Από το φουσκωτό στο καγιάκ

Όσο κι αν η ομάδα μας είναι ταυτισμένη με το θαλάσσιο καγιάκ, η θαλασσινή ιστορία ορισμένων από εμάς περιστρέφεται γύρω από έναν άλλον τύπο σκάφους, συνώνυμο της αξιοπλοΐας, της ασφάλειας, της ταχύτητας και του απέριττου ναυτικού τουρισμού. Το φουσκωτό σκάφος είχε, έχει και θα έχει πάντα μία ξεχωριστή θέση στην καρδιά μας. Γράφουν οι Άγγελος Χριστοφίδης και Ανδρέας Σανδαλής.

Σμιλεμένα για θαλασσινή περιπέτεια

Δρ Άγγελος Χριστοφίδης

Την αγάπη για τα φουσκωτά σκάφη, μου τη μετέδωσε ο πατέρας μου. Μου άρεσε η απλότητά τους, μια γάστρα, δυο μπαλόνια γύρω-γύρω και μια μικρή εξωλέμβια με μια υποτυπώδη τιμονιέρα, όπως ήταν πριν 35-40 χρόνια τα περισσότερα σκάφη του είδους. Το σημείο υπεροχής τους σε σύγκριση με τα υπόλοιπα ταχύπλοα ήταν η εφεδρική τους πλευστότητα, την οποία εξασφάλιζαν οι αεροθάλαμοι, γεγονός που τα καθιστούσε πρακτικά αβύθιστα. «Αβύθιστα». Αυτή η λέξη μου εντυπώθηκε, εγκαθιστώντας στο μυαλό μου το φουσκωτό σκάφος ως τον αδιαφιλονίκητο βασιλιά της θαλασσινής περιπέτειας. Στα λιμανάκια που περιδιαβαίναμε τότε, τη δεκαετία του ’80, έψαχνα σχολαστικά με το μάτι στα ρεμέτζα, ανάμεσα στις ψαρόβαρκες, τα ιστιοπλοϊκά και τα καΐκια, μήπως και ξεπροβάλλει από πουθενά η γνωστή σιλουέτα με τα μπαλόνια. Και όποτε τύχαινε να δούμε δεμένο κανένα φουσκωτό, καθόμουν εκεί από πάνω στον ντόκο και το παρατηρούσα για ώρα, με την καρδιά να χτυπάει δυνατά.

Τα μισά μου παιχνίδια τότε ήταν φουσκωτά σκάφη, σε κάθε είδους μορφή. Είχα ένα φουσκωτό βαρκάκι για το καλοκαίρι και διάφορα φουσκωτά μοντελάκια υπό κλίμακα, με μπαταρία και μηχανή με προπέλα. Όμως, τα αγαπημένα μου όλων ήταν τα φουσκωτά από πηλό που μου έφτιαχνε ο πατέρας μου, κι ας μην επέπλεαν όπως τα άλλα. Τα έφτιαχνε τόσο όμορφα, με τόσο μεράκι και λεπτομέρεια, τα μπαλόνια τους, την εξωλέμβια, το μπροστινό παρμπρίζ, μέχρι και το τιμόνι, πραγματικά κομψοτεχνήματα, που τα φύλαγα ως κόρη οφθαλμού. Τα έπαιρνα στο χέρι και τα ταξίδευα νοερά πάνω απ’ τα κύματα σε φανταστικούς προορισμούς και άγνωστες θάλασσες. Αυτή η ανασύνθεση του πραγματικού κόσμου μέσα από τα παιδικά μάτια, πέρα από την ομορφιά και την αγνότητα, κρύβει συχνά μέσα της και μια προσδοκία ότι με την ενηλικίωση θα μπορέσεις να κάνεις τη μετάβαση από το φαντασιακό στο πραγματικό. Για αυτό βιαζόμασταν τότε να μεγαλώσουμε.

Στον κόλπο του Βλυχού, Λευκάδα.
Scorpion 740 G2. Πολεμική μηχανή.

Η ιδέα της χρήσης ενός μπαλονιού ως πλωτού μέσου κάθε άλλο παρά πρόσφατη είναι. Ήδη κατά το πρώτο ήμισυ του 9ου π.Χ. αι., φαίνεται ότι ο στρατός των Ασσυρίων του βασιλιά Ασουρνασιρπάλ Β’ χρησιμοποιεί μπαλόνια με τη μορφή φουσκωμένων δερμάτων ζώων για τη διάσχιση ποταμών. Η χρήση τους αποτυπώνεται εναργώς σε μια ανάγλυφη πλάκα του Βρετανικού Μουσείου, η οποία βρέθηκε στο βορειοδυτικό ανάκτορο της Νιμρούντ, στο σημερινό Ιράκ. Στο ανάγλυφο εικονίζεται ένα ορμητικό ποτάμι, το οποίο διασχίζουν μερικά άλογα καθώς και μια μικρή κωπήλατη βάρκα με δύο πολεμιστές. Ανάμεσά τους κολυμπούν ορισμένα μεγάλα ψάρια και, επιπλέον, μερικοί άνδρες οι οποίοι έχουν αγκαλιάσει ο καθένας κι από έναν φουσκωμένο ασκό, ώστε να κρατηθούν στην επιφάνεια. Έναν παρόμοιο τρόπο επίπλευσης και διάσχισης ποταμού αναφέρει και ο Ξενοφών στην Κύρου Ανάβασιν [3.5.8-10], όπου κάποιος Ροδίτης υποδεικνύει στον στρατό των Ελλήνων μισθοφόρων ως λύση, την κατασκευή μίας σχεδίας ή πλωτής γέφυρας, αποτελούμενης από ενωμένους φουσκωτούς ασκούς, όπου ο καθένας μπορεί να αντέξει το βάρος δύο ανδρών. Έναν εξελιγμένο τύπο φουσκωτής σχεδίας, με φουσκωμένα δέρματα φώκιας προσαρτημένα σε κάποιο άκαμπτο κύτος από ξύλο, χρησιμοποιούσαν και οι Ίνκας για τη μεταφορά μεγάλων φορτίων γκουανό, ενός πλούσιου φυσικού λιπάσματος από περιττώματα και αποσυντεθειμένα πτώματα κορμοράνων και άλλων θαλάσσιων πτηνών. Όλοι αυτοί οι λαοί κατανόησαν και αξιοποιήσαν την εξαιρετική πλευστότητα του φουσκωτού, την απλότητα και το χαμηλό βάρος σε συνδυασμό με την ικανότητά του να σηκώνει βαριά φορτία.

Το ανάγλυφο της Νιμρούντ. Ο πολεμιστής επιπλέει έχοντας αγκαλιάσει έναν φουσκωμένο ασκό. Βρετανικό Μουσείο.

Στη νεότερη εποχή, η αξιοπλοΐα και η ασφάλεια του φουσκωτού σκάφους αποδείχθηκαν περίτρανα μέσα από ένα εμβληματικό εγχείρημα-πείραμα, τον διάπλου του Ατλαντικού, που πραγματοποιήθηκε το 1952 από τον Γάλλο βιολόγο Αλέν Μπομπάρ και περιγράφηκε με έξοχο τρόπο στο βιβλίο του με τίτλο Εθελοντής Ναυαγός. Ο επιστημονικός σκοπός της αποστολής ήταν να διερευνηθούν οι δυνατότητες επιβίωσης του ανθρώπου στη θάλασσα, ως ναυαγού. Η θεωρία του Μπομπάρ που θα δοκιμαζόταν και πειραματικά ήταν ότι ο άνθρωπος μπορεί να επιβιώσει για μακρό χρονικό διάστημα στο υγρό στοιχείο, πολύ περισσότερο από τον μέσο όρο των 2-3 ημερών, μόνο με όσα θα προμηθευόταν από την ίδια τη θάλασσα. Σε ό,τι αφορά την τροφή, ψαρεύοντας και συγκεντρώνοντας πλαγκτόν, και σε ό,τι αφορά το νερό, από τον χυμό των ψαριών, τη συγκέντρωση της πρωινής υγρασίας αλλά και με την πόση μικρών δόσεων αλμυρού νερού, το οποίο ωστόσο θα πρέπει να αρχίσει να καταναλώνεται από νωρίς, προτού αφυδατωθεί ο οργανισμός.

Ο Αιρετικός, το σκάφος με το οποίο θα γινόταν ο διάπλους ήταν ένα φουσκωτό μήκους 4,65μ. και πλάτους 1.90μ, με ξύλινο πάτωμα για αύξηση της ακαμψίας. Για την πρόωσή του υπήρχε ένα τετράγωνο ιστίο κοντά στην πλώρη, ενώ το πλήρωμα διέθετε και δύο κουπιά για την περίπτωση που θα έπεφταν σε άπνοια. Ήδη από το δοκιμαστικό ταξίδι στη Μεσόγειο άρχισαν να διακρίνονται καθαρά οι αρετές του σκάφους στην πλεύση. «Η θάλασσα δεν άργησε να φουσκώσει», περιγράφει ο Μπομπάρ στο βιβλίο του. «Η λέμβος μας, παρά τα κύματα που την πολιορκούσαν, διατηρούσε ακόμα μια ευέλικτη ισορροπία, που με έκανε να μαντεύω τι θα συνέβαινε με την ασφάλειά μας. Είχαμε αυτό που στη Φυσική ονομάζουμε μια τέλεια σταθερότητα πλατφόρμας. Χωρίς μπότζι, ούτε σκαμπανεβάσματα, η φουσκωτή λέμβος μας διέσχιζε μαλακά τα κύματα». Να φανταζόταν, άραγε, τότε ο τολμηρός επιστήμονας-θαλασσοπόρος ότι, κατά τις επόμενες δεκαετίες, το φουσκωτό θα κυριαρχούσε σε κάθε είδους απαιτητική ναυτική αποστολή; Ότι θα εξαπλωνόταν σε όλες τις θάλασσες του πλανήτη, σε διάφορες εκδοχές, ως σωστική λέμβος και ναυαγοσωστικό, ως περιπολικό της ακτοφυλακής, ως όχημα καταδρομικών ενεργειών, ως πλωτό ασθενοφόρο και, βεβαίως, ως σκάφος αναψυχής, προορισμένο για υψηλές ταχύτητες σε άσχημους καιρούς; Με την εξέλιξη και της πολυεστερικής γάστρας πλαναρίσματος, πάνω στην οποία ήρθαν να κουμπώσουν οι αεροθάλαμοι, το σύγχρονο φουσκωτό σκάφος έγινε ακαταμάχητο. Ο Μπομπάρ χάραξε σημαντικούς δρόμους.

Το ελληνικό Shearwater 860. Κορυφαία πλεύση και σπορ αίσθηση.

Τη δεκαετία του ’80 είχαν αρχίσει να κάνουν αισθητή την παρουσία τους τα φουσκωτά και στην Ελλάδα. Τα περισσότερα ήταν συμβατικά, δηλαδή με εύκαμπτη γάστρα, γύρω στα 4 μέτρα, με μικρές εξωλέμβιες που αρκούσαν για να κινήσουν γρήγορα το ελαφρύ κύτος, ενώ είχαν ήδη εμφανιστεί και τα πρώτα RIB, δηλαδή φουσκωτά με πολυεστερική γάστρα (Rigid Inflatable Boat). Τα σκάφη αυτά τα αγόραζαν συνήθως άνθρωποι της θαλασσινής περιπέτειας, ψαροντουφεκάδες, χομπίστες ψαράδες, λάτρεις του ναυτικού ταξιδιού και της ναυτικής κατασκήνωσης και γενικώς άνθρωποι που αρέσκονταν σε έναν σπαρτιάτικο τρόπο ζωής. Υπήρχαν εκείνη την εποχή άνθρωποι που με αυτά τα μικρά σκάφη είχαν γυρίσει όλο το Αιγαίο, με μια πυξίδα κι έναν ναυτικό χάρτη, ζώντας μοναδικές εμπειρίες. Κατέγραφα τότε αναλυτικά όλα τα φουσκωτά σκάφη που τύχαινε να δω από κοντά. Τα κλασικά ζόντιακ, ορισμένα εντυπωσιακά Bat με πανέμορφα πορτοκαλί μπαλόνια και, βέβαια, τα πρώτα ελληνικά σκάφη, βασισμένα στη θρυλική, αγγλική γάστρα της Avon σε ποικίλες παραλλαγές.

Η καλύτερή μου ήταν όταν πηγαίναμε με τον πατέρα μου και τον αδερφό μου στα ναυτικά σαλόνια. Με το που έμπαινες μέσα στον αχανή χώρο, σε καλωσόριζε ένα άρωμα από νεοπρέν και φρέσκο πολυεστέρα. Το μάτι γέμιζε από δεκάδες σκαφάκια απαστράπτοντα, τοποθετημένα πάνω στα σταντ. Καθόμασταν μέχρι αργά και φεύγαμε φορτωμένοι με τσάντες ολόκληρες, γεμάτες από προσπέκτους, για μελέτη στο σπίτι. Από κάθε ναυτικό σαλόνι φεύγαμε με την υπόσχεση από τον πατέρα ότι πολύ σύντομα, ίσως και τον επόμενο χρόνο, θα παίρναμε και το δικό μας σκάφος. Ένιωθα τόση χαρά σε εκείνες τις επισκέψεις, την οποία επέτεινε η προσδοκία ότι κάποια στιγμή θα έπιανα στα χέρια μου το τιμόνι και τη μανέτα του δικού μας φουσκωτού. Φανταζόμουν τη στιγμή που θα γύρναγα το κλειδί και θα άκουγα την εξωλέμβια να ζωντανεύει, αυτόν τον ξερό και ανακατεμένο με το νερό ήχο, που μέχρι και σήμερα μου μοιάζει με ποίηση.

2010 με καλή παρέα στην Κέα.
Γρήγορη κάλυψη αποστάσεων, μοναδικό αίσθημα ασφάλειας.

Ουκ ολίγοι Έλληνες κατασκευαστές φουσκωτών διέγραψαν μία εντυπωσιακή πορεία τις τελευταίες δεκαετίες, μη σταματώντας να εξελίσσουν και να βελτιώνουν τα σκάφη τους, τα οποία έφτασαν να συγκαταλέγονται στα κορυφαία της παγκόσμιας αγοράς, τόσο με όρους κατασκευαστικής ποιότητας και αντοχής, όσο και σε πλεύση. Οι γάστρες σμιλεύτηκαν ώστε να ανταποκρίνονται στις δύσκολες συνθήκες του κοντού και κοφτού αιγαιοπελαγίτικου κυματισμού και τα ντεκ διαμορφώθηκαν ώστε να παρέχουν και ένα μίνιμουμ ανέσεων για ναυτικό τουρισμό. Τα χρόνια πριν τη δεκαετή κρίση, υπήρχε και μία ακμαία εγχώρια αγορά που στήριζε τις προσπάθειες των ντόπιων κατασκευαστών για την παραγωγή ποιοτικών μικρών και μεσαίων σκαφών. Καθώς όμως η εγχώρια μεσαία τάξη, το κατεξοχήν αγοραστικό κοινό των σκαφών από 4-5 έως 7-8 μέτρα μήκος, συνετρίβη στα βράχια αυτής της εθνικής καταστροφής, το πλήγμα για πολλούς κατασκευαστές μικρών και μεσαίων φουσκωτών ήταν συντριπτικό. Αντιθέτως, ορισμένοι κατασκευαστές μεγάλων και πολυτελών σκαφών από τα 10 μέτρα και πάνω, οι οποίοι ενίσχυσαν και τον εξαγωγικό τους προσανατολισμό, κατάφεραν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να σταθούν με αξιώσεις στην απαιτητική, διεθνή αγορά. Είχα την τύχη τα τελευταία χρόνια να γνωρίσω και να συνδεθώ με μια σχέση φιλίας με τον Θέμη Κουρή, τον κατασκευαστή των Shearwater, σκάφη τα οποία ανέκαθεν θαύμαζα για την ποιότητά τους και για την προσοχή στη λεπτομέρεια, καθώς και για την κορυφαία πλεύση τους. Είχα τη χαρά να μάθω πολλά από τον Θέμη, μέσα από τις συζητήσεις μας, και να δω από κοντά το μεράκι, την επιμονή, τη γνώση, την αισθητική, το όραμα πίσω από την κατασκευή αυτών των υπέροχων σκαφών. Στο Non-Stop 100, ο Θέμης έφερε ένα πανέμορφο 890cc το οποίο φιλοξένησε το πλήρωμα κινηματογράφησης του εγχειρήματος.

Από αριστερά, Πάνος Χριστοφίδης, Άγγελος Χριστοφίδης, Μάνος Βήχος και Θέμης Κουρής.
Shearwater 890 cc. 2018 Non-Stop 100.

Η υπόσχεση του πατέρα μου να αποκτήσουμε το δικό μας φουσκωτό, τελικά πήρε σάρκα και οστά το 1997. Το σκάφος ήταν ένα μικρό αλλά αξιόμαχο Plefsi 430, το οποίο βαφτίστηκε GRAAL, το άγιο δισκοπότηρο της δικής μας θαλασσινής περιπέτειας. Τα πρώτα χρόνια έβγαζε το ψωμί του σε πλεύσεις γύρω από τον Νότιο Ευβοϊκό, για σκι και οικογενειακές βόλτες. Το 2005 που πήρα το δίπλωμα, άρχισα να το ρίχνω και μόνος μου πλέον, για βόλτες και εκδρομές με φίλους. Σε μία από τις πρώτες εκείνες εξορμήσεις, πήρα μαζί μου τον Χρήστο και την τότε φίλη μου και βάλαμε πλώρη για Αλιβέρι. Είχε εκείνη τη μέρα μια βαριά ρεστία στα όρτσα και κατεβάζοντας τη μανέτα τέρμα το σκάφος άρχισε να πετάει από κύμα σε κύμα, με την προπέλα να ξενερίζει. Ξαφνικά, σε μια προσθαλάσσωση, η ντίζα του τιμονιού κόπηκε, το σκάφος έστριψε βίαια γύρω από τον άξονά του και πριν καταλάβουμε τι είχε συμβεί βρεθήκαμε και οι τρεις στο νερό. Δυστυχώς, το χέρι μου είχε γλιστρήσει μέσα από το quick stop, τον διακόπτη που σβήνει αμέσως τον κινητήρα σε περίπτωση που ο χειριστής βρεθεί στη θάλασσα, με αποτέλεσμα το σκάφος να συνεχίσει να κινείται, σε κυκλική τροχιά πλέον, με το μοτέρ να δουλεύει κανονικά. Ήμασταν τυχεροί που δεν μας πέρασε από πάνω με την προπέλα. Επιπλέον, για καλή μας τύχη, εκείνη την ώρα βρέθηκε εκεί κοντά ένας άνθρωπος με ένα jet-ski, ο οποίος μας είδε και ήρθε για βοήθεια. Έβγαλε πρώτα τα παιδιά στην ακτή και στη συνέχεια πλευρίσαμε το ανεξέλεγκτο σκάφος, οπότε και μπόρεσα να πηδήξω πάνω και να κατεβάσω τη μανέτα. Έκτοτε, η ευλαβική συντήρηση του σκάφους και του εξοπλισμού και η απαρέγκλιτη τήρηση όλων των μέτρων ασφαλείας, καθώς και η ετοιμότητα για το απρόοπτο έγιναν υπόθεση ιερή. Τα επόμενα χρόνια, με προσεκτικά βήματα, ανοιχτήκαμε σε μεγαλύτερα ταξίδια, σε Αιγαίο και Ιόνιο.

Από το 2010 που μπήκα στο καγιάκ, το φουσκωτό άρχισε σταδιακά να παροπλίζεται. Το τελευταίο του ταξίδι το κάναμε το 2012, από την Εύβοια μέχρι τη Σκιάθο και πίσω. Μερικές φορές το νιώθω να μου λείπει. Η ταχύτητα, το πέταγμα πάνω από το κύμα, ο ήχος του κινητήρα, το τιμόνεμα στον καιρό, η συρρίκνωση των αποστάσεων, ακόμα και αυτή η όμορφη αίσθηση του να ξαπλώνεις πάνω στο σκάφος αρόδου, με το μπότζι να σε αποκοιμίζει γλυκά, είναι πράγματα που μόνο το φουσκωτό μπορεί να στα δώσει απλόχερα. Από την άλλη, το καγιάκ σου χαρίζει διαφορετικές εμπειρίες. Η πλεύση είναι πολύ πιο αργή αλλά η σύνδεση με τη θάλασσα και με το σκάφος σαφώς μεγαλύτερη. Το απειροελάχιστο εκτόπισμα, το μικρό βάρος και οι μικρές διαστάσεις σου επιτρέπουν να προσεγγίσεις και την πιο απόκρημνη ακτή, να βγεις στη μικρή παραλία που δεν υπάρχει ούτε στον χάρτη, να εξερευνήσεις σπηλιές που με το ταχύπλοο θα περνούσαν απαρατήρητες. Έπειτα, όσο και αν και με το φουσκωτό –όπως και με οποιοδήποτε πλωτό- απαιτούνται σοβαρές ναυτικές γνώσεις και δεξιότητες, στο καγιάκ το εύρος των απαιτούμενων γνώσεων, της φυσικής κατάστασης και της αθλητικότητας είναι ακόμα μεγαλύτερο, ειδικότερα αν χαράσσεις απαιτητικές πορείες, κοντά και μακριά από τις ακτές. Με το φουσκωτό, αν μείνεις από κινητήρα μπορείς κάλλιστα να επιβιώσεις για χρονικό διάστημα που εκτείνεται σε μέρες ολόκληρες, μέχρι να έρθει βοήθεια. Με το καγιάκ, αν ξεμείνεις από δυνάμεις μακριά από τη στεριά, τα πράγματα μπορεί να γίνουν επικίνδυνα. Εν τέλει, παρά τις διαφορές τους, θαλάσσιο καγιάκ και φουσκωτό σκάφος μοιράζονται και κάτι κοινό. Μετουσιώνουν σε πολύτιμες εμπειρίες το ρομαντικό και ανόθευτο πάθος για θαλασσινή περιπέτεια. Το καθένα με τον τρόπο του.


 

Η πορεία πάντα στη θάλασσα

Ανδρέας Σανδαλής

 

 

 

 

 

 

Από πολύ νωρίς γεννήθηκε μία ισχυρή έλξη προς την θάλασσα. Μία ανάγκη να τη ζω, να την απολαμβάνω και να την εξερευνώ. Έχω διανύσει τα μισά χρόνια της ζωής μου (αν όχι και περισσότερα…) πάντα με κάποιο τρόπο, με κάποιο μέσο χαράζοντας ένα ίχνος στην επιφάνειά της, άλλοτε έντονο και άλλοτε ανεπαίσθητο. Αυτό το απόνερο γρήγορα σβήνει από το νερό, όμως στην καρδιά παραμένει ανεξίτηλο.

Τα καλοκαίρια των παιδικών χρόνων πάντα θαύμαζα τις ψαρόβαρκες, τα καΐκια και τα ιστιοπλοϊκά που ήταν δεμένα στο λιμάνι του Πυθαγορείου της Σάμου. Φανταζόμουν πώς να είναι να ταξιδεύεις στο πέλαγος, πώς να περνάς αραγμένος στο καταφύγιο ενός κόλπου και ζήλευα αυτούς τους θαλασσινούς που είχαν την τύχη να το γεύονται. Ό,τι το θέλουμε πολύ κάποτε το αποκτάμε, όχι γιατί συνωμοτεί το Σύμπαν για χάρη μας -δεν είμαστε δα και τόσο σημαντικοί για να ασχολείται μαζί μας- αλλά γιατί ενστικτωδώς έχουμε πάρει αυτήν την πορεία.

Η ελεύθερη κατάδυση και το ψαροντούφεκο λίγο-λίγο δημιούργησαν την ανάγκη για να απομακρυνθούμε όλο και περισσότερο από τις γνωστές παραλίες, να ανοιχτούμε σε βαθιά γαλάζια νερά και να δοκιμαστούμε σε αφρισμένο πέλαγος. Χρειαζόταν ένα μέσο που ήρθε στα χρόνια που ήμουν φοιτητής. Ξεκινήσαμε με ένα συμβατικό φουσκωτάκι μήκους 3,40 μ. που πρώτη φορά το συναρμολογήσαμε με τον αδερφό μου στο σαλόνι του διαμερίσματός μας. Ακόμη θυμάμαι την ένταση της χαράς μας. Έκτοτε, με το δικό μας και διάφορων φίλων ταξιδέψαμε με διάφορα σκαφάκια, πάθαμε πολλές αβαρίες, κάποιες φορές κινδυνέψαμε λόγω άγνοιας και μάθαμε με τον σκληρό τρόπο. Όμως, με τα χρόνια αποκτήσαμε ναυτοσύνη, τόση όση ήταν αρκετή για να γυρνάμε τα νησιά του Αιγαίου και να ζούμε τη μαγεία τους, χωρίς να βιώνουμε δυσάρεστες εκπλήξεις που η θάλασσα φυλάει για αυτούς που τολμούν να βγαίνουν απροετοίμαστοι.

Υπήρξαν καλοκαίρια πριν την εφιαλτική εποχή της κατακόρυφης αύξησης της τιμή της βενζίνης, που βρισκόμαστε με το φουσκωτό τρεις βδομάδες στη θάλασσα. Όλη μέρα ταξίδεμα και ψάρεμα. Μεσοπέλαγοι βράχοι, δυνατά μελτέμια, έντονα ρεύματα, έρημες παραλίες και μακρινά νησιά είχαν γίνει το σπίτι μας. Ζήσαμε μεγαλεία με ψητές κωλοχτύπες συνοδεία ούζου με πάγο από παγοκολώνα στη Γαύδο, χωμένοι κάτω από τεντόπανο σαν τις σαύρες στον όρμο Αυλάκι του παππά στην Ίο να μας μαστιγώνουν ριπές αέρα και άμμου, τα πράσινα νερά στο Κουφονήσι που είχε γίνει ο σταθμός ανεφοδιασμού μας, το στενό κολπάκι σαν μικροσκοπικό φιορδ στην Κίναρο, το ταβερνάκι και η θέα του Αιγαίου στα Λέβιθα, η νυχτερινή καταιγίδα στην Ψαθούρα και η περιπετειώδης αναζήτηση καταφυγίου με ελάχιστη ορατότητα στον όρμο Πλανήτη στην Κυρά Παναγιά, ο κρατήρας της Νισύρου, η αγκάλη στα Σοφράνα, ο βράχος της Ανάφης, το δέος της Καρπάθου, ο φάρος του Μαλέα, η βραχονησίδα Ναυτίλος, το λιμανάκι στα Αντικύθηρα, ο ανεφοδιασμός στον Άγιο Κήρυκο της Ικαρίας, τα άγρια βράχια της Αμοργού με τη ρεστία να σκαρφαλώνει πάνω τους. Μνήμες που είχαν ξεθωριάσει με τα χρόνια άρχισαν με ορμή να βγαίνουν στην επιφάνεια. Τι έχω ζήσει στη θάλασσα! Να είχα έναν τρόπο να το μοιραστώ με φίλους και την οικογένειά μου, να τους μεταφέρω τις στιγμές, αλλά με κάποιον τρόπο μάλλον αυτό κάνω τώρα.

Πέρασαν κάποια χρόνια και αλλάξαμε κάμποσα φουσκωτά, τα οποία διαρκώς μεγάλωναν. Τα ταξίδια έγιναν πιο εύκολα, πιο γρήγορα μα λιγότερο εντυπωσιακά μέσα μας. Καθώς όμως κάθε τι έχει την πορεία του, μετά την κορύφωση ακολουθεί η καμπή. Έτσι έγινε και με το φουσκωτό. Οι υποχρεώσεις αυξήθηκαν, φίλοι άλλαξαν, τα οικονομικά ζόρισαν, αλλά κυρίως ο ελεύθερος χρόνος περιορίστηκε. Η φλόγα όμως για τη θάλασσα, βαθιά ριζωμένη, συνεχίζει να καίει. Ο πόθος για ταξίδι δεν σβήνει, είναι χωρίς κορεσμό και όσο δεν ταξιδεύεις είναι εκεί να σε βασανίζει. Εν τω μεταξύ είχε έρθει η ώρα να γεννηθεί κάτι καινούριο. Ο σπόρος προϋπήρχε.

Πάλι πίσω στα φοιτητικά χρόνια, έκανα με έναν φίλο συνταξιδιώτη σε βουνά και θάλασσες, μία βδομάδα μάθημα καγιάκ ποταμού στον Βοϊδομάτη με έναν εξαιρετικό εκπαιδευτή, τον Γιάννη Χολέβα. Ούτε θυμάμαι πώς μας ήρθε να πάμε εκεί. Ήταν όμως απίθανες στιγμές. Τότε είχα τρομερή άνεση με το νερό και πολύ καλή άπνοια. Θυμάμαι στην εκπαίδευση του wet exit τον Χολέβα πανικόβλητο, να τρέχει να με απεγκλωβίσει από το τουμπαρισμένο καγιάκ, ενώ εγώ έκανα τις κινήσεις με την άνεσή μου απολαμβάνοντας τα διαυγή νερά. Η κωπηλασία μέσα στο τοπίο του ποταμιού ήταν ανεπανάληπτη. Όμως από τη σύντομη αλλά σωστή εκπαίδευση μάθαμε ότι το ποτάμι δεν συγχωρεί το παραμικρό. Μάλλον δεν ήμασταν τόσο extreme τύποι για να συνεχίσουμε κάτι τέτοιο χωρίς παρέα από κάποιους έμπειρους και νομίζω καλά κάναμε. Ο ιός όμως της κωπηλασίας είχε βρει τον ξενιστή του.

Κάποια χρόνια μετά αγόρασα ένα Oasis 430 Rainbow. Νόμιζα ότι είχα κάτι σαν Valley Nordkapp. Ήταν βράδυ χειμώνα όταν με ένα μόνιμο χαμόγελο άκρατης ικανοποίησης, σαν αποτέλεσμα πάρεσης προσωπικού νεύρου, οδηγούσα με το καγιάκ δεμένο όπως-όπως στη σχάρα για να το αποθηκεύσω στο σπίτι του αδερφού μου. Δεν μπορούσα όμως να το αποχωριστώ χωρίς να το δοκιμάσω. Έτσι προχώρησα μέχρι την Ανάβυσσο όπου και το έριξα στο νερό. Με το εσώρουχο και κοντομάνικο μπήκα και άρχισα το κουπί. Θεέ μου, πόσο γρήγορα μου φαινόταν ότι πήγαινε!

Ακολούθησαν κάποια χρόνια με έντονη δραστηριότητα και άλλα με αρκετά λιγότερη. Αυτό που με τρελαίνει με το καγιάκ είναι να φορτώνεις εξοπλισμό και να ταξιδεύεις, βάζοντας διανυκτερεύσεις με κατασκήνωση. Η προετοιμασία του ταξιδιού, η μελέτη του χάρτη, η επιλογή εξοπλισμού, το ταξίδι που έχεις κάνει με τον νου πριν καν φορτώσεις το καγιάκ, το πέρασμα απέναντι με τις δικές σου δυνάμεις δεν αντικαθίστανται με τίποτα. Μοναχικός περίπλους σε Αίγινα και κροσαρίσματα στα Μέθανα με χειμερινή κατασκήνωση, η βραχώδης γεμάτη σπηλιές ακτογραμμή έξω από λίμνη Ηραίου στο Λουτράκι, νύχτα χειμώνα με άσχημο καιρό στα Τριζόνια, μοναχική κατασκήνωση και εξερεύνηση στην Τζια, συνάντηση με δελφίνια έξω από τα Στύρα, πάλη με τα κύματα ανοιχτά της Αιγιάλης, η φανταστική ακτογραμμή της Σίφνου χωρίς το μελτέμι να σου χαρίζεται, κατασκήνωση άνοιξη σε μικροσκοπικά νησάκια της λίμνης Πλαστήρα, αλλά επανάληψη τον χειμώνα με χιόνια σε τοπίο που θύμιζε βόρειες θάλασσες, ατελείωτες ώρες σε Σαρωνικό και Νότιο Ευβοϊκό (που να ήξερα) και τέλος αξέχαστες μέρες σε self supported expedition σε φιορδ του Pumalin Park στη Χιλή με Χιλιανούς και Αμερικάνους συγκωπηλάτες.

Οι αναμνήσεις μου από τα ταξίδια με το καγιάκ είναι λιγότερες συγκρινόμενες με αυτές του φουσκωτού, πιο μοναχικές αλλά το ίδιο έντονες. Αυτό όμως που προσμένω είναι να τις κάνω πολύ περισσότερες καθώς θα τις μοιράζομαι με την ομάδα του South Evian Gulf team, που είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να ρίξει μπροστά μου το Σύμπαν.

Τελικά μεταβαίνοντας από το φουσκωτό στο καγιάκ ονειρεύομαι να επαναλάβω τα απίθανα ταξίδια που έχω κάνει με το φουσκωτό, αλλά αυτή την φορά με τη ναυτοσύνη που έχω ήδη αποκτήσει, με ένα πολύ μικρότερο σκάφος που γίνεται αξιόπλοο όταν το μετατρέπεις σε φυσική συνέχεια του σώματός σου, με πρόωση την αποτελεσματικότητα που βγαίνει μέσα από χρόνια εξάσκησης στην τεχνική και βέβαια την παρέα της ομάδας μας. Εμβληματικό ταξίδι φαντάζει στο μυαλό μου το Λαύριο – Κάρπαθος και ναι, είναι ωραίο να έχεις ένα δύσκολο να πραγματοποιηθεί όνειρο.

Η μετάβαση μπορεί να έγινε από το φουσκωτό στο καγιάκ, αλλά η πορεία παρέμεινε πάντα στη θάλασσα.