Ερετών Νόστος

Άγγελος Χριστοφίδης

 

 

 

 

 

 

Όση έλξη ασκεί στον θαλασσινό ταξιδευτή η φυγή για την ανακάλυψη νέων τόπων, ανάλογη ασκεί και η επιστροφή στη βάση του. Βγαίνοντας από τον κλειστό κόλπο του Πόρτο Κουφό στο ανοιχτό πέλαγος του Βορείου Αιγαίου, είχαμε μπροστά μας 210 ναυτικά μίλια μέχρι την Ερέτρια. Κάθε ένα από αυτά αφιερωμένο στα παιδιά της Κιβωτού του Κόσμου.

Σεπτέμβρης 2012. Είμαστε έξω από τον καταπράσινο κόλπο του Πόρτο Κουφό για προπόνηση. Ο ουρανός είναι μαύρος και κάνει κρύο σαν να ‘ναι Δεκέμβρης μήνας, παρότι είμαστε στα μέσα Σεπτεμβρίου. Ξαφνικά η θάλασσα ρυτιδιάζει και φουσκώνει ενώ παράλληλα αρχίζει να βρέχει. Ένα βουητό δυναμώνει από μακριά και ριπές ανέμου χτυπάνε το πρόσωπο σαν μαχαιριές. Η αίσθηση της επερχόμενης καταιγίδας ενεργοποιεί όλες τις δυνάμεις του σώματος. Με την καρδιά να τραντάζει το στέρνο, σκάβουμε γρήγορες, βαθιές κουπιές στο νερό βάζοντας πλώρη για το απάνεμο αραξοβόλι. Μόλις που προλαβαίνουμε να μπούμε μέσα και η φύση ξεσπάει ολόγυρα.

Οι οιωνοί, γενικώς, δεν είναι καλοί. Μετά από δύο συνεχόμενες αναβολές του απόπλου, παραμένουμε για έκτη συνεχόμενη μέρα καθηλωμένοι στο άκρο της Σιθωνίας. Μία το όψιμο, ενισχυμένο μελτέμι, μία το χαμηλό βαρομετρικό που δεν λέει να φύγει πάνω από το κεφάλι μας και οι μέρες περνούν με τα χρονικά περιθώρια για να βγει το ταξίδι να στενεύουν απελπιστικά. Με τη μετεωρολόγο μας, Χρυσούλα Πέτρου, είμαστε κάθε μέρα στα τηλέφωνα, δυο και τρεις φορές. Περιμένω με αγωνία από τα χείλη της μία αχτίδα φωτός, σαν ασθενής που κρέμεται από τα χείλη του γιατρού για την κατάσταση της υγείας του. Όμως η χαρμόσυνη πρόγνωση δεν έρχεται. Τα νεύρα είναι τεταμένα, όμως από την άλλη οι νέοι μας φίλοι και η ομορφιά του τοπίου δίνουν νόημα στην αναμονή. Με τον κυρ-Αποστόλη καθόμαστε τα μεσημέρια στη βεράντα του σκάφους του, ενός αμερικάνικου κρούζερ 40 ποδών που το ‘χε για σπίτι, και τον ακούμε να μας απαγγέλλει ποιήματά του, ενώ τα βράδια περπατάμε στον ντόκο χαζεύοντας τα αγκυροβολημένα σκάφη. Έχουμε πλέον άφθονο χρόνο για ξεκούραση, για μερικές τελευταίες προπονήσεις και για ακόμα καλύτερη τακτοποίηση των πραγμάτων μας. Ουδέν κακόν αμιγές καλού.

«Παρασκευή φρεσκάρει Βοριάς 7, τοπικά 8, οπότε το ξεχνάμε. Σάββατο ταξιδεύετε». Η Χρυσούλα μόλις είχε κομίσει την καλή είδηση. Μαζευόμαστε αμέσως στο σπίτι των παιδιών που μας φιλοξενούσαν και ανοίγουμε τους χάρτες να ξαναδούμε την πορεία. Τα μαθηματικά είναι απλά και ξεκάθαρα. Έχουμε στη διάθεσή μας μόλις 9 ημέρες για 210 μίλια, που μας κάνει σχεδόν 24 μίλια τη μέρα, κατά μέσο όρο. Ο τουριστικός χαρακτήρας της αποστολής, που προέβλεπε 15-16 μίλια ημερησίως με στάσεις σε όλα τα νησιά και περιηγήσεις, έχει πάει περίπατο, πλέον έχουμε μπροστά μας αγώνα. Για την πρώτη μέρα αποφασίζουμε να χαράξουμε πορεία στις 172º για Κυρά-Παναγιά αντί της Ψαθούρας, ώστε να ενώσουμε τις δυο μέρες σε μία, έστω κι αν θα προσθέταμε άλλα 10 μίλια περίπου στο σύνολο. Αυτά τα πρώτα σχεδόν 40 μίλια της πρώτης μέρας, όμως, ήταν και τα πιο κρίσιμα, αν αυτά έφευγαν χωρίς αβαρίες, μετά θα συνεχίζαμε με άλλον αέρα. Θυμάμαι τον μεγάλο διάπλου των 50ν.μ. πέρσι στο Κρητικό με τον Κώστα, τις 16 συνεχόμενες ώρες κουπί μέχρι την Ντία και ανυπομονώ σαν μικρό παιδί να ξανανιώσω αυτό το σπάνιο δέος της πλεύσης στην ανοιχτή θάλασσα. Ο Στέφανος, το νεότερο μέλος της ομάδας, ανυπομονεί ακόμα περισσότερο, μιας και αυτή θα ήταν η πρώτη του μεγάλη αποστολή.

Την Παρασκευή ξυπνάμε με το σφύριγμα του Βορέα. Είναι τόσο δυνατός που έχει κύμα μέχρι κι η πισίνα του σπιτιού και μολονότι σπάει κατά το απόγευμα είναι σίγουρο ότι την επομένη που ήταν ο απόπλους θα βρίσκαμε κάμποση ρεστία μέσα.Τις νύχτες πριν από τους μεγάλους διάπλους συνήθως η αγωνία δεν σε αφήνει να κοιμηθείς, όμως τώρα που επιτέλους είχε αρθεί το «απαγορευτικό» μετά από όλη αυτή την αναμονή ένιωθα τόσο ήρεμος που έκλεισα τα μάτια αμέσως.

 

Είμαστε κάτω στο γιαλό από τις έξι. Μέσα στο σκοτάδι τακτοποιούμε τα τελευταία πράγματα στο ντεκ, χάρτες, πλωτές άγκυρες, ασυρμάτους, τηλέφωνα, GPS, κάμερες, εφεδρικά κουπιά και λίγη ώρα μετά, στο πρώτο χάραμα, οι γάστρες γλιστράνε στο νερό. Πριν βγούμε από τον κόλπο, κάνουμε λίγο κράτει δίπλα-δίπλα και ο Μανατάκης βγάζει το «φάρμακο»: χειροποίητο, δυνατό, ατόφιο κρητικό ρακόμελο. Πίνουμε από μια γουλιά που διαπερνάει το σώμα σαν να ‘χεις κατεβάσει αγωνιστικό καύσιμο 110 οκτανίων και με αργές κουπιές βγαίνουμε στο πέλαγος. Μπροστά και πλάι μας ανοιχτός ορίζοντας και μόνο στο βάθος, μεταξύ 165ο και 170ο διακρίνεται το αχνό περίγραμμα ενός νησιού, που είναι λογικά τα Γιούρα, το ψηλότερο από τα ερημονήσια του θαλασσίου πάρκου. Η θάλασσα είναι ανακατεμένη, όπως αναμενόταν, και σύντομα αρχίζουμε να χανόμαστε για λίγες στιγμές μεταξύ μας, ανάμεσα στα μεγάλα πελαγίσια κύματα της αποθαλασσίας. Έχω βάλει την πλώρη στις 170ο πορεία πηδαλιουχίας αλλά κάθε τόσο τσεκάρω και το GPS για άμεση διόρθωση της όποιας έκπτωσης. Ο Κώστας σκύβει κι αυτός πάνω από τη δική του συσκευή κάθε λίγο και λιγάκι «στη γραμμή είμαστε, εντάξει πάμε» ενώ ο Στέφανος δουλεύει στο WOT ήδη από τα πρώτα μίλια. «Στέφα κόψε λίγο γκάζια γιατί έχουμε δρόμο μπροστά», «Κόουτς να ξεμπουκώσω λίγο, να ξεμπουκώσω και κόβω!». Έχοντας γράψει ο καθένας μας εκατοντάδες ασκητικά μίλια στην απόλυτη απομόνωση των χειμερινών προπονήσεων, η εμπειρία της σύμπλευσης είναι για την ψυχή βάλσαμο, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή γίνεται προς έναν κοινό προορισμό, για έναν κοινό σκοπό.

Ο ήλιος υψώνεται και αρχίζει να μας ζεσταίνει. Ένα μεγάλο γκαζάδικο κροσάρει μεγαλόπρεπα στα 2-3 μίλια πίσω μας και μερικά γλαροπούλια παρακινημένα θαρρείς από περιέργεια πετούν σχεδόν ξυστά από πάνω μας. Δυο φουσκωτά που έχουν βγει για ψάρεμα μας βλέπουν και μας πλευρίζουν, λέμε δυο κουβέντες, ανταλλάσσουμε δυο ευχές, καλό ταξίδι, καλή ψαριά, και συνεχίζουμε ο καθένας στον δρόμο του. Οι ώρες περνάνε γρήγορα και κατά το μεσημέρι κάνουμε μια ανάπαυλα για φαγητό. Στηριγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον μεσοπέλαγα, με το κύμα να μας ανεβοκατεβάζει, μοιραζόμαστε με τα χέρια το νόστιμο γιουβέτσι που μας είχε ετοιμάσει η Ρένη από το Πόρτο Κουφό.

Φτάνει απόγευμα και όλα τα ερημονήσια διακρίνονται πλέον πεντάκαθαρα: από ανατολικά η Ψαθούρα, δίπλα τα ψηλά Γιούρα, παραδίπλα η Κυρα-Παναγιά. Στο βάθος πίσω μας τον ορίζοντα σπάει μόνο η πανύψηλη κορυφή του Άθωνος. Από το VHF ακούω τους φίλους μας με τα ταχύπλοα, Χρήστο και Ορφέα, που ήταν ήδη σε ετοιμότητα από την Κυρά-Παναγιά για υποστήριξη. Δίνω στίγμα και λίγη ώρα μετά είμαστε όλοι μια αγκαλιά, για να διανύσουμε παρέα τα τελευταία μίλια μέχρι τη στεριά.

Με τη δύση του ήλιου ένα απαλό, μωβ χρώμα ενώνει θάλασσα κι ουρανό σε ένα. Στο τελευταίο μίλι έχω ξεμείνει ολότελα από ενέργεια και μόλις που αφήνω το κουπί να χαϊδέψει το νερό. Με τις «αναθυμιάσεις» τραβάω την τελευταία κουπιά και η γάστρα καρφώνεται νωχελικά στην άμμο της μικρής παραλίας του Πλανήτη. Βάζουμε στεγνά ρούχα, τρώμε, στήνουμε σκηνές και πέφτουμε για ύπνο. Η δύσκολη πρώτη μέρα είχε φύγει, με κοντά 40 μίλια στα κουπιά σε 12 ώρες.

Το πρωί η κούραση της πρώτης μέρας είχε σχεδόν εξαφανιστεί. Αποχαιρετούμε τον Χρήστο και τον Ορφέα που έπρεπε να φύγουν για Εύβοια και βάζουμε ρότα για Αλόννησο. Μολονότι θέλαμε να κάνουμε μια επίσκεψη και στο μοναστήρι της Κυρα-Παναγιάς, ο χρόνος ήταν τόσο πιεστικός που επιλέγουμε να περιπλεύσουμε την πιο σύντομη βορειοδυτική πλευρά του νησιού. Γρήγορα καβατζάρουμε τον κάβο της Αλοννήσου και οι πρώτες σπηλιές της μας τραβούν για λίγο από το φως στο σκοτάδι. Όλη η νότια ακτογραμμή του νησιού είναι καθηλωτική. Με έναν σταθερό ρυθμό γύρω στους 4 κόμβους, κόντρα σε ένα τριαρο-τεσσάρι που φρεσκάρει για λίγο κατά το μεσημέρι στο μπουγάζι, αφήνουμε πίσω μας την Περιστέρα από αριστερά, κατόπιν μικρό και μεγάλο Αδέλφι, για να πιάσουμε Πατητήρι νωρίς το απόγευμα. Εκεί μας περίμεναν φίλοι από τον τοπικό ναυτικό όμιλο κι άλλοι κάτοικοι του νησιού. Κατά το σούρουπο ανεβαίνουμε για έναν περίπατο στην Χώρα, η οποία μας μαγεύει: πρόκειται για ένα υπαίθριο, ζωντανό μουσείο, γεμάτο ιστορικά μνημεία και με θέα προς τη θάλασσα συγκλονιστική. Η δεύτερη μέρα της αποστολής είχε φτάσει στο τέλος της.

Το πρωί ετοιμαζόμαστε για αναχώρηση, με προορισμό τη Σκιάθο. Η «διαδικασία απόπλου» της ομάδας είναι τυποποιημένη: σύντομο brief πάνω από το χάρτη, έλεγχος σημειώσεων, έλεγχος σκάφους και εξοπλισμού, ετοιμασία ισοτονικού μίγματος, ζέσταμα και είσοδος στο κόκπιτ. Τον καιρό μας τον έδινε πάντα η Χρυσούλα από την προηγούμενη μέρα. Από Αλόννησο διαπλέουμε το στενό και πιάνουμε Σκόπελο. Κωπηλατώντας σκέφτομαι πώς ξεκίνησε η μικρή μας ιστορία, δυο χρόνια πριν που ιδρύσαμε την ομάδα. Τα όνειρα που κάναμε πάνω από τους χάρτες, τον πόνο των ατελείωτων προπονήσεων, το πολύωρο διάβασμα, τις συζητήσεις με φίλους ναυτικούς και μετεωρολόγους, την διαρκώς ενισχυόμενη πίστη μας ότι μια μεγάλη διάσχιση στο Αιγαίο με καγιάκ δεν ήταν κάτι το ανέφικτο, την προσπάθειά μας να καθησυχάσουμε τους δικούς μας ανθρώπους ότι όλα θα πήγαιναν καλά, την επιθυμία μας κάθε αποστολή να είναι αφιερωμένη σε παιδιά που έχουν ανάγκη. Θυμάμαι τον περσινό διάπλου για το Χαμόγελο του Παιδιού με τον Κώστα, εικόνες διάσπαρτες από θάλασσα ήμερη και θάλασσα άγρια, από σπιλιάδες και καταιγίδες, από ξημερώματα και ηλιοβασιλέματα, από ανθρώπους χαμογελαστούς στα νησιά, πρόθυμους να μας φιλέψουν και να μας φιλοξενήσουν. Και μετά η μελαγχολία της επιστροφής στην πόλη, για την οποία το καλύτερο αντίδοτο είναι πάντα ο σχεδιασμός και η προσμονή του επόμενου ταξιδιού. «Κόουτς, πόσα μίλια έχουμε ακόμα;», η φωνή του Στέφανου με επαναφέρει. «Πέντε για Πάνορμο Στέφανε κι από ‘κει κροσάρουμε για Σκιάθο, γύρω στα δέκα το κρόσι». Ο Κώστας, λίγο πιο δίπλα, κωπηλατεί σταθερά απολαμβάνοντας το τοπίο. Μετά από μια μικρή στάση στον Πάνορμο, βάζουμε πλώρη για Σκιάθο. Ταξιδεύουμε με 5 κόμβους, με ένα 4άρι δευτερόπρυμα και 2 ώρες μετά βγαίνουμε στην παραλία του Αχλαδιά.

Ένα από τα βασικά στοιχεία που διέπουν τη σχέση μας με τη θάλασσα είναι αυτή η ακραία συναισθηματική διακύμανση που μπορεί να προκαλέσει και η οποία πουθενά αλλού δεν απαντάται σε αυτή την ένταση, πέρα ίσως από τους μεγάλους έρωτες της ζωής: από την απογοήτευση στον ενθουσιασμό κι από τη χαρά στη λύπη και αντίστροφα. Από εκεί που τα είχαμε βάψει μαύρα στη Χαλκιδική, βλέποντας τις μέρες να περνούν, τώρα, μόλις τρεις μέρες μετά τον απόπλου, βλέπουμε ήδη καθαρά την Εύβοια απέναντί μας, με την πλώρη να σημαδεύει το Αρτεμίσιο. Καβατζάροντας το Ποντικονήσι με τον φάρο, παίρνει να δυναμώνει ο Γρέγος και κατά το μεσημέρι η θάλασσα ασπρίζει. Το 5άρι είναι ο αγαπημένος μας καιρός για παιχνίδι, πιο δυνατός από 4άρι, με το κύμα πλέον όμορφο, καθαρό, δυνατό και στρωμένο αλλά όχι τόσο δυνατός όσο το 6άρι, όπου τα λάθη δεν συγχωρούνται. Ο Στέφανος με το κόκκινο λεπίδι, την «Παπυρέλλα» του, κατηφορίζει στο κύμα σαν τορπίλη, τραγουδώντας και βγάζοντας κραυγές χαράς, ενώ ο Κώστας με το κίτρινο θωρηκτό, τη θρυλική «Μερόπη», ακολουθεί στον γνωστό, ατάραχο ρυθμό του. Πιάνουμε Πευκί για διανυκτέρευση.

Την επομένη βάζουμε πλώρη για Αη Γιώργη. Μπαίνουμε στον δίαυλο Ωρεών, περνάμε τον φάρο και στρίβουμε στον Κάβο κόντρα στο ισχυρό ρεύμα. Την Πέμπτη καταπλέουμε στη Λίμνη και την επομένη συνεχίζουμε κάτω από τη σκιά του τρομερού Κανδηλιού, πιάνοντας Πολιτικά κι από ‘κει κροσάροντας καρφί για Χαλκίδα, όπου μας περίμεναν οι δικοί μας. Η χαρά είναι ανείπωτη. Το βράδυ στρώνουμε για ύπνο μέσα στην αποθήκη του ναυτικού ομίλου, ανάμεσα στα αγωνιστικά σκάφη, αλλά τα ακούραστα ρεύματα του Ευρίπου και τα πολύχρωμα φώτα γύρω από τη μικρή γέφυρα δεν αφήνουν τα μάτια να κλείσουν. Πώς να κοιμηθείς με τόση ομορφιά γύρω σου;

Τελευταία μέρα της αποστολής κι έχουν απομείνει τα τελευταία 15 μίλια για Ερέτρια. Με έναν καλό δυτικό πρύμα φτάνουμε λίγο πριν το λιμάνι, μια ώρα πριν την προγραμματισμένη. Εκεί κάνουμε μια μικρή στάση και συναντιόμαστε με φίλους κωπηλάτες, τον Άγγελο Μηνούδη από την ομάδα και τον Γιώργο Ορμάνογλου, που έρχονται να μας υποδεχθούν, για να μας συνοδεύσουν στον τελικό κατάπλου στην «πόλη των Ερετών». Η ώρα πλησιάζει. Λίγο μετά, περνάμε τον λιμενοβραχίονα και ανάμεσα στους κόκκινους καπνούς των καπνογόνων και υπό τις κόρνες των φέριμποτ διακρίνουμε απέναντι τον κόσμο να μας περιμένει. Η συγκίνηση κάνει τα κουπιά να τρέμουν. 210 ναυτικά μίλια και 8 μέρες μετά ο Διάπλους Βορείου Αιγαίου με καγιάκ για την Κιβωτό του Κόσμου ολοκληρώνεται. Μια τελευταία δυνατή κουπιά σφηνώνει τις γάστρες στην παραλία των παιδικών μας αναμνήσεων.

Ήταν μία αποστολή σε σχεδόν αγωνιστικούς ρυθμούς, καθώς διανύαμε κατά μέσο όρο γύρω στα 26-27 μίλια τη μέρα, χωρίς ανάσα. Αυτό, όμως, δεν έχει καμία απολύτως σημασία. Σημασία είχε ο σκοπός του ταξιδιού, το δέσιμο της ομάδας, η ασφαλής επιστροφή μας, οι δικοί μας άνθρωποι και οι καινούργιοι μας φίλοι. Τα συναισθήματα, οι στιγμές, οι αναμνήσεις και οι εικόνες. Τα δάκρυα που έτρεχαν στο πρόσωπό μου καθώς κωπηλατούσα και συγχρόνως παρακολουθούσα στο marinetraffic το στίγμα του STOB UZZOMU, του πιστού μου σκαριού, ανάμεσα σε οχηματαγωγά και ταχύπλοα, μεγάλα εμπορικά και γκαζάδικα, να χαράσσει μαζί με τα άλλα δυο κωπήλατα αδέρφια του την δική του ταπεινή πορεία σε αυτόν τον απέραντο, υδάτινο κόσμο.