η ενθουσιώδης παραφιλολογία γύρω από τα όρια, που «δεν υπάρχουν» ή που μπορούμε ανά πάσα στιγμή να τα καταρρίψουμε «αν πιστέψουμε στον εαυτό μας», όσο κι αν διατηρεί κάποιο ίχνος αλήθειας, αποτελεί συνολικά μία επικίνδυνη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Εν ολίγοις τα όρια υπάρχουν και το ξεπέρασμά τους εγκυμονεί κινδύνους. Από κάποιες ώρες συνεχούς άσκησης και μετά -διάρκεια που ποικίλει ανάλογα με τον αθλητή- αυξάνεται η πιθανότητα ραβδομυόλυσης, η καταστροφή, με απλά λόγια, του μυικού ιστού που μπορεί να οδηγήσει μέχρι και σε οξεία νεφρική ανεπάρκεια.
Σε ό,τι αφορά τη συζήτηση γύρω από την έννοια του «ρεκόρ» και τη σπουδαιότητα που αυτό κατέχει στο φαντασιακό των περισσότερων ανθρώπων, ας ξεκαθαρίσω κάτι, με αφορμή και την καλοπροαίρετη ερώτηση κάποιων φίλων για το αν αυτό που θα επιχειρούσα να κάνω θα μπορούσε να κατοχυρωθεί ως κάποιου είδους ρεκόρ. Κατά πρώτον, το ρεκόρ προϋποθέτει την ύπαρξη ενός ανταγωνιστικού πλαισίου, μέσα στο οποίο ο καθένας μάχεται για την κατάκτηση αυτού του συμβολικού τροπαίου της υψηλότερης συγκριτικά επίδοσης.
Εμείς, ως ομάδα, δεν ανταγωνιζόμαστε κανέναν, πέραν, με κάποια έννοια, του ίδιου μας του εαυτού, με σκοπό να γινόμαστε όλο και καλύτεροι. Κατά δεύτερον, είναι θεωρώ αδόκιμη η επιδίωξη «ρεκόρ» σε ναυταθλητικά εγχειρήματα που γίνονται σε ανοιχτή θάλασσα, με μία τόσο μεγάλης σημασίας εξωγενή μεταβλητή όπως οι καιρικές συνθήκες να επιδρά καταλυτικά στην εξέλιξη του καθενός από αυτά. Εφόσον είναι πρακτικά σχεδόν αδύνατο να συναντήσεις δύο ολόιδιες ως προς τον καιρό μέρες στη θάλασσα, πώς θα μπορούσαν να είναι συγκρίσιμες οι επιδόσεις σε δύο ή περισσότερα υποθετικά εγχειρήματα της ίδιας απόστασης;
Τέλος, η ουσία ενός τέτοιου εγχειρήματος, όπως ένας κωπηλατικός υπερμαραθώνιος, είναι το ίδιο το ταξίδι, η εμπειρία, αυτά που θα ζήσεις πέρα από τα νούμερα και βέβαια η ανάμνηση αυτής της εμπειρίας, περιουσία για μια ζωή. Ρηχά μαρκετινίστικα τρικ δεν συνάδουν με τέτοιες βαθιές δοκιμασίες ψυχής και σώματος. Μία έννοια που θα μπορούσε να περιγράψει μονολεκτικά ένα εγχείρημα σαν αυτό, είναι η «μεθοριακότητα», η είσοδος σε μία «μη-κανονική» μεταβατική κατάσταση που διεξάγεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, με αβέβαιη εξέλιξη, κατά την οποία θα έλθεις αντιμέτωπος με προκλήσεις πρωτόγνωρες για το σώμα και το πνεύμα. Μία εμπειρία, της οποίας τα σημάδια θα χαραχτούν μέσα σου για πάντα.
Είναι αυτονόητο ότι για να έχεις πιθανότητες να φέρεις σε πέρας μία τόσο μεγάλη απόσταση, δεν αρκεί μόνο η τεχνική σου να είναι σωστή αλλά θα πρέπει να παραμένει κατά το δυνατόν αψεγάδιαστη και όταν η κόπωση κάνει την εμφάνισή της, πράγμα δυσκολότατο. Διαφορετικά, στην καλύτερη περίπτωση η εγκατάλειψη θα είναι απλώς θέμα -σύντομου- χρόνου ενώ στη χειρότερη θα συνοδεύεται και από τραυματισμό. Θυμάμαι πόσο επέμεναν κάποιοι προπονητές μου στην κολύμβηση, επί χρόνια, σε αυτό το ζήτημα, να προσπαθούμε δηλαδή να διατηρήσουμε την τεχνική μας αναλλοίωτη σε συνθήκες κόπωσης και πόσο με βοήθησε αυτή η νοητική μάχη και αυτοσυγκέντρωση από το κολύμπι και τις πισίνες στο καγιάκ και τη θάλασσα.
Αναφορικά με τα δύο προβλήματα που είχα αντιμετωπίσει στο Ρόδος-Καστελλόριζο, τα πέλματα και τις πληγές στη μέση, οι λύσεις ήταν, μικρότερη πίεση στα πέλματα -κι ας έχανα σε δύναμη πρόωσης, μια ανεκτή απώλεια- και ειδικοί αυτοκόλλητοι και αδιάβροχοι επίδεσμοι στο δέρμα. Αυτή την τελευταία σωτήρια λύση μου την είχε υποδείξει η γιατρός της Ελαφονήσου, κ. Σταυρούλα Αλεβίζου, που μας φρόντισε όταν είχαμε βγει στο νησί με τον Αποστόλη, στο Πάτρα-Κύθηρα του ’16.
Με βάση την πρόγνωση του καιρού, το εγχείρημα ορίστηκε για το σ/κ 30/6 – 1/7, με τις συνθήκες να προβλέπονται ικανοποιητικές, αν και με περισσότερη άπνοια και λιγότερο ευνοϊκό άνεμο σε σχέση με αυτό που είχα ορίσει ως αποδεκτό. Η πρόγνωση έδινε και ΝΑ άνεμο μικρής έντασης και διάρκειας, τον οποίο θα είχα στα όρτσα τις ώρες που θα ήμουν στην περιοχή της Χαλκίδας, ο οποίος όμως θα εξασθενούσε πολύ γρήγορα, οπότε δεν με προβλημάτισε. Σε ό,τι αφορά την επιλογή του καγιάκ, αυτή έγινε με βάση τις καιρικές συνθήκες, με βασικό ζητούμενο την ταχύτητα.
Σε οποιοδήποτε πολυήμερο expedition, όπου θα συναντήσεις μικτό καιρό σε άγνωστες αναλογίες, το κλασικό skeg-boat δεν έχει αντίπαλο, καθώς συνδυάζει τα πάντα, ταχύτητα -ειδικά στον καιρό σε όρτσα, μάσκα, αντιμάμαλο-, άνεση, ευελιξία, απλότητα. Εκεί πάντα παίρνω ένα από τα δύο Valley, συνήθως το Etain ή, αν δεν έχω πολλά φορτία, το Nordkapp, αμφότερα «πιστόλια» στον καιρό. Στο 100άρι όμως, με τον καιρό στα πρύμα και με άπνοια, η επιλογή μου θα ήταν το Tiderace Pace 18, ο CUMULONIMBUS, ένα σκάφος ταχύτατο στις συγκεκριμένες συνθήκες.
Ανεβαίνοντας τις στροφές της Βόρειας Εύβοιας, την Παρασκευή, μία μέρα πριν τον απόπλου, κοιτάζω τον Ευβοϊκό από ψηλά και παίρνω βαθιά ανάσα. Ξέρω ότι θα είναι δύσκολο, ίσως και ακατόρθωτο, αλλά πλέον δεν υπάρχει γυρισμός. Όσο κι αν είχα προετοιμαστεί σωματικά, διανοητικά και ψυχολογικά, η δοκιμασία θα ήταν αναμφίβολα κάτι παραπάνω από οριακή. Η ώρα της αλήθειας, όμως, είχε φτάσει. Το απόγευμα ήρθε και ο Θέμης με το Shearwater 890cc, το φουσκωτό που θα με ακολουθούσε για την κινηματογράφηση του εγχειρήματος και το βράδυ το περάσαμε όλοι μαζί στο φιλόξενο σπίτι του Αντρέα και της Ρένας στον Άγιο Γεώργιο, με μια καταπληκτική διάθεση να μας δίνει δύναμη για τη δύσκολη μάχη της επόμενης μέρας.
Σάββατο πρωί είμαι με την ομάδα στον Κάβο, το βορειότερο άκρο του Ευβοϊκού. Το πλήρωμα κινηματογράφησης, ο Θέμης, ο Χρήστος και ο Μάνος -από το βράδυ θα έμπαινε στο πλήρωμα και η Κατερίνα- στο πανέμορφο Shearwater σε θέση μάχης, και ο Πάνος με την Αιμιλία από τη στεριά για τις φωτογραφίες. Τελευταίος έλεγχος στο Live Map ότι εκπέμπει κανονικά και καθέλκυση του Tiderace για τον απόπλου. 10.00 είμαι στο νερό, 10.05 συνδεόμαστε ζωντανά με ΕΡΤ και την εκπομπή Πάμε Αλλιώς.
Από το Shearwater τα παιδιά δίνουν εικόνα μέσω skype και εγώ μιλάω μέσω τηλεφώνου. «Σκοπός της αποστολής μας είναι η ενθάρρυνση του καθενός από εμάς να κυνηγήσει τα όνειρά του. Για να μπορέσουν όμως τα όνειρα αυτά να ανθίσουν, αναγκαία συνθήκη είναι πρωτίστως να καταφέρουμε να οικοδομήσουμε μία κοινωνία ισότητας και ίσων ευκαιριών για όλους», τα τελευταία λόγια μου και με την ευχή του παρουσιαστή της εκπομπής για «καλή επιτυχία», κλείνουμε σύνδεση βάζοντας ρότα για waypoint 1, κάβο Αρκίτσας στις 113 μοίρες.
Στα πρώτα 10-15 μίλια έχω, όπως το περίμενα, έναν 3άρη Μαΐστρο στα πρύμα που με κατεβάζει άκοπα, κρατώντας στο σχεδόν ρελαντί 4,5 με 5 κόμβους. Τις επόμενες ώρες ο αέρας σπάει και η θάλασσα καλμάρει. Ο μεσημεριανός ήλιος είναι πάντα ό,τι χειρότερο αλλά ακόμα κι έτσι, με πολύ οικονομικό ρυθμό, καταφέρνω και κρατιέμαι γύρω στους 4 κόμβους. Το μίγμα ισοτονικού και αμινοξέων δουλεύει άριστα και τη λίγη νύστα που με πιάνει την ξεπερνάω γρήγορα. Μία πεταλούδα περνάει από την πλώρη μου στη μέση της θάλασσας, με πορεία για Στερεά. Θαυμάζω την αντοχή αυτού του μικροσκοπικού πλάσματος και νιώθω σαν να μας συνδέει κάτι μοναδικό: και οι δύο παλεύουμε να διανύσουμε μονοκόμματα μία τεράστια απόσταση, πολύ πάνω από τις δυνάμεις μας.
Λίγο πριν τη Χαλκίδα, με το Εγγλεζονήσι σε παράλλαξη, ο καιρός γυρνάει σε ελαφριά σοροκάδα και τον έχω πλέον στα όρτσα. Βάσει της πρόγνωσης θα με πήγαινε έτσι μέχρι δίαυλο Αυλίδας, μετά θα έσπαγε και θα τον γύρναγε πάλι σε Μαΐστρο, οπότε στον Νότιο Ευβοϊκό, την «έδρα» μου, θα κατέβαινα αρχοντικά μέχρι το τέρμα, με τη βοήθεια επιπλέον της νύχτας και των χαμηλότερων θερμοκρασιών. Από τον πορθμό του Ευρίπου περνάω μαζί με το ρεύμα στις 20.45, αφήνοντας τον Βόρειο Ευβοϊκό πίσω μου. Σε αυτά τα πρώτα 45 μίλια έχω βγάλει μέση ταχύτητα 4,1 κόμβους και, το κυριότερο, ξεκούραστα, χωρίς να ζοριστώ πουθενά.
Μέσα στο δίαυλο Αυλίδας ο Σιρόκος παραμένει. Κάνω μία μικρή στάση για φαγητό, πάντα εν πλω, στα τσιμέντα, και συνεχίζω, περιμένοντας ότι όπου να ‘ναι ο αέρας θα σπάσει και θα αλλάξει διεύθυνση. Στην έξοδο από τον δίαυλο, όμως, στον ανοιχτό πλέον Νότιο Ευβοϊκό, με περιμένει μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο ΝΑ άνεμος όχι μόνο δεν έχει σπάσει, αλλά έρχεται δουλεμένος και ενισχυμένος σε ένα 3άρι γεμάτο, με το κύμα να αφρίζει. Παίρνω ανάποδες και αρχίζω να βρίζω, ενώ παράλληλα δίνω γκάζια, με τον CUMULONIMBUS να κοπανάει ολόκληρος καθώς βουτάει μέσα στο κύμα. Με τη θάλασσα και τον καιρό δεν μπορείς να κάνεις συμφωνία, όμως, και σπάνια θα σου έρθουν κατά παραγγελία. Επίσης, τέτοιες αποκλίσεις στην πρόγνωση κάθε άλλο παρά ασυνήθιστες είναι και σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα περνούσαν σχεδόν απαρατήρητες, όχι όμως και εδώ.
Κάπου εκεί συνειδητοποιώ ότι ο -άτυπος- στόχος του 24ώρου έχει πάει περίπατο και πλέον θα πολεμήσουμε για τον τερματισμό, στις 26, στις 27, στις 30, ποιος ξέρει στις πόσες ώρες. Αρχίζω να σκέφτομαι διάφορα, ότι έκανα λάθος επιλογή σκάφους και ότι αν είχα τώρα το Etain ή το Nordkapp, θα πέρναγα το κομμάτι αυτό αέρα, με 1+ κόμβο παραπάνω ταχύτητα, ότι σίγουρα το σφυροκόπημα που τρώω θα με εξαντλήσει ενώ παράλληλα η ομορφιά του τοπίου γύρω μου και το φεγγάρι που βγαίνει, στην αρχή πορτοκαλί και μετά κίτρινο και λευκό, με καλμάρουν ψυχικά.
Γύρω στα μεσάνυχτα περνάμε δεξιά από το ναυάγιο του EUROBULKER X και λίγο μετά πιάνουμε Ωρωπό. Ενώ είχα υπολογίσει να είμαι στο σημείο αυτό κατά τις 11.00, φτάνω τελικά στη 01.45. Έχοντας τον καιρό στα όρτσα, με δύναμη από 1 μέχρι 3 μποφόρ, για περίπου 15 συνεχόμενα μίλια, συνειδητοποιώ ότι το εγχείρημα θα ισορροπήσει για τις επόμενες ώρες σε μία πολύ λεπτή κλωστή ανάμεσα στην επιτυχία και την αποτυχία, τον τερματισμό και την εγκατάλειψη.
Από εκεί και μετά η θάλασσα σπάει αλλά έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος και κυρίως δυσαναπλήρωτη ενέργεια. Ακόμα και το ευνοϊκό ρεύμα στα πρύμα από τις 03.00 και μετά είναι τόσο ισχνό, που δεν με βοηθάει να ισοσκελίσω τις απώλειες. Με πιάνει νύστα ανελέητη. Σκύβω κάθε τόσο για λίγα δευτερόλεπτα πάνω από το ντεκ, μήπως και κλείσω για λίγο τα μάτια, αλλά από την άλλη φοβάμαι μην με πάρει ο ύπνος και τουμπάρω. Από το γιαλό, κάπου πριν το Σέσι, ακούγονται λαϊκά στη διαπασών, κάποιο γλέντι έχει ανάψει. Κοιτάζω κάθε τόσο το Shearwater δίπλα μου, με τα φώτα αναμμένα, και σκέφτομαι ότι θα ήθελα όσο τίποτα άλλο να είμαι κι εγώ στο φουσκωτό μαζί με τα παιδιά και να είναι κάποιος άλλος στο κουπί. Το βασανιστήριο έχει μόλις ξεκινήσει.
Έχω διανύσει λίγο πάνω από 60 μίλια και αρχίζω να ρετάρω. Στη σκέψη ότι έχω άλλα 40, με πιάνει απελπισία και αρχίζω να επεξεργάζομαι σενάρια εγκατάλειψης. Θα ανέβω στο σκάφος; Θα βγω στην πρώτη παραλία και θα πέσω αναίσθητος να κοιμηθώ; Ηρέμησε, λέω στον εαυτό μου, φάε κάτι και προχώρα. Μετά από ένα ακόμα γεύμα, ζωντανεύω. Το πρώτο χάραμα πάνω από το Αλιβέρι είναι τόσο όμορφο. Πόσο παράξενο κι αντιφατικό αυτό το συναίσθημα, να υποφέρεις και ταυτόχρονα να βλέπεις τόση ομορφιά γύρω σου.
Οι ώρες περνούν. Ρότα για Βερδούγια κι από ‘κει για δεύτερο κάβο Νημποριού. Άμα φτάσουμε εκεί, άλλα 4 μίλια για Πεταλιούς, άλλα 8 για Παξιμάδα, και μετά τι έμεινε, άλλα 4 για Κάρυστο. Προσπαθώ να ξεγελάσω τον εαυτό μου, αλλά οι αποστάσεις είναι αποστάσεις και το κουπί γίνεται όλο και πιο μαρτυρικό, υπάρχουν όμως και κάποια μικρά διαλείμματα καλής απόδοσης που κρατάνε το όνειρο του τερματισμού ζωντανό. Πριν τους Πεταλιούς, φρεσκάρει Βοριάς 4 στην μπάντα και παλεύω με το πηδάλιο να φέρω το σκάφος σε ορθή πορεία.
Εκεί με περιμένουν ο Σωτήρης, ο Φώτης και ο Γιάννης, για να πάμε μαζί τα τελευταία μίλια. Κατά διαστήματα ουρλιάζω από τον πόνο και την απόγνωση. Πιάνοντας Παξιμάδα, με 30+ ώρες και 97 μίλια στο κουπί, μια ανάσα από τον τερματισμό, αρχίζω να ζαλίζομαι και να έχω παραισθήσεις. Απασφαλίζω προληπτικά την ποδιά, μην τυχόν και τουμπάρω και εγκλωβιστώ με απώλεια αισθήσεων μέσα στο σκάφος και λέω στα παιδιά να κρατηθούν δίπλα μου. Παίρνω μερικές τελευταίες ανάσες και πάμε για τα τελευταία 3 μίλια.
31 ώρες και 45 λεπτά από τον απόπλου στον Κάβο, η γάστρα του CUMULONIMBUS βγαίνει στην παραλία της Καρύστου. Το Non-Stop 100 ολοκληρώνεται. Ήταν όπως το περίμενα, ένας «ονειρεμένος εφιάλτης». Μια ονειρεμένη εμπειρία που, όμως, περιείχε και στιγμές εφιαλτικές, στιγμές απελπισίας και παράνοιας. Μία δοκιμασία, όπου η θάλασσα επιβεβαίωσε για μία ακόμη φορά την απρόβλεπτη φύση της.
Έξω η οικογένειά μου, αγαπητοί φίλοι και μέρος της ομάδας -αυτή η ομάδα για την οποία μπορώ να επιτρέψω στον εαυτό μου λίγη περηφάνια-, γινόμαστε όλοι μια αγκαλιά, με δάκρυα στα μάτια. Όλοι τους έκαναν κουπί νοερά μαζί μου, κάθε λεπτό, κάθε δευτερόλεπτο, για σχεδόν 32 ώρες, άγρυπνοι και με την αγωνία στο πρόσωπο. Όλοι, και όσοι ήρθαν στον κατάπλου και όσοι με ενθάρρυναν από μακριά, έβαλαν ο καθένας το δικό του λιθαράκι ώστε η αποστολή αυτή να στεφθεί με επιτυχία και το μήνυμά της να εκπεμφθεί σαν μικρό φωτεινό αστεράκι στον ουρανό: να παλέψουμε με αντοχή για έναν καινούργιο κόσμο ισότητας και ίσων ευκαιριών για όλους.
Διαβάστε ακόμη: