Το βιβλίο παραγγελιών του 2025 άνοιξε!
Επικοινωνήστε μαζί μας για την παραγγελία σας.
Τι είναι τελικά το θαλάσσιο καγιάκ; Είναι άθλημα, περιπέτεια, περιήγηση, εξερεύνηση ή μήπως μια πορεία αυτογνωσίας μέσα από τα επικίνδυνα νερά της αβεβαιότητας; Σε αυτό το μεγάλο αφιέρωμα επιχειρούμε να φωτίσουμε όλες τις πλευρές αυτού του σκάφους με τη μακραίωνη παράδοση, μέσα από εμπειρίες, ιστορίες και προσωπικά βιώματα. Το θαλάσσιο καγιάκ κι εμείς.
Γράφουν οι: Άγγελος Χριστοφίδης, Άγγελος Μηνούδης, Γιάννης Θεοδωρίδης, Βάσω Μαυρομμάτη, Γιώργος Καραγιαννίδης, Γιώργος Χαλικιάς, Κωνσταντίνος Ντιλιακός, Φώτης Θωμάς, Γιάννης Παπαπαναγιώτου, Παναγιώτης Κουνιάρης, Μιχάλης Ισιδώρου, Βαγγέλης Παπαπαναγιώτου, Βασιλική Κωνσταντινοπούλου, Σταύρος Δράκος.

Τα χρόνια πριν τη δημιουργία της ομάδας, η έννοια «θαλάσσιο καγιάκ» μου ήταν εντελώς άγνωστη. Τα μόνα κωπήλατα πλωτά που ήξερα, όπως και οι περισσότεροι από εμάς, ήταν τα νοικιάρικα «κανό» της παραλίας. Μολονότι πηγή χαράς και διασκέδασης για πολλούς ανθρώπους, εμένα αυτά τα άκομψα βαρκάκια δεν με συγκινούσαν, δεν μου δημιουργούσαν καν την προδιάθεση να πάρω ένα κουπί και να δοκιμάσω, έστω από περιέργεια. Από την άλλη, η αγάπη μου και η ενασχόλησή μου με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό και τα μηχανοκίνητα μέσα γενικότερα, με τις κατασκευές που λέγονται αυτοκίνητο, αγωνιστικό καρτ και ταχύπλοο σκάφος, δεν άφηναν στην καρδιά μου χώρο για τίποτε άλλο. Από την ηλικία των 13 ετών και μετά όλα τα καλοκαίρια μου ήταν αφιερωμένα στο θαλάσσιο σκι ενώ λίγα χρόνια μετά, με την ενηλικίωση, ξεκινήσαμε και τα πρώτα ταξίδια με ταχύπλοα σε Αιγαίο και Ιόνιο.
Όπως έχω γράψει και σε παλαιότερο άρθρο για τη γέννηση της ομάδας, η ιστορία πήρε εντελώς διαφορετική τροπή με την κρίση, το 2010, οπότε τα πολυέξοδα σπορ όπως το σκι και το καρτ ή τα ταξίδια με τα ταχύπλοα, περιορίστηκαν δραστικά ή και κόπηκαν εντελώς. Αν δεν συνέβαινε η κρίση, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα ακούμπαγα ποτέ στα χέρια μου κουπί. Η πρώτη φορά που είδα sea-kayak από κοντά ήταν στο μαγαζί από όπου είχα αγοράσει το πρώτο μου κωπήλατο σκαφάκι, ένα μικρό, συμπαθητικό sit-on-top. Ακόμα και μέσα στη μισοσκότεινη αποθήκη του μαγαζιού, εκείνο το sea-kayak, σφηνοειδές και κοφτερό σαν λεπίδι, επιθετικά όμορφο και απέριττα ναυτικό, φώναζε ότι ανήκε σε μια τελείως διαφορετική κατηγορία από ό,τι ήξερα μέχρι τότε: ήταν ένα κανονικό σκάφος για ανοιχτή θάλασσα και όχι ένα παιχνίδι για την παραλία. Έμεινα να το κοιτάζω έκθαμβος.
Λίγους μήνες μετά, τον Γενάρη του 2011, ένα τέτοιο σκάφος θα γινόταν δικό μου, το πρώτο μου καθαρόαιμο θαλάσσιο καγιάκ. Ήταν ο STOB UZZOMU, ένα λευκό σκαρί βρετανικής προέλευσης. Το πρώτο βράδυ, πριν το ρίξω στη θάλασσα, το έβαλα μέσα στο σπίτι, στο σαλόνι, πάνω σε σταντ και άραξα στον καναπέ δίπλα του. Καθόμουν για ώρες και το χάζευα, τη γάστρα, τις καμπύλες του ντεκ, την πλώρη και την πρύμνη, την υποδοχή της πυξίδας και άλλες λεπτομέρειες, μέχρι που με πήρε ο ύπνος. Το επόμενο πρωί έγιναν τα εγκαίνια. Το άφησα να ακουμπήσει ευλαβικά στο νερό, είχε και μπουνάτσα εκείνη την κρύα μέρα, μπήκα μέσα και άνοιξα τη σαμπάνια. Μετά, τράβηξα τις πρώτες κουπιές. Το πρώτο που με εντυπωσίασε ήταν αυτό το αέρινο γλίστρημα, η αβίαστη επιτάχυνση και η ταχύτητά του, λες και δεν ακουμπούσε καν στο νερό, λες και δεν συναντούσε πουθενά αντίσταση. Έκανες μια-δυο κουπιές και πεταγόταν μπροστά, μάζευες ταχύτητα, σήκωνες το κουπί από το νερό και συνέχιζε να κινείται για κάμποσα μέτρα. Η μετάβαση από το sit-on-top στο sea-kayak ήταν σαν να είχα περάσει από FIAT Punto σε Porsche 911 Turbo.
Το γεγονός ότι μπορείς να κινείσαι με κουπί, διατηρώντας για ώρες ολόκληρες ταχύτητες εφάμιλλες μικρών καϊκιών, στα πέριξ των 4 μιλίων/ώρα, δεν είναι κάτι που μπορεί να σε αφήσει αδιάφορο, ούτε ως αίσθηση, ούτε ως κρίσιμος παράγοντας για τη διάνυση μεγάλων αποστάσεων. Και δεν συζητάμε για περιπτώσεις δυνατού καιρού στα πρύμα, όπου μπορεί να πιάσεις και 10+ κόμβους στο σερφάρισμα, με την αδρεναλίνη στα κόκκινα. Δεν είναι όμως τα «γκάζια», αυτό το μοναδικό γλίστρημα στο νερό, η μόνη ή η κύρια ιδιότητα του καγιάκ ανοιχτής θαλάσσης. Τα υπόλοιπα σημαντικά στοιχεία που το διέπουν είναι η αξιοπλοΐα του στην κυματώδη θάλασσα, η ασφάλεια που σου προσφέρει η δυνατότητα άμεσης επαναφοράς μετά από τυχόν ανατροπή του (eskimo-roll), η αυτονομία που σου εξασφαλίζουν οι αποθηκευτικοί χώροι του και κάτι επιπλέον σημαντικό: το σωματικό δέσιμο με τον χειριστή του.
Στο καγιάκ δεν κάθεσαι απλώς μέσα στο κόκπιτ. Καγιάκ και κωπηλάτης συγχωνεύονται σε μία ενιαία μονάδα, δημιουργώντας, κατά κάποιον τρόπο, ένα νέο υβριδικό ον. Για αυτό και ο ακούσιος αποχωρισμός του ενός από το άλλο στην ανοιχτή θάλασσα, του καγιάκερ από το σκάφος του, συνιστά μία μείζονα κρίση, μία επώδυνη ψυχικά και συναισθηματικά αποκόλληση, που θα πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Ο κωπηλάτης να ξαναενωθεί με το σκάφος, ώστε να συνεχιστεί η ρότα απρόσκοπτα. Από όλες τις ιδιότητες του καγιάκ, αυτή που ίσως θα ξεχώριζα είναι η σχεδόν αφιλτράριστη αμεσότητα με τη θάλασσα. Νιώθεις τη δύναμη, την ένταση και τις διακυμάνσεις του υγρού στοιχείου, νιώθεις να γίνεσαι ένα με το νερό ενώ την ίδια στιγμή το μισό σώμα σου είναι προστατευμένο μέσα στο κόκπιτ.
Το καγιάκ είναι ίσως το μοναδικό πλωτό που μπορεί να κάνει προσγειάλωση σχεδόν οπουδήποτε, πέρα από τις παραλίες, κάτι το οποίο αποκαθιστά ουσιαστικά το εγγενές «μειονέκτημα» της απουσίας χώρου ενδιαίτησης, ανοίγοντας διάπλατα τις δυνατότητες για μεγάλα ταξίδια, σε διάρκεια, ευελιξία και αυτονομία. Ακόμα και σε βραχώδη κομμάτια μπορείς υπό συνθήκες να το βγάλεις αν χρειαστεί, για διανυκτέρευση, χωρίς να φοβάσαι για ζημιές. Τα περισσότερα σκάφη είναι εξαιρετικά σε κατασκευαστικές αντοχές, σηκώνοντας μεγάλες καταπονήσεις.
Ακόμα και στην ακραία περίπτωση όμως, που θα συμβεί κάποια μεγάλη ζημιά στο κύτος, τις περισσότερες φορές αυτή επισκευάζεται εύκολα. Τέλος, σε ό,τι αφορά τις πολυήμερες αποστολές, οι αποθηκευτικοί χώροι σε ένα expedition σκάφος (150-220 λίτρα), σημαίνουν ότι μπορείς να έχεις μαζί σου όλα όσα χρειάζονται για μία άνετη διαβίωση, κατασκηνωτικά, ρούχα, εφόδια, φαρμακείο, ηλεκτρονικές συσκευές, βιβλία μέχρι και σκεύη μαγειρέματος.
Είχα την τύχη και τη χαρά να ζήσω πολλές και έντονες εμπειρίες με θαλάσσια καγιάκ, όλα αυτά τα χρόνια, στα διάφορα εγχειρήματα με την ομάδα. Η ίδια η ομάδα χτίστηκε γύρω από αυτόν τον τύπο σκάφους. Κάθε προπόνηση, κάθε εξόρμηση, κάθε εξπεντίσιον είναι και μια κατάδυση σε έναν κόσμο γεμάτο εικόνες και συναισθήματα. Κάθε ταξίδι συνιστά και μια ζωντανή περιπέτεια, ένα βιβλίο του οποίου κάθε σελίδα γράφεται κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, με απρόοπτα, συναντήσεις, εντάσεις, στιγμές φόβου και ώρες απέραντης γαλήνης. Μέρες μοναξιάς και μέρες συντροφικότητας.
Ανάμεσα σε ορίζοντες και στεριές που μικραίνουν και μεγαλώνουν, που χάνονται κι εμφανίζονται, αυτή η μικρή κατασκευή με τον κωπηλάτη της, μια απειροελάχιστη κουκκίδα στον χάρτη, αφήνει εδώ και αιώνες το δικό της ξεχωριστό ίχνος στον υδάτινο κόσμο, γράφοντας πορείες πάνω σε παλιούς και νέους θαλασσινούς δρόμους. Τα μόνα που θα ζητήσει το καγιάκ από τον κωπηλάτη του είναι τον χρόνο και την αγάπη του. Να ασχοληθεί μαζί του, να το μάθει καλά, να μη σταματήσει να βελτιώνεται ως ναυτικός. Και εκείνο θα τον ανταμείψει με εμπειρίες που πρωτύτερα δεν μπορούσε καν να φανταστεί.

Διαχρονικά, πολλοί μελετητές και αναλυτές υποστηρίζουν τη θεωρία της κυκλικά επαναλαμβανόμενης ιστορίας. Αυτό συνέβη και στη δική μου προσωπική ιστορία. Από τις αρχές του έτους 2010 και ενώ έπλεα σε πελάγη ευτυχίας λόγω του επικείμενου γάμου μου το προσεχές καλοκαίρι, βρέθηκα αρχές του 2011 διαζευγμένος (ευτυχώς άνευ τέκνων), περνώντας από την απόλυτη ευτυχία στην απόλυτη δυστυχία, καταρρακωμένος ηθικά, ψυχολογικά, κοινωνικά και οικονομικά. Θα φανταζόταν κανείς ότι ένας άνθρωπος μέσα στη χαρά και την ευτυχία, μεγαλωμένος σε ναυτικό περιβάλλον με σωστές αρχές και εθισμένος σε κάθε δραστηριότητα που σχετίζεται με την έκλυση αδρεναλίνης, από τη στιγμή που θα αγγίξει πάτο, θα δυσκολευτεί πολύ στη συνεχεία να αναδυθεί εκ νέου στην επιφάνεια.
Φορτωμένος λοιπόν δεκαπέντε κιλά πάνω από το κανονικό και ό,τι πιο θλιβερό και αρνητικό υπήρχε σε σκέψεις και συναισθήματα, κατέφυγα για ένα περάσω ανιαρά ένα ακόμη Σαββατοκύριακο στην Ερέτρια, όπου και συνάντησα τον, πρώτα αδελφό και μετά εξάδελφο, Άγγελο, ο οποίος κωπηλατούσε αδιάκοπα επί πολλές ώρες ένα πανέμορφο θαλάσσιο καγιάκ. Αδυνατώντας να κωπηλατήσω με άνεση αυτό το σκαρί, ο Άγγελος μου έδωσε ένα μικρό και πιο κατάλληλο για αρχάριους sit-on-top, το οποίο κωπηλάτησα με μεγάλη χαρά για μερικές ώρες εντός του όρμου του λιμανιού της Ερέτριας. Ήταν η πρώτη φορά που ξέχασα ό,τι κακό μού είχε συμβεί. Το θαλασσινό αγέρι, η αρμύρα και ο απέραντος ορίζοντας, με έκαναν να αισθανθώ και πάλι άνθρωπος, έτοιμος να ζήσει ξανά μια όμορφη ζωή χωρίς λύπες, στενοχώριες και ενοχές. Το καγιάκ έμελλε να είναι ο καταλύτης.
Την επομένη Παρασκευή βράδυ λοιπόν, βρισκόμουν με τον Άγγελο στη διαδρομή για Χαλκίδα οδικώς και σταματώντας σε ένα μαγαζί με καγιάκ αγόρασα το πρώτο μου θαλάσσιο καγιάκ, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Η χαρά μου ήταν ανείπωτη γιατί μετά από πολλά χρόνια σε μεγάλα πλοία και άλλα πλωτά ως πλοίαρχος, αυτή η καινούργια επαφή μου με τη θάλασσα, μου έδινε μια νέα πνοή.
Ένα Σάββατο πρωί, Φεβρουάριο του 2011, ξεκίνησα με ακατάλληλο κουπί, κοντομάνικο και βερμούδα να κωπηλατήσω από Ερέτρια για Χαλκίδα και πίσω, διανύοντας συνολικά τριάντα ναυτικά μίλια στην παρθενική μου κωπηλασία. Στην επιστροφή, νύχτα, με φρέσκο καιρό και αντιμάμαλα, με πρώτο στάδιο υποθερμίας και πρησμένο όλο μου το κορμί, αισθάνθηκα και πάλι άνθρωπος, ελεύθερος και γεμάτος αισιοδοξία.
Μέσω του θαλάσσιου καγιάκ εξελίχθηκα ψυχοσωματικά και κατανόησα πλήρως ότι όπως στη θάλασσα υπάρχουν και μπουνάτσες αλλά και φουρτούνες, το ίδιο ισχύει και στη ζωή. Θα συνεχίσω να κωπηλατώ όσο η φυσική μου κατάσταση το επιτρέπει και όσο υπάρχουν άτομα που σε εμπνέουν να κάνεις όλο και κάτι παραπάνω στη ζωή, διότι πρέπει να ελπίζουμε όχι για τα χειρότερα αλλά για τα καλύτερα. Το θαλάσσιο καγιάκ αποτελεί την ταύτιση ανθρώπου και φύσης. Αν θες να βρεις τον εαυτό σου, να δοκιμάσεις τα όριά σου και να νιώσεις ένα με τη φύση η κωπηλασία είναι ίσως η καλύτερη επιλογή, γιατί το απλό κουπί θα σου φέρει την απλότητα στη ζωή. Μία απλότητα που εν τέλει είναι συνυφασμένη με την ίδια την ευτυχία.

Το ξεκίνησα για χάρη της Βάσως, καινούριο μπελά βρήκαμε σκέφτηκα στην αρχή, δεν φτάνει που τρέχαμε στα βουνά με κάθε ευκαιρία, τώρα έπρεπε να κουβαλάμε κι ένα αυτοκίνητο πράγματα και να βουτάμε και στη θάλασσα μες στο καταχείμωνο… Σιγά σιγά με κέρδισε. Δεν βαρυγκωμούσα πια για το πρωινό ξυπνητήρι το Σαββατοκύριακο γιατί ήξερα ότι σε λίγο θα έρθει η ανταμοιβή: οι καλοί φίλοι, η δυνατή ομάδα, οι όμορφες συζητήσεις κωπηλατώντας πάνω στο νερό ή δίπλα στις σκηνές και τις φωτιές στην παραλία, τα ρακόμελα και οι μουσικές.
Τι είναι για μένα το καγιάκ; Είναι οι Πεταλιοί και η Μακρόνησος, τα Τριζόνια και οι Αλκυονίδες, ο Πόρος και ο Δοκός, ο Κάλαμος, ο Καστός και η Φορμίκουλα, κάποια από αυτά τα μέρη δεν τα γνώριζα καν ότι υπάρχουν πριν το καγιάκ. Είναι ότι είσαι εσύ ο ίδιος ο οδηγός, δεν είσαι παθητικός επιβάτης. Ακουμπάς το νερό, πιάνεις το βράχο, μπαίνεις μέσα στη θαλασσινή σπηλιά με τα δικά σου χέρια, σταματάς για λίγο το κουπί – έστω αυτόν τον ελάχιστο θόρυβο – για να μην ενοχλήσεις το δελφίνι που βλέπεις λίγα μέτρα πιο μακριά να παίζει με το ταίρι του. Είναι το «πέταγμα για τη χαρά του πετάγματος», όπως λέει κι ο γλάρος Ιωνάθαν. Αυτό είναι το καγιάκ για μένα.

Τι με κέρδισε στο καγιάκ, το έχω ήδη γράψει. Θέλησα να γεμίσω τον χάρτη με κουκκίδες, κωπηλατώντας σε νησίδες και ακτογραμμές, να ταξιδέψω με τα δυο μου χέρια, αργά και αθόρυβα. Πέρασαν κιόλας δυο χρόνια. Πράγματι, οι κουκκίδες στον χάρτη πυκνώνουν, μέρη καινούργια που γνωρίζω για πρώτη φορά, μέρη αγαπημένα που πάω ξανά και ξανά, τα ερημονήσια με τους γλάρους και τα θυμάρια, οι κάβοι, τα ανεμοδαρμένα βράχια, τα κρεμαστά νερά, η ίδια η ανάσα της θάλασσας όταν πλέω επάνω της.
Ενθουσιασμός και χαρά αλλά και φόβος για το μεγάλο κύμα, την ξαφνική σπιλιάδα, την απρόβλεπτη αλλαγή του καιρού, την αφιλόξενη ακτή, τη ρεστία των προηγούμενων ημερών, αυτός ο φόβος που υπάρχει πάντα κάπου πίσω, γιατί είπαμε, βουνίσια είμαι, αλλά με τον καιρό τιθασεύεται. Στα δύσκολα, όταν μου σφίγγει την καρδιά, λέω στον εαυτό μου, χαμογέλα και συνέχισε με σταθερό ρυθμό, η ζωή θέλει κουπί.
Συχνά, κωπηλατώντας αναβλύζουν αρχέγονα συναισθήματα, από τα παλιά τα χρόνια, από τότε που οι άνθρωποι πάλευαν με τα στοιχεία της φύσης, που ζούσαν έξω απροστάτευτοι, που κινδύνευαν από το χιόνι, το κρύο, την τρικυμία και τις θύελλες. Η ζωή στη φύση, η μετακίνηση μόνο με τις δικές σου δυνάμεις, πόδια ή, στην περίπτωση του καγιάκ, χέρια, είναι καταγεγραμμένη στα κύτταρά μας, μας υπενθυμίζει τι ήμασταν και σε κάποιους από μας δείχνει τι πρέπει να ξαναγίνουμε για να νιώθουμε καλά.
Οι κυριακάτικες βόλτες ανεκτίμητες, η ζωή είναι μία μόνο και είναι σύντομη, πόσα χρόνια νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις αυτά που σου αρέσουν; Λίγα, πολύ λίγα! Στην αρχή ζεις τη ζωή των γονιών, μετά τη ζωή της παρέας, μετά έρχονται οι ευθύνες και οι υποχρεώσεις της ενηλικίωσης, λίγα τα χρόνια που ξέρεις πραγματικά τι θέλεις, που το διεκδικείς και το κερδίζεις. Οι κυριακάτικες βόλτες στο νερό ξεπλένουν από πάνω μας την καθημερινότητα και τη ρουτίνα, μας δίνουν μια μέρα στις εφτά να ζήσουμε όπως επιθυμούμε, δεν χρειάζεται κάτι μεγάλο και φαντασμαγορικό, αρκούν τα μικρά, τα απέριττα, γιατί αν αθροιστούν, το νούμερο γίνεται σημαντικό.
Έχουν υπάρξει φορές που όπως κατεβαίνω βιαστικά τα σκαλιά, πέφτει το μάτι μου στα καγιάκ, τα χαιρετώ, τους λέω μείνετε εδώ στεγνά σήμερα, προέχουν άλλα, έχουν υπάρξει στιγμές δύσκολες, δυσάρεστες και αγχωτικές που τους λέω θα περάσει κι αυτό και σύντομα θα ανοιχτούμε πάλι στις θάλασσες. Το καγιάκ λοιπόν, δυο χρόνια μετά, είναι για μένα ένα πολύ – πολύ σπουδαίο κομμάτι της ζωής μου.

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Πυθαγόρειο της Σάμου. Η θάλασσα εγκαταστάθηκε μόνιμα σε ένα μέρος του μυαλού μου. Απολύτως ερωτική και μόνιμη η σχέση μαζί της… Η βάρκα του πατέρα, το ψάρεμα, το κολύμπι, ο ήχος απ’ την κοντινή φουρτούνα στο σπίτι τα χειμωνιάτικα βράδια, το κύμα που χτυπούσε τα τζάμια του σχολείου στους μεγάλους νοτιάδες. Φεύγοντας απ’ το νησί στα 18 την πήρα μαζί μου και σε κάθε ευκαιρία την απολάμβανα, κυρίως κολυμπώντας μεγάλες αποστάσεις. Ταχύπλοα, βάρκες και ιστιοπλοϊκά ποτέ δεν με συγκίνησαν, για έναν ανεξήγητο λόγο. Αργότερα, μπόρεσα να απαντήσω το γιατί. Ήταν η επαφή, το άγγιγμα με το νερό…
Έτσι πέρασαν τα χρόνια μέχρι το καλοκαίρι του 2003, 40 πλέον ετών, όταν κάπου στον Μαλιακό είδα για πρώτη φορά από κοντά να πλέει το sit-on-top ενός φίλου. Το πήρα, πήγα μια βόλτα και αμέσως κατάλαβα ότι μια καινούργια περίοδος αρχίζει, η θάλασσα ξαναβρήκε τη θέση της στη ζωή μου…
Το ίδιο καλοκαίρι αγόρασα το πρώτο καγιάκ, ένα κόκκινο sit-on-top από πολυαιθυλένιο, μαζί και ένα κουπί carbon, που σήμερα μου φαίνεται πρωτόγονο. Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς έκανα το πρώτο πέρασμα, Στερεά – Εύβοια, νωρίς το πρωί με μπουνάτσα. Η επιστροφή το μεσημέρι δύσκολη, για πρώτη φορά έπλεα σε κυματισμό εξαιτίας του καθημερινού βορειοδυτικού ανέμου. Το sit-on-top με δυο τρύπες (για αποστράγγιση) στην καρίνα, σταθερό και αβύθιστο, αν και δύσκολα το μανουβράριζες. Έτσι πέρασε αυτό το καλοκαίρι, με σχεδόν καθημερινές βόλτες στα Λιχαδονήσια, τον Άγιο Γεώργιο και τη Βασιλίνα έως τα τέλη Οκτωβρίου. Είχα βρει ξανά τη σχέση με τη θάλασσα των παιδικών μου χρόνων. Αυτό το καλοκαίρι ήταν η αρχή ενός μεγάλου ταξιδιού…
Ο χειμώνας αφιερώθηκε στο διάβασμα και στα video για το θαλάσσιο καγιάκ που έβρισκα -ευτυχώς- στο YouTube. Από τα βασικά, πώς να μπεις μέσα, πώς να κωπηλατείς σωστά, πώς να διατηρείς την ισορροπία έως πιο προχωρημένες τεχνικές ισορροπίας και διάσωσης, roll, low brace, high brace, κ.λπ. Το πιο σημαντικό τότε ήταν η απόφασή μου να αγοράσω καινούργιο σκάφος και μάλιστα sit-in (sea-kayak). Έτσι αγόρασα ένα 4.70 από πολυαιθυλένιο με σκοπό να μάθω και να εμβαθύνω στις τεχνικές και στη συνέχεια να προχωρήσω σε ένα περισσότερο «επαγγελματικό» σκάφος. Εκ των υστέρων, δεν συνιστώ αυτή τη σειρά και προτείνω ο αρχάριος να ξεκινήσει απευθείας σε προηγμένο και αξιόπλοο sea-kayak.
Η επόμενη χρονιά αφιερώθηκε κυρίως σε πρακτική εκμάθηση με το νέο σκάφος, όσων είχα μελετήσει θεωρητικά τον χειμώνα. Δεν επιχείρησα κανένα πέρασμα στην Εύβοια, έχοντας πλέον συνειδητοποιήσει ότι η πλεύση με ένα sit-in καγιάκ δεν είναι εύκολη υπόθεση. Δεν πρέπει να πλέεις μακριά από την ακτή χωρίς να είσαι βέβαιος και χωρίς να έχεις την αυτοπεποίθηση ότι ξέρεις τι να κάνεις και μπορείς να επιβιώσεις αν κάτι δεν πάει καλά.
Το καλοκαίρι του 2005 αισθάνθηκα πλέον έτοιμος να ξεκινήσω με το πλαστικό θαλάσσιο καγιάκ μεγαλύτερες διαδρομές. Έτσι έκανα πολλά περάσματα στην Εύβοια, σε μακρινούς πλέον προορισμούς, πάνω από 30 μίλια με την επιστροφή: Ωρεοί, Πευκί και στον Ευβοϊκό μέχρι το Μεντ Κλαμπ. Με το σκάφος αυτό έμεινα μαζί 4 χρόνια. Με δυσκόλεψε αλλά το αγάπησα. Σε αυτό δοκίμασα και για πρώτη φορά να ψαρέψω με συρτή και το 2008 έπιασα τον πρώτο 2κιλο τόνο, κοντά στα Λιχαδονήσια. Ακόμη όμως δεν έβγαινα το χειμώνα, αφού δεν είχα προμηθευτεί τον κατάλληλο εξοπλισμό.
Την άνοιξη του 2009 αγόρασα το σκάφος που έχω μέχρι σήμερα. Ένα 6μετρο Nelo C-Trek από fiberglass χωρίς skeg. Σκάφος με όχι ιδιαίτερα καλή πλεύση, αλλά πολύ γρήγορο. Αφιέρωσα έναν περίπου μήνα για πρακτική σε τεχνικές διάσωσης και στη συνέχεια πολλές μακρινές βόλτες σε Μαλιακό, Ευβοϊκό και Παγασητικό. Ήμουν πλέον έτοιμος για το πέρασμα στη Σκιάθο, το οποίο έκανα τέλος Ιουνίου. Η επιστροφή λίγο δύσκολη με πλάγιο ισχυρό άνεμο από την Αγ. Ελένη στο Ποντικονήσι και στη συνέχεια στο Πευκί. Θυμάμαι ακόμη, το Nelo να είναι σταθερό στον κυματισμό, ενώ το ποδοκίνητο rudder δεν βοηθούσε καθόλου, αφού ήταν συνεχώς έξω από το νερό. Ήταν η πρώτη φορά που αισθάνθηκα δυνατός και συνειδητοποίησα ότι μπορώ να επιβιώσω και σε δυσκολότερες συνθήκες.
Την επόμενη χρονιά κουβάλησα στο σκάφος στη Σάμο με προγραμματισμό για δύο εξορμήσεις: τον περίπλου του νησιού σε 4 ημέρες και μετά από 1 εβδομάδα το πέρασμα Μαραθόκαμπος – Φούρνοι – Θύμαινα – Αγ. Κήρυκος. Ο περίπλους ήταν καταπληκτικός, μεγάλη η συγκίνηση αφού κωπηλατούσα στις ακτές που τριγύριζα μικρός. Το πέρασμα στην Ικαρία ήταν η πιο συγκλονιστική εμπειρία μου έως τώρα. Η διαδρομή Μαραθόκαμπος – Φούρνοι σε σχεδόν μπονάτσα νωρίς το πρωί. Όταν κατέπλεα στη Θύμαινα άρχισε να φυσάει ελαφρύ μελτέμι. Η απόσταση Θύμαινα – Αγ. Κήρυκος 6 μίλια. Ο αέρας είχε δυναμώσει αλλά το πλάνο μου ήταν να περάσω Ικαρία το μεσημέρι.
Όταν ανοίχτηκα 2-3 μίλια από τη Θύμαινα κωπηλατούσα με ισχυρό πλάγιο βόρειο άνεμο και 1,5 μ. κυματισμό. Σκέφτηκα να γυρίσω πίσω. Είναι η σκέψη που περνά από το μυαλό κάθε ανθρώπου όταν αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες κατά τη διάρκεια μιας διαδρομής… Είχα όμως ήδη διανύσει το μισό δρόμο. Ψυχραιμία και καθαρό μυαλό χρειάζεται για βέλτιστες αποφάσεις, όπως άλλωστε συμβαίνει και στη ζωή. Όταν κατάλαβα ότι οι συνθήκες δεν αποτελούν ακραία απειλή αφοσιώθηκα να κωπηλατώ και να διατηρώ το σκάφος σε πορεία. Μετά από 1,5 ώρα ήμουν 1 μίλι από τον Αγ. Κήρυκο. Ένα τουριστικό σκάφος με πλησίασε και κάτι με ρώτησαν. Μάλλον αν είμαι καλά. Το αγνόησα, δεν απάντησα. Ήμουν προσηλωμένος στον προορισμό…
Σταθμός στη πορεία μου με το θαλάσσιο καγιάκ ήταν η γνωριμία με τα παιδιά από τo South Evian Gulf team. Εξαιρετικοί κωπηλάτες, ο Άγγελος Χριστοφίδης ο καλύτερος στην Ελλάδα, με αποστολές διεθνούς βεληνεκούς. Έμαθα πολλά μαζί τους, λεπτομέρειες που παρά τα χρόνια που ασχολούμαι δεν γνώριζα. Εξαιρετικοί άνθρωποι και προσωπικότητες. Είναι η φιλοσοφία και ο τρόπος ζωής του θαλάσσιου καγιάκ που μας κάνουν να μοιάζουμε σε πολλά. Δυστυχώς, εξαιτίας των πολλών επαγγελματικών υποχρεώσεων τα τελευταία χρόνια δεν μπόρεσα να ανταποκριθώ στις προσκλήσεις τους για νέες αποστολές. Ελπίζω να το κάνω στο μέλλον.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα όλα αυτά τα χρόνια τι είναι και τι προσφέρει το θαλάσσιο καγιάκ στον κωπηλάτη, εκτός από καθαρά αθλητική δραστηριότητα. Θα έλεγα στο μοναχικό κωπηλάτη, γιατί παρά την παρέα δεν παύεις να κωπηλατείς μόνος σου. Είναι ατομική και όχι συλλογική δραστηριότητα: μυαλό, αισθήσεις, σώμα, σκάφος και η θάλασσα. Το θαλάσσιο καγιάκ σε μαθαίνει να ελέγχεις τον εαυτό σου, να κατανέμεις σωστά τις δυνάμεις σου, να παίρνεις βέλτιστες αποφάσεις σε δύσκολες συνθήκες.
Είναι το θαλάσσιο καγιάκ ένα θαλάσσιο σπορ όπως τα άλλα; Απαντώ κατηγορηματικά όχι. Είναι κάτι πολύ παραπάνω. Είναι τρόπος και φιλοσοφία ζωής που συνδέεται με τον στόχο, την προσπάθεια για επιβίωση, το καθαρό μυαλό -να γιατί πρέπει να προσέξεις την αφυδάτωση- το ρίσκο, την επιβεβαίωση ότι ζεις, ότι υπάρχεις. Τι πιο σπουδαίο από το τελευταίο…
Τέλος, το θαλάσσιο καγιάκ σε μαθαίνει να αγαπάς και να σέβεσαι τη φύση και εν προκειμένω τη θάλασσα. Τη θάλασσα των παιδικών μου χρόνων, τη θάλασσα που αγαπώ και αγγίζω με το σκάφος μου. Απολύτως ερωτική και μόνιμη η σχέση μαζί της…

Το καγιάκ μεγάλων αποστάσεων είναι ένα μικρόβιο που το κόλλησα από σύμπτωση, όταν χρειάστηκε να βοηθήσω στην προετοιμασία ενός project. Μέχρι τότε το γνώριζα και το θαύμαζα αλλά με αφορμή εκείνο το ταξίδι, έκανα μια βαθιά βουτιά στα δύο χαρακτηριστικά που εν τέλει με τράβηξαν και θεωρώ ότι είναι δύσκολο να βρεθούν σε άλλη δραστηριότητα.
Όλα τα μοναχικά αθλήματα έχουν μια ατμοσφαιρικότητα. Συνήθως οι άνθρωποι που τους αρέσουν αυτά, έχουν μια ροπή προς την απομόνωση και την εσωστρέφεια. Όχι με την έννοια της δυσκολίας επίτευξης επικοινωνίας, όσο την ενδοσκόπηση και την ανασύνταξη. Από μόνο του αυτό θα μπορούσε να είναι ελκυστικό, όμως το θαλάσσιο καγιάκ το περιβάλλει και με ένα τερέν ακαταμάχητο, τη θάλασσα με τη γαλήνη ή την οργή της, στην απόλυτη ησυχία και απομόνωση. Ένα περιβάλλον που σε ωθεί σε αμέτρητες συζητήσεις με την εριστική ή την ονειροπόλα πλευρά σου, που μπορεί να καταλήξει από τσακωμό μέχρι την κατάκτηση του κόσμου, εντούτοις κάθε φορά κάτι μένει.
Επιπλέον σε βάζει σε μία θέση μειονεκτική απέναντι στη φύση και στις δυνατότητές σου. Θα σου δοθεί αμέτρητες φορές η ευκαιρία να βγεις από τη ζώνη άνεσής σου, να χρειαστεί να σφίξεις τα δόντια και να συνεχίσεις. Δεν υπάρχει ηλεκτρικός να πάρεις αν κουραστείς, δεν μπορείς να σταματήσεις γιατί βαρέθηκες, ούτε να καλέσεις ένα ταξί γιατί ένιωσες ενόχληση σε κάποιον μυ. Άπαξ και είσαι μακριά από την ακτή έχεις μόνο μία επιλογή, να σφίξεις τα δόντια και να συνεχίσεις. Η μοναδική εναλλακτική είναι το ελικόπτερο του Λιμενικού. Είναι τεράστια η ικανοποίηση που νιώθει κανείς όταν υπερβαίνει τις αντοχές του, ανεξάρτητα από το πόσες είναι αυτές.
Εν κατακλείδι, το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της ως δραστηριότητα είναι ότι πιθανότατα ωφελεί την ψυχή περισσότερο από όσο το σώμα. «Κι ένα μίλι πιο μακριά να πάτε, άνθρωποι, ευχαριστώ θα σας πει ο Θεός», παραφράζοντας τον μεγάλο ποιητή.

Καγιάκ; Αυτή η λέξη μπήκε στο λεξιλόγιό μου πολύ πρόσφατα, τα τελευταία μόλις χρόνια. Από παιδί θυμάμαι τον εαυτό μου να ξερογλείφεται κάθε φορά που πηγαίναμε οικογενειακές διακοπές και σε κάποια οργανωμένη παραλία υπήρχαν ενοικιαζόμενα «κανό». «Κανό» το λέγαμε από πάντα αυτό το μικρό βαρκάκι που με το διπλό του κουπί ήταν το θαλασσινό μας παιχνίδι. Για λίγο βέβαια, μιας και κόστιζε για την εποχή η ενοικίασή του και έτσι περιοριζόμασταν σε ένα, το πολύ δύο δεκάλεπτα παιχνιδιού. Τις υπόλοιπες ώρες στην παραλία παίζαμε με τις γνωστές μας σαμπρέλες και στρώματα θαλάσσης. Παρέμενε όμως για πολλά χρόνια, ίσως και λόγω της σύντομης μόνο επαφής στις ολιγοήμερες διακοπές, το άπιαστο όνειρο.
Πέρασαν με αυτή τη μικρή γεύση πολλά από τα παιδικά μας χρόνια και στην πορεία μεγαλώνοντας, ξεχάστηκε η παιδική μας αγάπη. Μέχρι που το 2008 η μικρή μου αδερφή επιστρέφοντας από μια έκθεση σκαφών που είχε επισκεφτεί με τον τωρινό γαμπρό μου, ο Θεός να τον έχει καλά, κουβάλησε σπίτι κάτι σαν «κανό». Λέγοντας «κάτι σαν» εννοώ ότι παραήταν μικρό σε σχέση με αυτά που νοικιάζαμε παλιά. Με μήκος 1,80 μ. και χωρίς την σταθερή πλάτη που είχαν αυτά που θυμόμουν από την παιδική μου ηλικία με ξένισε κάπως. Με ξένισε ακόμη περισσότερο όταν προσπάθησα να το δοκιμάσω στο νερό την επομένη. Λογικό βέβαια μιας και με μέγιστο βάρος φόρτωσης τα 60 κιλά δεν είχα και πολλές ελπίδες με τον τριψήφιο αριθμό κιλών μου. Το σκάφος αυτό το έβγαλα «Τιτανικό», για κάποιον περίεργο λόγο. Το καλοκαίρι εκείνο πέρασε όμορφα, η αδερφή μου έκανε το κουπάκι της στο Πόρτο Ράφτη και εγώ με τον μέλλοντα γαμπρό μου, πίναμε τα καφεδάκια μας χαζεύοντας το απέραντο γαλάζιο.
Το επόμενο καλοκαίρι έφτασε και δεν είχα σκοπό να μείνω απλός θεατής πάλι. Έτσι, το πρώτο μας «κανό», στο οποίο χώραγα και εγώ, ήταν γεγονός. Η επιλογή έγινε από τον κατάλογο ενός εμπόρου μετά τις κατατοπιστικότατες συμβουλές του, όπως π.χ. «παρ’ το σε κίτρινο να φαίνεσαι». Ήρθε λοιπόν το «κίτρινο» στο σπίτι λίγες μέρες μετά. Περίεργο στην όψη, πολύ διαφορετικό από τα παλιά που ξέραμε, με ένα άνοιγμα που χωνόσουν μέσα, κάθισμα, ακόμη και υποδοχές για καλάμια είχε στο πίσω μέρος. Σκαφάρα! Βέβαια η πραγματικότητα ήταν λίγο διαφορετική. Στο νερό ζόριζαν τα πράγματα, ακόμη και μερικές εκατοντάδες μέτρα αρκούσαν για να με εξοντώσουν και οι αποστάσεις έμοιαζαν απελπιστικά μεγάλες. Με μήκος 2,80 μ. και φάρδος 80 εκ. έμαθα στην πορεία ότι μάλλον λογικό ήταν.
Το σκάφος αυτό το βάφτισα «Βάσανο» αλλά παρόλα αυτά έμεινε το βάσανό μου για δυο καλοκαίρια, μέχρι που ήρθε και πάλι η ώρα της αναβάθμισης. Αυτή τη φορά έπλεα σε ασφαλή νερά, το νέο σκάφος το είχα δοκιμάσει από ένα φίλο και είχα ενθουσιαστεί. Κόκκινο στο χρώμα και σε σχέση με το «Βάσανο» εντυπωσιακά ταχύτερο, Ferrari κανονική. Έγινε το μέσο των καλοκαιρινών μου εξορμήσεων για αρκετά χρόνια.
Το καλοκαίρι του 2016 έμελλε να αλλάξουν πολλά. Ήταν η εποχή που είχα την πρώτη μου επαφή με το South Evian Gulf team και τον Άγγελο. Μετά από σύντομη επικοινωνία που είχαμε διαδικτυακά θα έκανα την απόπειρα να ακολουθήσω σε ένα μικρό 2ήμερο που είχαν διοργανώσει από το Σούνιο έως το Ελληνικό. Αποκάλυψη! Ήταν η αρχή του τέλους για το «καγιάκ» μου, εκεί έμαθα τον όρο για πρώτη φορά. Βλέποντας για πρώτη φορά πραγματικά sea-kayak και τον τρόπο που έπλεαν ανεξαρτήτως καιρού μαγεύτηκα, ώστε λίγους μήνες μετά είχα το δικό μου πλέον κανονικό θαλάσσιο καγιάκ, τον HULK!
Έκτοτε έχουμε γράψει αρκετά μίλια, έχουμε επισκεφτεί αρκετά μέρη και έχουμε βελτιωθεί και βελτιωνόμαστε συνεχώς ως καγιάκερ. Η μεγαλύτερη εξέλιξη όμως για μένα ήταν το πέρασμα στην ομαδική πλεύση και στο expedition. Λίγα χρόνια πριν ούτε που θα μπορούσα να φανταστώ ότι το παιχνίδι των παιδικών μας χρόνων, έστω και σε εξελιγμένη μορφή, θα μπορούσε να αποτελεί μέσο ελευθερίας. Ελευθερία και ανεξαρτησία, αυτό είναι το expedition. Ξεκινάς για κάποιον προορισμό με την ομάδα έχοντας τα απαραίτητα για την επιβίωση στο σκάφος σου, είσαι ανεξάρτητος. Πιάνεις στεριά όπου θες, διανυκτερεύεις όπου σε πιάσει η νύχτα. Η αίσθηση αυτή της ελευθερίας είναι κάτι το απερίγραπτο που μόνο αν το βιώσεις μπορείς να το καταλάβεις.

Έχουν περάσει κιόλας τέσσερα χρόνια. Τέσσερα χρόνια διαφορετικά από τα προηγούμενα πενήντα. Τέσσερα χρόνια γεμάτα από εμπειρίες και συναισθήματα. Αν ήθελα να προσδώσω τη σημαντικότητα του πριν και του μετά (από την ενασχόλησή μου με το θαλάσσιο καγιάκ), θα ήμουν υποχρεωμένος να μιλήσω για την προσωπική μου ιστορία σε εποχές π.κ. (προ καγιάκ) και μ.κ. (μετά καγιάκ). Τόσο πολύ αισθάνομαι τη διαφορά του πριν και του μετά! Και όταν μιλάω για διαφορά, εννοώ τη διαφορά σε όλα τα επίπεδα της ζωής μου όσον αφορά την ποιότητα της καθημερινότητάς μου και της σχέσης μου με τα πάντα γύρω μου και μέσα μου.
Αυτό που ήταν το πιο καθοριστικό ήταν η αποκατάσταση της σχέσης μου με τον ίδιο μου τον εαυτό. Δεν ξέρω πραγματικά πώς συνέβη αλλά κατάφερα μέσα από αυτή τη μαγική διαδικασία να γνωρίσω το Φώτη, να συμφιλιωθώ μαζί του και να ισορροπήσω. Πράγματα που παλαιότερα μπορεί να μου φαίνονταν βουνό τώρα μου φαίνονται απλούστερα και πιο εύκολα διαχειρίσιμα. Νομίζω ότι η απάντηση σε αυτή την αλλαγή νοοτροπίας ήταν η επαφή μου με τη θάλασσα και το φυσικό περιβάλλον, που με οδήγησαν στην κατανόηση και τη συνειδητοποίηση του ίδιου του εαυτού μου.
Οι σχέσεις μου με την οικογένειά μου, με τη δουλειά μου, με τους φίλους μου, απέκτησαν μια άλλη διάσταση, μια διάσταση που εγώ θα την ονομάσω ποιότητα. Γιατί στη ζωή μας αυτό που κάνει τη διαφορά είναι η ποιότητα των έργων και των συναισθημάτων μας. Μια άλλη πολύ σημαντική διαφορά -σε σχέση με το πριν και το μετά- είναι η αίσθηση της συμμετοχής στην ομάδα. Το πόσο σημαντικός είσαι για τους συντρόφους σου και πόσο σημαντικοί είναι αυτοί για σένα. Αυτό είναι κάτι που σε γεμίζει δύναμη και γαλήνη. Γιατί αυτό που αξίζει στη ζωή δεν είναι μόνο να ταξιδεύουμε αλλά να συνταξιδεύουμε!

Όχι, δεν θα με παρασύρεις τα εσώψυχα να βγάλω σε κοινή θέα. Γιατί φίλε μου, είναι οι στιγμές, τα λόγια, οι εικόνες και όλα τα συναισθήματα που δεν μολογούνται έτσι εύκολα. Πώς να περιγράψω της βαριάς της συννεφιάς το ασημένιο κύμα; Πώς να μιλήσω για το χορό της γάστρας μου στη φουσκωμένη θάλασσα; Πώς να περιγράψω την ορμή του ανέμου που στεγνώνει το αλάτι στο πρόσωπο; Τι λέξεις θα δείξουν τη γραμμή του νερού που φτιάχνει η πλώρη στις ατελείωτες ώρες γαλήνιας πλεύσης;
Ποιός πίνακας θα χωρέσει της ακτογραμμής την τέχνη; Τι χρώμα έχουν τα πρόσωπα γύρω από τη φωτιά στην παραλία την νύχτα; Τι εννοούν τα χαμόγελα την ώρα που ξεκινάς για ώρες κουπιάς; Όχι φίλε μου, δεν θα μου πάρεις λέξη. Όχι πως δεν σε συμπαθώ κι ούτε πως τα κρατώ για μένα. Αλλά ξέρεις, η περιγραφή χάνει πάντα τη μάχη απ’ την εμπειρία. Γι’ αυτό πάρε ένα καγιάκ και βγες στη θάλασσα και όταν ο κόσμος θα φαντάζει λιγότερο μουντός θα συγχωρέσεις την άρνησή μου.

Θα ξεκινήσω το κείμενο με μια εξομολόγηση. Η θάλασσα για μένα δεν σημαίνει μπάνιο στην παραλία. Η αίσθηση του κρύου νερού πάνω μου δεν μου προσφέρει ιδιαίτερη ευχαρίστηση και η ιεροτελεστία του θαλασσινού μπάνιου, που ως αυτοσκοπό αποζητούν οι περισσότεροι το καλοκαίρι, με αφήνει αδιάφορο. Είμαι καλός κολυμβητής και το καλοκαιρινό κολύμπι στην παραλία είναι μια ωραία ευκαιρία για γυμναστική, αλλά τίποτα περισσότερο. Η θάλασσα για μένα είναι η απέραντη γαλάζια έκταση, οι απόκρημνοι βράχοι, τα αφρισμένα κύματα.
Μα πάνω από όλα είναι το ταξίδι. Με νησιωτική καταγωγή και πατέρα ναυτικό, η θάλασσα και τα πλοία ήταν πάντα μέρος της ζωής μου. Έχω βρεθεί σε μπουνάτσα και σε τρικυμία. Σε πλαστικό βαρκάκι και σε γιγάντιο φορτηγό πλοίο. Και πάντα η ικανοποίηση και η γαλήνη που αισθάνομαι από την κίνηση των κυμάτων και τον ήχο του νερού, είναι κάτι που δεν μπορώ να συγκρίνω με κάτι άλλο. Από παιδί ονειρευόμουν το δικό μου σκάφος. Δεν είχε σημασία αν θα ήταν μικρό η μεγάλο. Αρκεί να μπορούσε να αντέξει στις δοκιμασίες της θάλασσας και να με μεταφέρει στις ακτές και τα λιμάνια, που διάβαζα στα ναυτικά μυθιστορήματα και στους χάρτες.
Ήταν το 2003 όταν διάβασα για πρώτη φορά, σε ένα άρθρο περιοδικού, τις λέξεις «θάλασσα» και «καγιάκ» στην ίδια πρόταση! Το καγιάκ μέχρι τότε στο μυαλό μου και στο μυαλό όλων των Ελλήνων, σήμαινε αποκλειστικά κάθοδο σε ποτάμι. Μοναδική ίσως εξαίρεση τα «κανό» που νοίκιαζαν στις παραλίες, που στην πραγματικότητα έμοιαζαν περισσότερο με τα σημερινά SUP, μόνο που κωπηλατούσες καθιστός με διπλό κουπί. Ήταν οι πρόγονοι των sit-on-top, όμως κανείς δεν τα αποκαλούσε τότε «καγιάκ», και πολύ σωστά καθώς το μόνο κοινό που είχαν ήταν το διπλό κουπί.
Το άρθρο είχε τίτλο “Island Hopping” και περιέγραφε το «νέο χόμπι», στο εξωτερικό φυσικά, του περάσματος από νησί σε νησί με ειδικά κατασκευασμένα θαλάσσια καγιάκ. «Θαλάσσια καγιάκ». Αυτές οι δύο λέξεις κόλλησαν στο μυαλό μου. Ήξερα όπως είπαμε το καγιάκ ποταμού. Ένα μικρό και ευέλικτο σκάφος, που κατέβαινε αφρισμένα ρέματα. Η ιδέα πως μπορούσε να υπάρχει και θαλάσσια εκδοχή του ήταν μια αποκάλυψη. Θα μπορούσε άραγε κάτι τέτοιο να ικανοποιήσει, έστω και με συμβιβασμούς, το παιδικό όνειρο;
Ξεκίνησα να ψάχνω στο ίντερνετ για περισσότερες πληροφορίες. Στην αρχή δεν ήξερα ούτε τι να ψάξω. Έγραψα στη μηχανή αναζήτησης τις λέξεις “sea” και “kayak” και ένας ολόκληρος κόσμος από πληροφορίες άνοιξε μπροστά μου. Παρήγγειλα βιβλία από το Amazon και έμαθα όσα περισσότερα μπορούσα για αυτό το άγνωστο μέχρι τότε σκάφος. Έμαθα πως στην πραγματικότητα το καγιάκ ήταν σκάφος ανοιχτής θαλάσσης, που χρησιμοποιούσαν εδώ και χιλιάδες χρόνια οι λαοί της Αρκτικής για κυνήγι και η ποταμίσια εκδοχή του δεν ήταν παρά ένα παιχνίδι, με μερικές δεκαετίες ιστορίας. Όσο περισσότερα μάθαινα για αυτό το μικρό, ελαφρύ αλλά αξιόπλοο σκάφος, τόσο περισσότερο με ενθουσίαζε η ιδέα να το δοκιμάσω.
Ο ενθουσιασμός αλλά και η απειρία, με ώθησαν να αγοράσω ένα φουσκωτό καγιάκ από ένα πολυκατάστημα. Η χαρά μου απερίγραπτη την πρώτη φορά που έπλεα πάνω του, στα ήρεμα νερά του μικρού όρμου, ενώ η υπόλοιπη παρέα μου κολυμπούσε, έπαιζε ρακέτες και έκανε ηλιοθεραπεία στην παραλία. Όλα εκείνα που με έκαναν να βαριέμαι στη θάλασσα. Το σωστό ρήμα όμως θα ήταν «επέπλεα», καθώς με παρέσερνε ακόμα και το παραμικρό αεράκι και με κόπο επέστρεφα στην αρχική μου πορεία.
Όμως ακόμα και έτσι ήμουν τρισευτυχισμένος. Έπλεα στην ανοιχτή θάλασσα με το δικό μου σκάφος. Πέρασαν αρκετές ώρες πριν αποφασίσω να βγω στη στεριά, κόκκινος σαν αστακός πια, αφού μέσα στον ενθουσιασμό μου δεν φρόντισα για αντηλιακή προστασία. Μόνο δύο φορές χρησιμοποίησα το φουσκωτό μου βαρκάκι και ακόμα βρίσκεται διπλωμένο σε κάποια γωνιά της ντουλάπας. Η αποτυχία όμως δεν με πτόησε. Αντίθετα έμαθα ένα πολύτιμο μάθημα. Πως δεν είναι όλα τα καγιάκ ίδια και αυτή τη φορά θα έκανα τη σωστή επιλογή.
Υπήρχε, από όσο γνώριζα, μόλις ένα κατάστημα με θαλάσσια καγιάκ στην Αθήνα, οπότε οι επιλογές μου θα ήταν εξαιρετικά περιορισμένες. Επιπλέον είχα ένα ακόμα πρόβλημα. Ζούσα σε διαμέρισμα, χωρίς πάρκινγκ ή αποθηκευτικό χώρο κατάλληλο για ένα πεντάμετρο σκάφος. Η ζημιά όμως είχε ήδη γίνει. Οι βόλτες με το φουσκωτό βαρκάκι με είχαν εθίσει. Ήθελα να ξανανιώσω την αίσθηση της ηρεμίας, της πληρότητας και της ικανοποίησης που μου έδινε η πλεύση με τις δικές μου δυνάμεις. Ίσως να συμβάλει σε αυτή την αίσθηση και η θέση του σώματος μέσα στο καγιάκ. Με το κεφάλι λίγα μόλις εκατοστά από την επιφάνεια της θάλασσας και τα κάτω άκρα κάτω από αυτήν, όμως ταυτόχρονα έξω από το υγρό, παγωμένο νερό.
Η αναζήτηση για το ιδανικό σκάφος συνεχίστηκε και με αντάμειψε με περισσότερες γνώσεις για τον σχεδιασμό, την κατασκευή και την ιστορία αυτών των αξιόλογων σκαφών. Σε κάθε τόπο, οι ντόπιοι έχουν εξελίξει μεθόδους και τεχνικές, για να αντιμετωπίσουν τα ιδιαίτερα προβλήματα της περιοχής τους. Δοκιμάζοντας και απορρίπτοντας τις λανθασμένες μεθόδους, πέρασαν από γενιά σε γενιά αυτές που είχαν αποτέλεσμα. Έτσι τα σπίτια στο Αιγαίο είναι λευκά, για να αντανακλούν τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο. Τα καπέλα που φοράνε οι αγρότες στην νοτιοανατολική Ασία έχουν χαρακτηριστικό κωνικό σχήμα σαν ομπρέλα, ιδανικό για να τους προστατεύει από τις πολύ συχνές και ξαφνικές βροχές της περιοχής. Σε όλο τον κόσμο θα βρει κανείς αμέτρητα τέτοια παραδείγματα και το καγιάκ είναι ένα από αυτά.
“Do it like the natives”, είναι μια φράση που συνάντησα στη διάρκεια της αναζήτησής μου και συνοψίζει τη φιλοσοφία, να χρησιμοποιεί κάποιος τη γνώση και τις τεχνικές των ντόπιων, αντί να προσπαθεί να ανακαλύψει από την αρχή λύσεις, σε ήδη λυμένα προβλήματα. Αυτή θα ήταν η απάντηση και στο δικό μου δίλημμα.
Κατασκευασμένο με σκελετό από ξύλα και οστά ζώων και επενδυμένο με δέρματα φώκιας, το καγιάκ εξελίχθηκε μέσα στους αιώνες, για να είναι ικανό να αντιμετωπίζει τις αφιλόξενες θάλασσες του Αρκτικού κύκλου. Αυτή η τεχνική κατασκευής λέγεται “Skin on Frame” και έχει χρησιμοποιηθεί, στη σύγχρονη εποχή, στην κατασκευή των πτυσσόμενων (folding) καγιάκ. Νέα υλικά έχουν πάρει τη θέση των παραδοσιακών. Το ξύλο ή το αλουμίνιο και το πλαστικό για την κατασκευή του σκελετού και το νάιλον, ο πολυεστέρας και άλλα αδιάβροχα υφάσματα τη θέση του δέρματος για την επένδυση. Επιπλέον, τα πτυσσόμενα καγιάκ μπορούν να αποσυναρμολογηθούν για αποθήκευση όταν δεν χρησιμοποιούνται. Με λίγο κατώτερες επιδόσεις από τα πλαστικά ή τα πολυεστερικά sea-kayak (αλλά πολύ ανώτερες από τα sit-on-top), ένα πτυσσόμενο καγιάκ είναι ό,τι πιο κοντινό με τα παραδοσιακά καγιάκ μπορεί να αγοράσει κανείς σήμερα και η λύση όταν ο χώρος αποθήκευσης είναι πρόβλημα.
Ένα πτυσσόμενο καγιάκ που παρήγγειλα το 2004 μέσω ίντερνετ, από την εταιρία κατασκευής του στην Αμερική, και παρέλαβα τρεις μήνες μετά, διπλωμένο μέσα σε ένα τεράστιο σακίδιο πλάτης, ήταν το πρώτο μου πραγματικό sea-kayak. Ταξίδεψα μαζί του στον Σαρωνικό, στον Ευβοϊκό, στο Αιγαίο, στο Λιβυκό και είναι αυτό που με έχει συντροφέψει μέχρι σήμερα, δεκαπέντε χρόνια μετά. Στην αρχή περιοριζόμουν σε μοναχικές βόλτες κατά μήκος της ακτής. Η γνωριμία με άλλους καγιάκερ και κυρίως με τα παιδιά της ομάδας ήταν η αφορμή για να διευρύνω τους ορίζοντές μου, να κάνω μεγαλύτερα ταξίδια με διανυκτερεύσεις και να γνωρίσω τον πραγματικό κόσμο του sea-kayak, που είναι η εξερεύνηση και το ταξίδι πέρα από τα όρια της παραλίας, στην ανοιχτή θάλασσα.
Σήμερα, είμαι στα τελευταία στάδια κατασκευής ενός ξύλινου σκάφους, αντιγράφου (στο σχήμα, όχι στην τεχνική κατασκευής), ενός αυθεντικού καγιάκ της Δυτικής Γροιλανδίας, το οποίο ελπίζω να με συντροφέψει για τα επόμενα χρόνια και να είναι η αφορμή για να βελτιώσω ακόμα περισσότερο τις κωπηλατικές μου ικανότητες. Αυτό όμως, θα είναι το θέμα για κάποιο επόμενο άρθρο.

Βυθίζω το κουπί στη θάλασσα και η κίνησή του με απομακρύνει όλο και περισσότερο από τη βοή της παραλίας. Κάνω τον τελευταίο έλεγχο με τα απαραίτητα που πρέπει να έχω πάνω στο καγιάκ πριν αφήσω τη σιγουριά της ακτής. Με μια κλεφτή ματιά στον ορίζοντα, χαράσσω την πορεία και σε λίγη ώρα βρίσκομαι ανοικτά, στην αγκαλιά της θάλασσας. Ο ήλιος λαμπυρίζει πάνω στις σταγόνες που τα κουπιά αιχμαλωτίζουν, καθώς το σκάφος ανοίγει δρόμο στην επιφάνειά της. Από τα βράχια τα ανήσυχα μάτια των γλάρων με παρατηρούν και μόλις πλησιάζω αφήνουν την φωλιά τους, κάνουν αναγνωριστική πτήση από πάνω μου και προσγειώνονται λίγο μακρύτερα.
Ακούγεται μόνο ο παφλασμός των κουπιών και το ελαφρύ κυματάκι που σκάει στη μάσκα του σκάφους με γεμίζει αλμύρα. Η σιωπή ξεκουράζει το μυαλό μου και η δροσιά της αύρας νικάει τη ζέστη. Τα χρώματα της θάλασσας αλλάζουν συνεχώς και το φως παίζει κρυφτούλι με τους βράχους δίνοντας τους σχήματα παράξενα, που κάθε ζωγράφος θα ήθελε να απαθανατίσει στον καμβά του. Λίγες γουλιές νερό ξεκουράζουν τα χείλη μου από το αλάτι και μου δίνουν δύναμη να συνεχίσω την πορεία που έχω χαράξει. Είμαι ήδη περίπου δύο ώρες στη θάλασσα αλλά αισθάνομαι σαν να ξεκίνησα τώρα. Οι εναλλαγές του τοπίου με την προσπάθεια να γλιστρήσει το σκάφος ανάμεσα στα κύματα κάνουν τον χρόνο να περνά γρήγορα, με μόνο ευχάριστες σκέψεις να συντροφεύουν το πέρασμά του. Η θάλασσα έχει το χάρισμα να παίρνει μακριά κάθε άσχημη εικόνα που η καθημερινότητα μας προσφέρει.
Η σπηλιά του προορισμού μου με καλωσορίζει με κάθε είδος πουλιά που έχουν βρει καταφύγιο βαθιά μέσα της. Φεύγουν από το άνοιγμά της με θόρυβο, καθώς πετούν γύρω μου, παραξενεμένα πώς κάποιος ανακάλυψε το κρησφύγετό τους. Δεν έχουν συνηθίσει να δέχονται επισκέψεις οχυρωμένα στο φρούριο των απόκρημνων βράχων που τα κρατά ασφαλή από αδιάκριτα μάτια. Βέβαια δεν υπολόγισαν ότι με το καγιάκ και κινητήρια δύναμη το σώμα μπορεί κάποιος να εξερευνήσει κάθε τοπίο που με άλλα μέσα θα φαινόταν απροσπέλαστο.
Απολαμβάνω τον ίσκιο της, τα χρώματα που δίνουν τα λιγοστά φυτά στις χαραμάδες της, τις σταγόνες γλυκού νερού που στάζουν από την οροφή της. Μετά από λίγο παραδίδω τη σπηλιά στους νόμιμους ιδιοκτήτες της ευχαριστώντας την που με φιλοξένησε και ξεκινώ τον δρόμο της επιστροφής. Σαν να έχει λίγη ανηφόρα, σκέφτομαι και χαμογελώ μιας και τα μίλια του γυρισμού φαίνονται ατελείωτα. Όμως δεν θα με εμποδίσει να προγραμματίσω την επόμενη εξόρμηση γιατί η κούραση είναι γλυκιά και η ανάσα της θάλασσας μου δίνει τη δύναμη να συνεχίσω να ονειρεύομαι.

Ένα sit-on-top, ένας δυνατός βοριάς και ένα συνεχόμενο σερφάρισμα με πλήρη άγνοια τι ακριβώς κάνω ήταν το κλικ που ένιωσα ένα καλοκαίρι πριν από χρόνια. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωσα ένταση με κάτι που δεν ήταν μοτοσικλέτα. Από τότε σταδιακά κόλλησα με το κουπί και τα γρήγορα καγιάκ, μέχρι που μια μεγάλη εξόρμηση με την ομάδα, μου έδειξε την άλλη πλευρά του καγιάκ, δηλαδή των αποστάσεων, της μάχης με τα κύματα και της ομορφιάς μιας ωραίας ομάδας. Λόγω ηλικίας με προκαλεί οτιδήποτε έχει αθλητικό στόχο όπως η δεξιοτεχνία σε ρολ και άλλες τεχνικές. Θα έλεγα όμως ότι κάθε τι που έχει σχέση με το θαλάσσιο καγιάκ είναι υπέροχο και μοναδικό σε απόλαυση. Ας κωπηλατούμε πάντα.

Αν κάποιος πέρυσι τέτοια εποχή μου έλεγε ότι θα πρέπει το Σαββατοκύριακο να ξυπνήσω το χάραμα με κρύο, για να μπω σε μια βάρκα και να βραχώ, θα του απαντούσα αγριεμένα και με απόλυτη σιγουριά, ότι είναι τρελός και θα προσπαθούσα μάλιστα να του αποδείξω ότι δεν έχει κανένα νόημα να υποβάλεις τον εαυτό σου σε τέτοια ταλαιπωρία. Τον περασμένο Μάρτιο (2018) μου πρότειναν μια βόλτα στο Πόρτο Ράφτη με θαλάσσια καγιάκ και εγώ δέχτηκα, περισσότερο από περιέργεια για να δω τι είναι αυτό που τόσο πολύ έχει ενθουσιάσει την υπόλοιπη παρέα αλλά και η πρόκληση να αποδείξω σε μένα ότι μπορώ να τα καταφέρω. Η βόλτα ξεκίνησε με διάφορες αγωνίες δικές μου του τύπου «θα βραχώ;», «θα μπορέσω ν’ ακολουθήσω;», «μήπως δημιουργήσω πρόβλημα στους υπολοίπους;»
Λίγες κουπιές παρακάτω οι αγωνίες μου είχαν αρχίσει «μαγικά» να εξαφανίζονται και τη θέση τους πήρε η χαρά, ότι κυλάω στο νερό αθόρυβα με τη δική μου δύναμη, μόνη μου, ανεξάρτητη, αλλά συγχρόνως πλαισιωμένη από μια ομάδα ανθρώπων που μπορούσα να μοιραστώ τη χαρά μου, δεδομένου ότι και αυτοί ένιωθαν το ίδιο. Στο τέλος της βόλτας ένιωθα ότι μάλλον είχα προσβληθεί από τη «νόσο kayak», αφού χωρίς δεύτερη σκέψη ανανέωσα το ραντεβού για την επόμενη βόλτα, που στη συνέχεια έγιναν αρκετές και συγχρόνως αναγκαίες για μένα γιατί κάθε φορά όλο και πιο πολύ, ένιωθα ότι το μυαλό μου αδειάζει, ξεκουράζεται και γαληνεύει ενώ το σώμα μου, παρ’ όλη την κόπωση, γίνεται πιο δυνατό και υγιές. Η προαναφερόμενη «νόσος» όμως προχωρούσε και οι σκέψεις να αποκτήσω το δικό μου σκαφάκι έγιναν πιο έντονες.
Λίγο αργότερα ένα κίτρινο Valley Etain 17.5 έγινε δικό μου και η ευχαρίστησή μου πολλαπλασιάστηκε γιατί είναι πλέον το δικό μου σκαφάκι. Η δική μου ASANA που με προκαλεί και με ενθουσιάζει συγχρόνως να ταξιδεύω μαζί της, να προσπαθώ να σερφάρω στα κύματα, να ρολάρω, να βάζω λίγο μεγαλύτερους στόχους, να προσπαθώ να τους κατακτήσω, να χαίρομαι όταν το καταφέρνω, να πεισμώνω όταν αποτυγχάνω, να βλέπω καινούριες θάλασσες και το σημαντικότερο να απολαμβάνω την παρέα, την κουβέντα, τα αστεία και τη ζεστή διάθεση των συγκωπηλατών μου.
Αν κάποιος σήμερα με ρωτούσε γιατί το κάνω αυτό θα του απαντούσα με απόλυτη σιγουριά ότι πολύ απλά δεν μπορώ πια να μην το κάνω, ότι το καγιάκ με βοηθά να νιώθω ξανά σαν παιδί που χαίρεται τη θάλασσα, τη φύση, την παρέα, ελεύθερη και ανέμελη να σκέφτομαι μόνο πότε θα φτάσω στον επόμενο κάβο, απαλλαγμένη από τα ψεύτικα «πρέπει» και τους δήθεν καθωσπρεπισμούς. Τελικά, νομίζω ότι έχω εθιστεί στο καγιάκ και είμαι πραγματικά πολύ χαρούμενη γι’ αυτό.

Το ενδιαφέρον μου για δραστηριότητες μέσα στη φύση και η αγάπη μου προς τη θάλασσα με οδήγησαν στην αποδοχή της πρόσκλησης ενός φίλου, το 2004, να κωπηλατήσουμε παρέα, σε ένα διπλό sit-on-top που μόλις είχε αγοράσει. Από την πρώτη στιγμή αντιλήφθηκα ότι είναι μια δραστηριότητα η οποία με ευχαριστεί απόλυτα, διότι συνδύαζε πολλούς επιμέρους τομείς και δραστηριότητες που με ενδιέφεραν, όπως είναι η άθληση, τα ταξίδια, οι εξερευνήσεις και η δυνατότητα με ένα τόσο φαινομενικά απλό μέσο όπως είναι το καγιάκ να ταξιδέψω και να γνωρίσω με μια άλλη ματιά την ομορφιά της ακτογραμμής της Ελλάδος.
Ακολούθησαν μικρές παράκτιες εξορμήσεις που με τον καιρό εξελίχθηκαν σε πιο μακρινές. Η γνωριμία μου το 2016 με την ομάδα άνοιξε ακόμη περισσότερο τους ορίζοντές μου και την όρεξη για πιο απαιτητικούς προορισμούς, που τώρα πια περιβάλλονται από την εμπειρία και την ασφάλεια που προσφέρει μία ομάδα.