Ήρθε το καγιάκ στη ζωή μας

Βάσω Μαυρομμάτη
Γιάννης Θεοδωρίδης

 

 

 

 

 

 

Δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό μας το ορεσίβιο ότι θα μπορούσαμε να κάνουμε καγιάκ, δεν ξέραμε, δεν είχαμε δει, δεν είχαμε ακούσει. Η πρώτη μας φορά ήταν αρχές του καλοκαιριού 2016 στο Κτυπονήσι ή Εγγλεζονήσι (καρμικό αυτό το νησί) με το καγιάκ ενός αγαπημένου  φίλου. Δεν ήταν και άσχημα να κάνεις τον περίπλου του νησιού χωρίς να αγκυλώνεσαι από τα βάτα και τα αγκάθια.

Τους επόμενους μήνες ακολούθησαν και άλλες βόλτες, οι ακτές της ανατολικής Εύβοιας έγιναν πιο προσιτές, δεν χρειαζόταν να ψάχνεις χωματόδρομους στο google earth για να φτάσεις σε αυτήν την απομονωμένη παραλία, αρκούσαν μερικές κουπιές. Η δε ακτογραμμή επεφύλασσε εκπλήξεις, σπηλιές, όμορφα βράχια, πράσινα νερά, απόκρημνες ορθοπλαγιές. Η απόφαση ελήφθη το φθινόπωρο. Θα πάρουμε κι εμείς ένα διπλό sit on top καγιάκ, το οποίο και έφτασε μια Παρασκευή του Νοεμβρίου στα χέρια μας κι εμείς δεν ξέραμε ποια ήταν η πλώρη και ποια η πρύμνη.

 

 

 

 

 

Το επόμενο πρωί όμως φορέσαμε τα… πεζοπορικά μας ρούχα (καλά που δεν πήραμε και τα μπαστούνια μας μαζί) και ξεκινήσαμε για Κτυπονήσι, όπου θα συναντούσαμε μια ομάδα δεινών καγιάκερ. Κάθε αρχή και δύσκολη, δεν μπορούσαμε να πάμε ευθεία, στρίβαμε  άγαρμπα δεξιά – αριστερά, φθάνοντας στο νησί φάγαμε και μια ωραία τούμπα και βρεγμένοι βγήκαμε στην ακτή να στεγνώσουμε. Οι καγιάκερ που έφτασαν λίγο αργότερα ήταν υπέροχοι μέσα στα σκαφάκια τους, λικνίζονταν με χάρη και σιγουριά, ήταν και πολύ ωραίοι άνθρωποι, μας κέρδισαν με την πρώτη.

Σε λιγότερο από ένα χρόνο βγήκαμε 41 φορές με το καγιάκ μας, κάθε φορά και καλύτερα, εξοπλιστήκαμε κατάλληλα και αρχίσαμε να ψάχνουμε θαλασσινές διαδρομές, να μετράμε τις βραχονησίδες και τις απάτητες παραλίες και να τις βρίσκουμε πολλές. Πήγαμε στο Ασπρονήσι και στο Κολοκύθι της Ερέτριας, στο Μακρονήσι (Δίπορτα) της Δόμβραινας, στο Αταλαντονήσι και στον Άη Νικόλα της Αταλάντης, στην Ρόμβη και στο Δασκαλειό του Τολού, στην Μονή της Αίγινας και στις Αλκυονίδες του Κορινθιακού.

Καλοκαίριασε και εμείς να κωπηλατούμε από παραλία σε παραλία στην αγαπημένη Εύβοια, κάθε φορά και λίγο πιο μακριά και με λίγο πιο δύσκολο καιρό, το πήραμε μαζί μας και στην Σαμοθράκη και καυχιόμαστε ότι είμαστε από τους λίγους που γνώρισαν, πέρα από τις βάθρες και τα φαράγγια του νησιού, και μέρος της άγριας νότιας ακτής, στη σκιά του όρους Σάος.

Εκεί όμως που αναγνωρίσαμε την ανεκτίμητη αξία του kayaking  ήταν όταν λόγω ενός προβλήματος υγείας στην οικογένεια, εγκλωβιστήκαμε για πρώτη φορά δεκαπενταύγουστο στην Αττική. Το φιλόξενο Κτυπονήσι ήταν εκεί, ένας κόσμος «μικρός μα μέγας», με μια λιλιπούτεια παραλία αποκλειστικά για μας, με κοχύλια και βραχάκια και ποσειδωνίες στον βυθό. Κι ακόμα οι ακτές του Ευβοϊκού δίπλα στο σπίτι μας, που όμως δεν είχαμε γνωρίσει  μέχρι τότε, τα μικρά διαμαντάκια ανάμεσα στην Αγκώνα, στον Βαρνάβα και στο Σέσι, προσιτά μόνο από θάλασσα.

Τελειώνοντας το καλοκαίρι πήραμε την απόφαση να προχωρήσουμε ένα βήμα ακόμα και να αποκτήσουμε δυο καγιάκ ανοιχτής θαλάσσης. Γιατί; Επειδή νιώθουμε ταξιδευτές και θέλουμε να ανοίξουμε την ακτίνα δράσης μας πέρα από τα 5-7νμ, κάποιες ομορφιές είναι λίγο πιο μακριά και πρέπει να τις φτάνουμε, κι ακόμα επειδή στη μέση της ζωής μας κάνουμε κέφι να μάθουμε και να δώσουμε χώρο στο καινούριο. Βέβαια, το σημαντικότερο είναι ότι οι δεινοί καγιάκερ που γνωρίσαμε πριν από ένα χρόνο στο Κτυπονήσι και καλοί μας φίλοι τώρα πια, είναι δίπλα μας και έτσι έχουμε έτοιμες απαντήσεις και λύσεις και κοινά σχέδια για μελλοντικές εξορμήσεις.

Μας κέρδισε λοιπόν το καγιάκ και όσο το γνωρίζουμε τόσο περισσότερο το εκτιμούμε. Με την κωπηλασία διευρύνεται ο τόπος, πίσω και από το πιο ταπεινό βραχάκι ίσως κρύβεται κάτι όμορφο, στην επόμενη στροφή της ακτής μπορεί να αποκαλυφθεί μια σπηλιά ή μια στάλα παραλίας. Πας με τις δικές σου δυνάμεις, αργά αλλά ανέξοδα, αθόρυβα  και χωρίς αποτύπωμα. Καθώς γλιστράς πάνω στο νερό και είσαι τόσο κοντά στην επιφάνειά του ο νους σου χαλαρώνει, το μάτι ξεκουράζεται, το αυτί απολαμβάνει, δεν υπάρχει πιο όμορφος ήχος από τον παφλασμό των κυμάτων και το κράξιμο των γλάρων. Ταυτόχρονα δυναμώνουν τα μπράτσα, οι ώμοι, το στήθος, η πλάτη, οι κοιλιακοί, ακόμα και τα πόδια. Μαθαίνεις να διαβάζεις χάρτες και μετεωρολογικά δελτία, κατανοείς ναυτικούς όρους, ονομάζεις τον αέρα Γαρμπή και Μαΐστρο και τα βράδια της Κυριακής επιστρέφεις με φορτισμένες τις μπαταρίες σου και γεμάτες τις μνήμες του μυαλού και της φωτογραφικής.

 

 

 

 

 

Σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα, η πρώτη μας έξοδος με τα νέα μας σκάφη, το «Calea mari» (μεγάλος δρόμος στα βλάχικα) και το «Αερικό» (από το ομώνυμο τραγούδι), τα χαρήκαμε από τις πρώτες κουπιές, ευέλικτα, σπιρτόζα και κατακόκκινα! Ανυπομονούμε να ταξιδέψουμε πάνω τους σε μέρη όμορφα, στον Καστό και στον Κάλαμο, στους Λειψούς και στην Αστροπαλιά, στην Γαύδο  και στο Αγιοφάραγγο… γιατί όπως έχει γράψει και ο Εμπειρίκος και τραγούδησε ο Θανάσης Παπακωσταντίνου:

«Είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες.
Όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει.
Όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ.»


Διαβάστε ακόμη: