Κάθομαι καμιά φορά στη μικρή παραλία κάτω απ’ το σπίτι, δυο μίλια απ’ το λιμάνι της Ερέτριας, και κοιτάζω μακριά. Με καθαρό καιρό, το μάτι φτάνει μέχρι την Καβαλλιανή και τα Βερδούγια, εκεί που στενεύει η θάλασσα και πασχίζει να περάσει φουριόζος ο Σορόκος. Νότιος Ευβοϊκός. Εδώ μεγαλώσαμε. Η ίδια η ομάδα πήρε το όνομά της από αυτόν. Το μυαλό ταξιδεύει συνυφαίνοντας ένα ιδιόμορφο πλεκτό από προσωπικές αναμνήσεις των παιδικών χρόνων και από νοερές αναπαραστάσεις ιστορικών γεγονότων που εκτυλίχθηκαν κάποτε στα νερά αυτά. Εμάς να παίζουμε στο κύμα με τους φίλους μας, τον Γιώργο, την Αφροδίτη, τον Ορφέα, και στο βάθος έναν στόλο από δεκάδες πεντηκοντόρους να ξεκινά για το μεγάλο ταξίδι της μετανάστευσης με ρότα προς Πιθηκούσσες και Κύμη, τις πρώτες ελληνικές αποικίες στη Δύση.
Μολονότι κάθε θάλασσα είναι στην ουσία της ξένη για τον άνθρωπο, οι θάλασσες στις οποίες έχουμε μεγαλώσει μας φαίνονται οικείες. Παραμένουν όμως κι αυτές ξένες και άγνωστες σε κάποιον βαθμό, παροτρύνοντάς μας να μη σταματήσουμε το ταξίδι της εξερεύνησης. O Νότιος Ευβοϊκός είναι μία θάλασσα πολύμορφη, δυναμική, πολυδιάστατη, απρόβλεπτη, ήρεμη αλλά και συχνά αδυσώπητη, που πάντα θα κρατάει μικρές εκπλήξεις ακόμα και για τους παλιούς της γνώριμους. Είναι, επίσης, μία ιστορική θαλάσσια οδός, που συνέδεε μεταξύ τους κόμβους γεωπολιτικής σημασίας. Μία θάλασσα με παρελθόν συνδεδεμένο με ιστορικά εγχειρήματα, όπως ο αποικισμός και η μεταφορά του ελληνικού αλφαβήτου στη Δύση αλλά και μία θάλασσα με σκοτεινές όψεις, όπως τα αναρίθμητα ναυάγια από την αρχαιότητα μέχρι τα πρόσφατα χρόνια. Είναι, τέλος, και ο δικός μας υδάτινος στίβος. Εδώ έχουμε γράψει χιλιάδες ναυτικά μίλια με κουπί.
Το σώμα του Νότιου Ευβοϊκού ξεκινά από τον πορθμό του Ευρίπου στη Χαλκίδα. Τα νερά κάτω από τη μικρή γέφυρα, με τα εναλλασσόμενα ρεύματα και τις ισχυρές δίνες, είναι σχολείο για τον καγιάκερ. Εδώ μαθαίνεις να ελέγχεις το σκάφος. Να το κρατάς ίσιο καθώς οι δίνες σε στροβιλίζουν, ή να το πηγαίνεις εκεί που θες εσύ και όχι όπου σε πηγαίνουν τα ρεύματα. Έπειτα, το πέρασμα κάτω από τη μικρή γέφυρα με κόντρα ρεύμα είναι μία δοκιμασία αντοχής στη δύναμη. Όταν το ρεύμα είναι δυνατό, κοντά στους 10 κόμβους, ακόμα και κάποιες μικρές βάρκες με εξωλέμβιες αδυνατούν να το περάσουν. Μένουν εκεί από κάτω στάσιμες, με τέρμα γκάζια και με τους χειριστές να ψάχνουν με τη λαγουδέρα να βρουν κάποιο λίγο πιο αδύναμο κανάλι που ίσως τους επιτρέψει να προχωρήσουν.
Συμβαίνει συχνά, εμείς με τα στενά καγιάκ να νικάμε το ρεύμα και οι μηχανοκίνητες βάρκες να αδυνατούν, ένα απρόσμενο θέαμα που μοιάζει να ενθουσιάζει κάποιους λίγους περαστικούς, ειδικά πιτσιρικάδες, που κρέμονται από τη γέφυρα για να δουν την έκβαση της κόντρας. Καθώς τα δίνεις όλα για να περάσεις, νιώθεις το σώμα να καίγεται, τα πάντα, καρδιά, μύες, πνεύμονες φτάνουν στα όριά τους. Αφού τα καταφέρεις όμως, χαλαρώνεις το κουπί και νιώθεις ωραία. Από την κοσμοπολίτικη πλευρά της Χαλκίδας στον Βόρειο Ευβοϊκό, έχεις περάσει πλέον στη βιομηχανική ζώνη του Νότιου. Αριστερά η σύγχρονη μαρίνα της Χαλκίδας και στο βάθος του όρμου, η σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει την πρωτεύουσα της Εύβοιας με την Αθήνα. Καμιά φορά πετυχαίνουμε και το τρένο να περνάει. Στο ένα μίλι από τον πορθμό ξεπροβάλλει η μεγάλη κρεμαστή γέφυρα, που από κάτω δείχνει ακόμα πιο επιβλητική.
Τα νερά εδώ είναι ρηχά. Το βάθος δεν ξεπερνά τα οχτώ μέτρα. Υπάρχει μια παράξενη ηρεμία στον δίαυλο της Αυλίδας. Από τη μία οι χομπίστες ψαράδες με τα καλάμια, οι πεζοπόροι και οι δρομείς που δίνουν ζωή στα χωμάτινα δρομάκια κάτω από τη γέφυρα, από την άλλη οι παρατημένες εδώ και χρόνια εγκαταστάσεις του τσιμεντάδικου, που εκπέμπουν έναν πένθιμο τόνο. Σε αντίθεση με τα τσιμέντα, τα ναυπηγεία παραδίπλα, παραμένουν ζωντανά και, μάλιστα, επίκειται ο εκσυγχρονισμός τους και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας κατά τα επόμενα έτη. Η κυκλοφορία στο κανάλι είναι αραιή, ειδικά την τελευταία δεκαετία που η οικονομική κρίση παρόπλισε πολλά μικρά σκάφη αναψυχής. Πέρα από εμάς με τα καγιάκ, θα δεις μόνο μερικές ψαρόβαρκες και ενίοτε ορισμένα κρούζερ και μεγάλα πλοία που είτε πάνε στα ναυπηγεία, είτε οδεύουν προς τον πορθμό.
Συχνά, από το μεσημέρι και μετά φρεσκάρει μια μπουκαδούρα που μπαίνει μέσα στο κανάλι και την έχεις στα όρτσα. Ένας άνεμος σαν αυτόν που φύσηξε στην Αυλίδα μετά τη θυσία της Ιφιγένειας και μπόρεσαν να σαλπάρουν τα πλοία των Αχαιών για το μεγάλο ταξίδι τους προς την Τροία. Στην άλλη όχθη του κόλπου, στο Μπούρτζι, εκβάλλει ο Λήλας, ο μεγαλύτερος ποταμός της Εύβοιας. Στην ιδιαίτερα εύφορη πεδιάδα γύρω από τον Λήλαντα, εκτυλίχθηκε κατά τα τέλη του 8ου π.Χ. αιώνα και το πρώτο μισό του 7ου, μία καταστροφική πολυετής σύρραξη ανάμεσα στις δύο ευβοϊκές υπερδυνάμεις της εποχής, τη Χαλκίδα και την Ερέτρια, για τον έλεγχο αυτής της πλούσιας γης. Οι πολεμικές συγκρούσεις εξουθένωσαν και τις δύο πόλεις. Και ενώ κατά τα αμέσως προηγούμενα έτη είχαν αμφότερες πρωτοστατήσει και συμμαχήσει μεταξύ τους τόσο στον αποικισμό της Δύσης, όσο και στη δημιουργία του σημαντικού εμπορικού σταθμού στην Αλ Μίνα της σημερινής Συρίας, αναγκάστηκαν μετά τον πόλεμο να αποσυρθούν από τις υπερπόντιες επιχειρήσεις τους, ανοίγοντας τον δρόμο σε άλλους ανταγωνιστές, όπως οι Φωκαείς.
Βγαίνοντας από το δίαυλο της Αυλίδας, μπαίνουμε στον κεντρικό νότιο Ευβοϊκό, που φτάνει μέχρι την Καβαλλιανή. Το κομμάτι αυτό φτάνει τα 24 ναυτικά μίλια σε μήκος, με το μέγιστο πλάτος στα 8 ν.μ., ανάμεσα στο Αλιβέρι και τους Αγίους Αποστόλους. Το μέσο βάθος είναι στα 60 μέτρα. Η καλύτερή μας εδώ είναι να βγάλει έναν δυνατό και στρωμένο δυτικό, από 4 μποφόρ και πάνω, να ταξιδέψουμε σφαίρα. Δεν υπάρχει πιο ωραία αίσθηση από αυτή, το να ταξιδεύεις μαζί με το κύμα, άλλοτε χαλαρά, βαπορίσια και άλλοτε πιο δυναμικά, κρατώντας πάνω από 6-7 κόμβους σταθερά. Αν, όμως, πέσεις σε ανατολικό, το ξύλο στα όρτσα είναι εγγυημένο, αν έχεις ρότα για Ερέτρια.
Μια φορά, αρχές του ’11, σε μια μεγάλη προπόνηση με τον έτερο Άγγελο, πέσαμε σε έναν τέτοιο καιρό, ένα 5άρι φορτωμένο. Με το σκάφος του να βάζει νερά λόγω ανεπαρκούς στεγανοποίησης και με τον ίδιο να εμφανίζει συμπτώματα υποθερμίας λόγω ανεπαρκούς ένδυσης, καταλήξαμε να φτάσουμε στο λιμάνι της Ερέτριας μεσάνυχτα, μια εμπειρία που αφηγούμαστε μέχρι σήμερα. Ο χειρότερος καιρός όμως στον κεντρικό Νότιο Ευβοϊκό είναι ο Σορόκος, οπότε και μπουκάρει από το στενό της Καβαλλιανής το μισό Αιγαίο, δημιουργώντας μεγάλο, πελαγίσιο κυματισμό.
Στις 08.30 το πρωί της 1ης Σεπτεμβρίου 2000, το EUROBULKER X, ένα bulk carrier μήκους 196 μέτρων, φόρτωσε 32 τόνους τσιμέντο από τα Τσιμέντα Χαλκίδας και απέπλευσε με προορισμό την Αίγυπτο. Στην περιοχή επικρατούσε άνεμος 9 μποφόρ. Στις 10.20 το πλοίο κόπηκε στα δύο και βυθίστηκε ανοιχτά από το Λευκαντί. Ένας ναυτικός έχασε τη ζωή του και τέσσερα μέλη του πληρώματος τραυματίστηκαν. Από το πλοίο χύθηκαν στα νερά του Ευβοϊκού περίπου 670 τόνοι πετρέλαιο και 15.000 λίτρα λιπαντέλαιο και τσιμέντο, η μεγαλύτερη ρύπανση που έχει συμβεί ποτέ στην περιοχή. Η πετρελαιοκηλίδα απλώθηκε από το Λευκαντί μέχρι τον Ωρωπό.
Αν και ως κύρια αιτία του ναυαγίου θεωρήθηκε η εσφαλμένη φόρτωση και η κακή κατάσταση του πλοίου, πιθανόν να έπαιξε κάποιον ρόλο στην τραγική έκβαση του δυστυχήματος και η κατάσταση της θάλασσας, ειδικά στο συγκεκριμένο σημείο, έξω από τον δίαυλο της Αυλίδας, όπου ο κόλπος ανοίγει. Σήμερα, παραμένει ορατό ένα μέρος του ιστού του πλοίου, το οποίο εξέχει λίγα μέτρα από την επιφάνεια. Νιώθεις ένα δέος όταν φτάνεις εκεί με το καγιάκ, σαν να σε διαπερνά ένα μικρό ηλεκτροσόκ, μία υπόμνηση της ισχύος της θάλασσας και μία επισήμανση ότι πολλές φορές τα λάθη εδώ δεν συγχωρούνται.
Ο Νότιος Ευβοϊκός έχει γίνει συχνά τόπος ναυαγίων, ανά τους αιώνες. Το φαινομενικά οξύμωρο είναι ότι τα πλοία χρησιμοποιούσαν τον κόλπο ως εσωτερική διέλευση, προκειμένου να μειώσουν τον κίνδυνο που εγκυμονούσε ο περίπλους των ανατολικών ακτών της Εύβοιας, από τη μεριά του Αιγαίου. Αν και μία ημιπερίκλειστη θάλασσα, όπως ο Νότιος Ευβοϊκός θα μπορούσε εκ πρώτης όψεως να θεωρηθεί λιγότερο επικίνδυνη για τη ναυσιπλοΐα σε σχέση με το ανοιχτό πέλαγος, στην πραγματικότητα η γεωγραφία του κόλπου, όπως αυτή συντίθεται από επικίνδυνους υφάλους, νησίδες και ακρωτήρια καθώς και από τη μορφολογία του βυθού, λειτουργούσε διαχρονικά ως παράγοντας αύξησης της επικινδυνότητας.
Ακόμα και τα δυσοίωνα τοπωνύμια που δόθηκαν σε νησίδες και ακρωτήρια του κόλπου, όπως ο Φονιάς κι ο Μαύρος Κάβος, πιθανόν να συνδέονται με τις πολυάριθμες ναυτικές τραγωδίες που συνέβησαν στα νερά αυτά.1 Ο δεύτερος επιβαρυντικός παράγοντας είναι ο καιρός. Ειδικά η περιοχή της Καρυστίας θεωρείται η πιο ανεμογενής σε όλη την Ελλάδα, με τους βόρειους καταβατικούς ανέμους να ξηλώνουν κεραμίδια και να κάνουν τη θάλασσα λύσσα. Στην Παξιμάδα, τη νησίδα έξω από την Κάρυστο, ο Βοριάς στις καλές του μέρες φτάνει και ξεπερνά τους 50 κόμβους.
Η μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία που συνέβη σε αυτό, το εξωτερικό και πλέον επικίνδυνο κομμάτι του κόλπου, και το πιο πολύνεκρο ναυάγιο στην ελληνική ιστορία, είναι η βύθιση του ατμόπλοιου ΧΕΙΜΑΡΑ, τον Γενάρη του 1947. Το πλοίο απέπλευσε με 630 επιβαίνοντες το πρωί της 18ης Ιανουαρίου από τη Θεσσαλονίκη, με προορισμό τον Πειραιά. Μεταξύ των επιβαινόντων υπήρχαν και 36 πολιτικοί κρατούμενοι που θα οδηγούνταν στους τόπους εξορίας από την τότε κυβέρνηση Τσαλδάρη. Λόγω της σφοδρής κακοκαιρίας, ο πλοίαρχος επέλεξε να περάσει από Ευβοϊκό, ως εσωτερική διέλευση, για να αποφύγει την ανοιχτή θάλασσα του Αιγαίου. Στις 04.10 τα ξημερώματα της επόμενης μέρας κι ενώ το πλοίο περνούσε από τα Βερδούγια, το κύτος σείστηκε από ένα εκκωφαντικό τράνταγμα και βυθίστηκε μιάμιση ώρα αργότερα στο 1,5 μίλι από την Αγία Μαρίνα, παίρνοντας μαζί του 368 ψυχές. Ένα φρικτό θέαμα αντίκρισαν όσα πλοιάρια βρέθηκαν εκεί τις επόμενες δύο μέρες, δεκάδες νεκρά σώματα να επιπλέουν στα κρύα νερά του Ευβοϊκού. Οι θεωρίες διίστανται για αν το πλοίο προσέκρουσε στη νησίδα Γάιδαρος στα Βερδούγια ή έπεσε σε κάποια νάρκη βυθού, από τις χιλιάδες που είχαν ποντίσει τόσο οι ναζί όσο και οι Άγγλοι στις ελληνικές θάλασσες. Το γεγονός είναι ότι το πλοίο –που είχε δοθεί στην Ελλάδα από τη Γερμανία στο πλαίσιο των γερμανικών επανορθώσεων- ήταν γερασμένο, υποσυντήρητο και ήδη με ένα ρήγμα στη γάστρα, ενώ στη διάρκεια του μοιραίου ταξιδιού παρουσίασε βλάβες και στο πηδάλιο. Υπήρχαν, επίσης, κρίσιμες ελλείψεις στα σωστικά μέσα, ενώ σημαντικό ρόλο έπαιξε και η ανεπάρκεια των κρατικών μηχανισμών.
Το κομμάτι αυτό του Νότιου Ευβοϊκού κρατά καλά φυλαγμένα μέσα του και πολλά αρχαία ναυάγια, από την αρχαϊκή έως και τη μέση/ύστερη βυζαντινή περίοδο, καθώς και υλικό απορρίψεων, σκεύη που οι ναυτικοί πετούσαν στη θάλασσα είτε για να ελαφρύνουν το πλοίο, ώστε να αποκτήσει καλύτερη πλεύση στον καιρό, είτε και για τελετουργικούς λόγους. Ενδεικτικά, έχουν εντοπιστεί και ερευνηθεί, ένα ναυάγιο της ρωμαϊκής περιόδου στη νησίδα Δημάκος στον Αλμυροπόταμο, ένα της μέσης/ύστερης βυζαντινής στην Καβαλλιανή, πολλά ναυάγια και υλικό απορρίψεων από την κλασική έως τη ρωμαϊκή περίοδο γύρω από τα Στυρονήσια, ένα ναυάγιο της ύστερης αρχαϊκής στο Ακιό, ακατοίκητη νησίδα στα 3 μίλια ανοιχτά από το Νημποριό, ένα ρωμαϊκό κι ένα μεσοβυζαντινό στα Πορτολάφια, και, τέλος, ένα υστεροκλασικό/πρώιμο ελληνιστικό στη νησίδα Φούντι των Πεταλιών.2
Τα δώρα του Νότιου Ευβοϊκού για τον καγιάκερ είναι τα πολύ όμορφα νησάκια του. Από την Ερέτρια η Αγία Τριάδα και το Ασπρονήσι, με έναν χαλαρό ρυθμό στο κουπί απέχουν γύρω στα 15-20’, ενώ ακόμα κι από τον φάρο του Ωρωπού μέχρι το Ασπρονήσι, που είναι 3,2 ν.μ. ακόμα κι ένας κωπηλάτης με ένα αξιόπλοο sit-on-top άνω των 4 μέτρων, δεν θα χρειαστεί πολύ πάνω από μία ώρα για να φτάσει, με μπουνάτσα -αρκεί να έχει καλή τεχνική και καλή φυσική κατάσταση. Η Αγία Τριάδα είναι ιδιωτικό νησί, οπότε η έξοδος στην ακτή δεν επιτρέπεται, έχει όμως μία πανέμορφη μακριά αμμόγλωσσα στο βόρειο άκρο της, που όταν η στάθμη της θάλασσας είναι χαμηλά, μπορείς κάλλιστα να βγάλεις το σκάφος σου και να ρίξεις μία βουτιά στα τιρκουάζ νερά. Κάποιο ενδιαφέρον έχουν και τα Στυρονήσια, κυρίως για περιήγηση καθώς η ακτογραμμή τους είναι ως επί το πλείστον βραχώδης. Από την Αγία Μαρίνα τα Στυρονήσια απέχουν περίπου 4 ν.μ. και θες μετά άλλα 3 ν.μ. για τα Στύρα. Όμως, τα διαμάντια στο στέμμα του Νότιου Ευβοϊκού είναι οι Πεταλιοί. Με την ομάδα το έχουμε καθιερώσει τα τελευταία χρόνια να κάνουμε μία επίσκεψη σε αυτό το παραμυθένιο σύμπλεγμα, μια φορά τον χρόνο. Από το Μαρμάρι είναι μια ανάσα δρόμος, ενώ αν θες να προσθέσεις μίλια μπορείς να ξεκινήσεις κι από το Νημποριό. Προσοχή μόνο στα οχηματαγωγά της γραμμής από τη Ραφήνα και πολύ μεγάλη προσοχή αν έχει Βοριά. Αν πέσεις σε ισχυρούς καταβατικούς και χάσεις κανένα κουπί ή σου συμβεί οποιαδήποτε αβαρία, ο καιρός μπορεί εύκολα να σε πετάξει μεσοπέλαγα και να μπλέξεις άσχημα.
Όλα αυτά τα χρόνια έζησα στον Νότιο Ευβοϊκό και καλές και κακές στιγμές. Όλες άφησαν το αποτύπωμά τους. Τι να πρωτοθυμηθώ; Ηλιοβασιλέματα και χαράματα. Πλεύσεις με θυελλώδεις ανέμους και καταιγίδες με κεραυνούς. Χιλιάδες ώρες ατελείωτων προπονήσεων. Το χάραμα πάνω από το Αλιβέρι, στο Non-Stop 100. Την αβαρία στο Κάβο Ρόσο το ’11, τότε που παραλίγο να τελειώσουν όλα άδοξα. Ένα δελφίνι που πέταξε δίπλα μου μαζί με το κύμα σε έναν πεντάρη ανατολικό πριν από χρόνια. Τις φώκιες που τριγυρνάνε κάθε τόσο στα νησάκια γύρω από την Ερέτρια. Τα κοπάδια των τόνων από τα Στυρονήσια μέχρι τους Πεταλιούς. Τις γιορτές που κάνουμε κάθε χρόνο. Τα εγκαίνια των νέων σκαφών της ομάδας. Τους νέους μας κωπηλάτες, που σε αυτά τα νερά παίρνουν για πρώτη φορά το βάπτισμα. Τον πατέρα μου και τη μάνα μου στην παραλία, να με χαιρετούν από μακριά. Πέρα από τη θέση του στην ιστορία και τον μύθο, ο Νότιος Ευβοϊκός είναι για εμάς, η δική μας θάλασσα.
- Κουτσουφλάκης Γ. 2014. Ναυσιπλοΐα και εμπορευματική διακίνηση στο Νότιο Ευβοϊκό από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 14ο αιώνα μ.Χ., Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, σ. 30.
- Κουτσουφλάκης 2014.