Απόπλους από Νυδρί Λευκάδας και πλώρες για Μεγανήσι για τον περίπλου του νησιού. 35 ναυτικά μίλια με όμορφες εικόνες αλλά και ορισμένες ατυχείς συναντήσεις.
Σε συνέχεια του περσινού μας expedition (2018) στα νησάκια Κάλαμο και Καστό, φέτος αποδράσαμε στο Μεγανήσι, το μεγαλύτερο από τα νησιά στο εσωτερικό αρχιπέλαγος του Ιονίου. Ήμασταν 7 άτομα, οι δυο Βασιλικές και οι δυο Γιάννηδες της ομάδας, ο Σωτήρης, ο Σταύρος και ο Γιώργος Πετράκης.
Φτάσαμε Σάββατο πρωί στο ταλαιπωρημένο Νυδρί, αφήσαμε εκεί τα αυτοκίνητα και φορτώσαμε τα καγιάκ μας με όλα τα απαραίτητα. Με τον καιρό να ‘ναι κόντρα, που λέει και το τραγούδι, κροσάραμε προς Μεγανήσι και βγήκαμε στην παραλία απέναντι από το νησάκι Θηλιά. Για να αποφύγουμε τον Νοτιά συνεχίσαμε προς Σπαρτοχώρι, Βαθύ, Αθερινό, Φανάρι, Λιμονάρι παρέα με ιστιοπλοϊκά, ταχύπλοα, φέριμποτ. Μια θάλασσα γεμάτη πλεούμενα που έκανε το ταξίδι μας ενδιαφέρον. Η βορειανατολική πλευρά του νησιού με τα αλλεπάλληλα φιόρδ, τα πρασινογάλαζα νερά και τις μικρές παραλίες ήταν πολύ όμορφη.
Αργά το απόγευμα πια, ψάχνοντας να βρούμε μια παραλία να κατασκηνώσουμε και αφού είχαμε αρχίσει να κουραζόμαστε, ανακαλύψαμε την «ανέλπιστη αγκαλιά», μια παραλία νότια από το Φανάρι που μας χώραγε ίσα-ίσα και μας φιλοξένησε για δυο βράδια. Το βραδινό μας δίπλα στο κύμα με τις μπύρες και τα ρακόμελα έσβησε γρήγορα την κούραση της ημέρας.
Η επόμενη μέρα Κυριακή ήταν δύσκολη για τα καγιάκ μας γιατί είχε 4+ Βορειοδυτικό, οπότε περάσαμε την ημέρα μας χαλαρά στη μικρή μας παραλία με ένα μικρό διάλειμμα για καφέ στο διπλανό Φανάρι. Δευτέρα πρωί αντικρίσαμε μια θάλασσα γαλήνια σαν γυαλί, μαζέψαμε γρήγορα τα πράγματά μας και ξεκινήσαμε να ολοκληρώσουμε τον περίπλου του νησιού. Κωπηλατήσαμε μέχρι το νότιο άκρο του που μοιάζει με προβοσκίδα, πάνω στην ακύμαντη θάλασσα. Πόσο μ’ αρέσει αυτή η πλεύση, αφήνω το μυαλό μου να περιπλανιέται ενώ το σώμα μου επαναλαμβάνει μονότονα και αρμονικά την ίδια κίνηση, σχίζοντας την ακίνητη θάλασσα, πόσο με ξεκουράζει και πόσο με ελευθερώνει.
Και μετά στρίβοντας στη δυτική κόστα, το τοπίο άλλαξε, με τα υπέροχα άσπρα και κόκκινα βράχια και τις θαλασσινές σπηλιές. Δέος και χαρά όταν αντικρίσαμε έναν βαθύ όρμο κυκλωμένο από πανύψηλα άσπρα βράχια και δυο στάλες βότσαλα με δυο ρηχές σπηλιές, ίσα για να βγάλεις τα καγιάκ και να σβήσεις στα κρύα νερά τον κόπο της προηγούμενης ώρας. Τόσο υποβλητικό το τοπίο που κοιτούσα το κουπί μου και το ευχαριστούσα μέσα από την καρδιά μου. Κι εκεί σκέφτηκα για άλλη μια φορά την έννοια του χρόνου, πώς γίνεται και η μια μέρα να μετρά για δυο και για τρεις, όταν είναι τόσο συμπυκνωμένες οι στιγμές, οι εικόνες και η ομορφιά.
Λίγο πιο βόρεια στη σπηλιά του Παπανικολή είχαν ήδη μαζευτεί τα τουριστικά σκάφη, οπότε έχανε μέρος της μαγείας της, μετά από δυο μέρες σχεδόν αποκομμένοι από τον καταιγιστικό τουρισμό επανερχόμασταν στην πραγματικότητα. Ολοκληρώσαμε τον κύκλο του νησιού και είπαμε να συνεχίσαμε για… δεύτερο, μια στάση στο Σπαρτοχώρι για καφεδάκι και σκιά και συνεχίσαμε μέχρι Βαθύ με την προοπτική να βγούμε εκεί, να φάμε και να περπατήσουμε και λίγο στο νησί.
Δυστυχώς, τα σχέδια άλλαξαν από την αντιμετώπιση που είχαμε στο Βαθύ. Μπήκαμε με τα καγιάκ στο λιμάνι ψάχνοντας για ένα κομμάτι ξηράς να τα βγάλουμε ή έστω μια γλίστρα, μας πλησίασε ένας νεαρός και σε άπταιστα αγγλικά απαίτησε να βγούμε άμεσα, γιατί ήμασταν μέσα σε «ιδιωτική μαρίνα» και απαγορευόταν η πλεύση. Αυτό με εξόργισε, δεν ανέχομαι να μου απαγορεύουν την πρόσβαση στο βασικό λιμάνι του νησιού και μάλιστα να μου ζητούν επίμονα η συνεννόηση να γίνει στα αγγλικά. Φύγαμε χωρίς να δώσουμε συνέχεια και κατευθυνθήκαμε στον επόμενο όρμο με την ταβέρνα «Καρνάγιο», βγάλαμε τα καγιάκ στην παραλία, προσεκτικά και με τάξη για να μην ενοχλήσουμε, αλλά κι εδώ ήμασταν ανεπιθύμητοι. Ήρθε μια νεαρά που επίσης στα αγγλικά απαίτησε να φύγουμε, διότι τα καγιάκ καταλάμβαναν τον πολύτιμο χώρο στον οποίο παίζουν τα παιδιά από τα ιστιοπλοϊκά… Της εξηγήσαμε ότι είχαμε σκοπό να κάτσουμε για φαγητό, αλλά ήταν ανένδοτη, ενοχλούσαμε…
Αλγεινή εντύπωση λοιπόν από το Βαθύ, το «γραφικό ψαροχώρι» σύμφωνα με τους ταξιδιωτικούς οδηγούς! Γιατί το ξεπούλησαν σε τέτοιο βαθμό; Ούτε ένα μέτρο γης ελεύθερο; Πώς το δέχονται αυτό οι ντόπιοι; Κανένας δεν έχει ενοχληθεί; Το βασικό λιμάνι του νησιού κατ’ αποκλειστικότητα στις εταιρίες; Ντροπή μεγανησιώτες!
Επιστρέψαμε λοιπόν Σπαρτοχώρι και μάλιστα είχε φρεσκάρει και ένας Βοριάς που μας ταλαιπώρησε λίγο. Μείναμε εκεί για φαγητό και κοιμηθήκαμε στους υπνόσακους υπό τους ήχους του Μαζωνάκη, του Sin boy και λοιπών καλλιτεχνών που αντιλαλούσαν την καψούρα τους στα πέρατα του κόλπου.
Την Τρίτη κατευθυνθήκαμε προς Σκορπιό – Σκορπίδι και επιστροφή στο Νυδρί. Το Μεγανήσι μας άφησε όμορφες εντυπώσεις με εξαίρεση την αντιμετώπιση στο Βαθύ, ένα νησάκι προικισμένο, καταπράσινο, με όμορφα νερά, καθόλου κακοποιημένο σε σχέση με τη Λευκάδα. Θα θέλαμε πολύ να είχαμε τον χρόνο να το περπατήσουμε και να το γνωρίσουμε καλύτερα.
Διαβάστε ακόμη: