Η γέννηση της ομάδας

Άγγελος Χριστοφίδης

 

 

 

 

 

 

Άνοιξη 2010. Ένα έντονο αίσθημα αβεβαιότητας έχει μόλις εγκατασταθεί στη ζωή όλων μας και οι πρώτοι κραδασμοί, πριν ακόμα καταρρεύσει το σύμπαν, υπαγορεύουν αναθεώρηση συνηθειών και προτεραιοτήτων. Σε μένα, το πρώτο έξοδο που περιορίστηκε δραστικά ήταν η βενζίνη, που σήμαινε ότι κάποιες από τις μηχανοκίνητες κατασκευές, στεριανές και θαλασσινές, που για πολλά χρόνια με είχαν τροφοδοτήσει με εικόνες, εμπειρίες και συγκινήσεις, θα σιγούσαν, τουλάχιστον για την ώρα. Έτσι λοιπόν, το καρτ παροπλίστηκε, το φουσκωτό σκεπάστηκε κι αυτό, άγνωστο για πόσο, και έμεινε μόνο το αμάξι να μου θυμίζει μια στο τόσο την εποχή που μόλις αφήναμε πίσω μας. Το κενό που δημιουργήθηκε στη στεριά ήταν διαχειρίσιμο. Στη θάλασσα, όμως, το πλήγμα ήταν μεγαλύτερο. Επί τόσα χρόνια αυτή η ζωντανή ύπαρξη με τα άπειρα πρόσωπα, μας έδινε ζωή και άμα αγαπήσεις τη θάλασσα από παιδί, δεν μπορείς να κάνεις μακριά της. Ούτε σε παρηγορεί να τη βλέπεις μόνο απέξω, αντιθέτως εκεί είναι που σε πονάει περισσότερο γιατί θες να μπεις μέσα να την ταξιδέψεις.

Τότε, λίγο πριν μπει το καλοκαίρι, πήρα την απόφαση να αγοράσω ένα μικρό καγιάκ, που θα μου έδινε τη δυνατότητα να είμαι στο νερό ανά πάσα στιγμή και χωρίς έξοδα. Άλλωστε, επί χιλιάδες χρόνια πώς ταξίδευαν οι άνθρωποι στη θάλασσα; Μόνο με κουπί, πάνω σε λιτές κατασκευές όπως ήταν τα μονόξυλα και οι παπυρέλλες. Στο προϊστορικό Αιγαίο δε, υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις ότι δεν έκαναν μόνο ακτοπλοΐα με εκείνα τα πρώτα κωπήλατα σκάφη αλλά και διασχίσεις στην ανοιχτή θάλασσα και μάλιστα με βάση αυτές τις ενδείξεις και προκειμένου να ελεγχθεί πειραματικά αν ένα μεγάλο ταξίδι με κωπήλατο σκάφος ήταν κάτι εφικτό, το 1988 οργανώθηκε ένα πειραματικό εγχείρημα στο Αιγαίο, από το Ελληνικό Ινστιτούτο Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης, υπό την εποπτεία του Χ. Τζάλα, όπου μια παπυρέλλα με 6 κωπηλάτες έφυγε από το Λαύριο και έφτασε στη Μήλο. Από την πρώτη στιγμή λοιπόν που αποφάσισα να πάρω το καγιάκ ήξερα ότι αργά ή γρήγορα θα επιχειρούσα και κάποιο ταξίδι με αυτό. Ένα ταξίδι που είχα στο μυαλό μου κάμποσα χρόνια πριν και σχεδίαζα να επιχειρήσω με το φουσκωτό ακόμα τότε, ήταν ένας μεγάλος διάπλους από την Ερέτρια, που είναι η ναυτική βάση μας, μέχρι το Ηράκλειο, όπου μένουν μόνιμα μερικοί καλοί φίλοι και τότε σπούδαζε εκεί κι ο αδερφός μου.

Η ιδέα του ταξιδιού αυτού με το καινούργιο, κωπήλατο σκαρί καρφώθηκε στο μυαλό μου. Από τους πρώτους με τους οποίους το μοιράστηκα ήταν ο αδερφός μου. Τον πήρα τηλέφωνο ένα απόγευμα, καλοκαίρι του ’10, και όταν του είπα ότι «σκέφτομαι να κατέβω Κρήτη με το καγιάκ, δια θαλάσσης», γελάσαμε και οι δύο αυθόρμητα. Όσο κι αν το ταξίδι μου είχε φανεί μια πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα που θα άξιζε αν μη τι άλλο να διερευνηθεί η πιθανότητα πραγματοποίησής της, στα πρώτα στάδιά της έτεινε πολύ περισσότερο προς την ουτοπία. Όσο περνούσε ο καιρός όμως και ωρίμαζε στο μυαλό μου, τόσο γινόταν και πιο ρεαλιστικό, χωρίς ωστόσο ποτέ να εξαφανιστεί εντελώς η αίσθηση ότι θα επρόκειτο για ένα μάλλον ακραίο εγχείρημα. Οι αντιδράσεις όσων, μετά από λίγο καιρό, μάθαιναν για το εγχείρημα κυμαίνονταν από ένα χαμόγελο δυσπιστίας, σαν να αμφιταλαντεύονταν για το αν αυτό που μόλις είχαν ακούσει ήταν αστείο ή σοβαρό, μέχρι μία έκφραση απορίας και τρόμου. Οι περισσότεροι κατέληγαν λέγοντας ότι το εγχείρημα είναι «αδύνατο» και ότι «δεν γίνεται».

Αμέσως μετά τον αδερφό μου, μίλησα με τον Άγγελο Μηνούδη και με τον Χρήστο Φλεβοτόμο, που μας συνέδεε μακρόχρονη, αδερφική φιλία και κοινή αγάπη για τη θάλασσα, τα σκάφη και τα ναυτικά ταξίδια. Τους είπα το σχέδιο και ότι αν επρόκειτο να το προσπαθήσουμε ήταν σημαντικό να φτιάξουμε μια ομάδα, που θα είχε μια φιλοσοφία και ορισμένες αρχές. Δεδομένου ότι αυτό το πρώτο μας εγχείρημα, ο διάπλους Αιγαίου, αν γινόταν ποτέ θα γινόταν και για έναν ορισμένο κοινωνικό σκοπό, τη συγκέντρωση χρημάτων για παιδιά με προβλήματα υγείας, αυτό θα ήταν και η βασική αποστολή της ομάδας. Μεγάλα ταξίδια με καγιάκ με σκοπό τη διάδοση του έργου συλλόγων που βοηθούν άρρωστα παιδιά να γίνουν καλά. Οι άλλοι δυο καπεταναίοι συμφώνησαν με ενθουσιασμό και η ομάδα άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Το όνομά της θα το έπαιρνε, τιμής ένεκεν, από τη θάλασσα στην οποία μεγαλώσαμε και ανδρωθήκαμε ναυτικά, τον Νότιο Ευβοϊκό Κόλπο. Εγένετο, λοιπόν, South Evian Gulf team.

Παράλληλα με όλα αυτά ξεκίνησα να δουλεύω πάνω στο καινούργιο πλωτό, για το οποίο δεν είχα την παραμικρή ιδέα μέχρι τότε. Αφότου μου έδειξε κάποιες βασικές αρχές τεχνικής ο πωλητής στο μαγαζί από όπου το αγόρασα, συγκέντρωσα μια αρχική βιβλιογραφία και μια σειρά από εκπαιδευτικά βίντεο όπου οι κορυφαίοι καγιάκερ του κόσμου σου εξηγούν τις τεχνικές βήμα-βήμα και ξεκίνησα να μελετάω, εφαρμόζοντας παράλληλα αυτά που διάβαζα και στην πράξη, δηλαδή στο νερό. Ταυτόχρονα, εκπόνησα κι ένα προπονητικό πρόγραμμα, προκειμένου το μοτέρ να βελτιωθεί σε αντοχή και δύναμη, καθώς οι απαιτήσεις του διάπλου θα ήταν πολύ υψηλές.

250 συνολικά μίλια με κουπί μέσα σε 20 μέρες το πολύ, σε κεντρικό και νότιο Αιγαίο, θάλασσες που δεν αστειεύονται, μεταξύ των οποίων και τα 50 μίλια ανοιχτής θάλασσας του Κρητικού που θα έπρεπε να βγουν μονοκόμματα μέσα σε λιγότερες από 16 ώρες. Όλα αυτά σήμαιναν ότι δεν χωρούσε κανένας συμβιβασμός σε ό,τι είχε να κάνει με την προετοιμασία. Έχοντας ζήσει από πρώτο χέρι τι μπορεί να κάνει η θάλασσα, ειδικά στο Αιγαίο, υπήρχαν στιγμές που με έπιανε ταχυπαλμία και μόνο στη σκέψη ότι βρίσκομαι εκεί μέσα με ένα μικρό κωπήλατο σκάφος, με τον καιρό φορτωμένο. Για τον λόγο αυτόν το αρχικό πλάνο ήταν διετές, δηλαδή το ταξίδι θα γινόταν το 2012, ώστε να μπορέσω να δουλέψω όσο το δυνατόν περισσότερο. Στο κομμάτι το καθαρά αθλητικό, με βοήθησαν οι γνώσεις και η πείρα από την ενασχόλησή μου με τον πρωταθλητισμό, καθώς και η αυτοπειθαρχία που απαιτείται σε κάθε είδους αθλητική προετοιμασία, ενώ στο κομμάτι το θαλασσινό η όποια πείρα είχα αποκτήσει από τα ταξίδια στο Αιγαίο με το φουσκωτό. Ωστόσο, θα έπρεπε και να μάθω να κουμαντάρω το καινούργιο, κωπήλατο σκαρί όσο καλύτερα γινόταν, σε κάθε καιρό μέχρι 6-7 δύναμη, καθώς και όλα τα πρωτόκολλα διάσωσης και διαχείρισης κρίσης.

Να πούμε σε αυτό το σημείο ότι το sea kayak, δηλαδή το καγιάκ ανοιχτής θαλάσσης, που έλκει την καταγωγή του απευθείας από το παραδοσιακό σκάφος κυνηγιού των Γροιλανδών, μικρή έως ελάχιστη σχέση έχει με το flatwater kayak, δηλαδή το καγιάκ ήρεμων νερών που είναι ολυμπιακό αγώνισμα και γίνεται σε λίμνες, προφυλαγμένους όρμους ή κωπηλατοδρόμια. Και ενώ το flatwater εμπίπτει στους τομείς ενασχόλησης ορισμένων ναυτικών ομίλων –όπως και το slalom kayak με το οποίο υπάρχουν ακόμα λιγότερες ομοιότητες- το sea kayak ήταν και παραμένει σχεδόν παντελώς άγνωστο στη χώρα μας. Η βασική του διαφορά με τα ολυμπιακά αγωνίσματα, είναι ότι αυτά είναι μόνο αθλήματα και τίποτα περισσότερο. Το sea kayak είναι κι αυτό άθλημα αλλά είναι ταυτόχρονα και ναυσιπλοϊκή τέχνη καθώς και επιβίωση στο χαοτικό και δυνητικά επικίνδυνο περιβάλλον της ανοιχτής θάλασσας. Αυτά είναι που το κάνουν τόσο διαφορετικό και τόσο γοητευτικό. Ως sea kayak δεν λογίζονται βέβαια τα ανοιχτά «κανό» (sit-on-top) για ξένοιαστες βόλτες στο γιαλό ή για παράκτιο ψάρεμα, που έχουν τη δική τους χάρη και ελάχιστες απαιτήσεις.

Ενόσω συνέχιζα να γράφω μίλια και να διαβάζω, μπαίνοντας σε ολοένα και βαθύτερες λεπτομέρειες, συνειδητοποίησα ότι ήταν πολύ σημαντικό να ψάξω για παρόμοια εγχειρήματα που πιθανώς να είχαν γίνει στο Αιγαίο κατά το παρελθόν και για τους ανθρώπους που θα τα είχαν υλοποιήσει, ώστε να αντλήσω όσο το δυνατόν περισσότερες πληροφορίες από πρώτο χέρι. Οι πρώτες έρευνες που έκανα στο ίντερνετ ήταν απογοητευτικές. Άρχισα, ωστόσο, να συγκεντρώνω στοιχεία από άλλες μεγάλες αποστολές ανά τον πλανήτη, που ήταν λεπτομερώς καταγεγραμμένες.

Είχε μόλις μπει το φθινόπωρο όταν σε μια από τις προπονήσεις μου, το τυπικό τότε κροσάρισμα Ερέτρια – Άγιοι Απόστολοι και πίσω, έτυχε να συναντηθώ με δυο κωπηλάτες που είχαν βγει τη βόλτα τους, λίγο έξω από το λιμανάκι των Αγίων Αποστόλων. Πιάσαμε τότε την κουβέντα και μεταξύ άλλων τους ρώτησα μήπως γνώριζαν αν έχει γίνει κάποιο μεγάλο εγχείρημα με καγιάκ στο Αιγαίο. Μου είπαν ότι είχαν γίνει μερικά μεγάλα ταξίδια κάποια χρόνια πριν, μεταξύ των οποίων και ο περίπλους της Κρήτης, από κάποιον κρητικό, αλλά δεν θυμούνταν τον όνομά του. Το ίδιο βράδυ μπήκα να ψάξω με λέξεις κλειδιά για αυτόν τον άγνωστο κρητικό κωπηλάτη, που μου φαινόταν τότε πρόσωπο σχεδόν μυθικό.

Πράγματι, μετά από μια σύντομη αναζήτηση, εμφανίστηκε ένα κείμενο σε μια παλιά, ξεχασμένη ιστοσελίδα, όπου ο κωπηλάτης, ονόματι Κώστας Μανατάκης, αποκαλυπτόταν, μιλώντας για τα ταξίδια του. Και μιλούσε με έναν τρόπο ρομαντικό, ανθρώπινο, ναυτικό, χωρίς ίχνος αλαζονείας. Το ιστορικό του εντυπωσιακό: περίπλους Κρήτης το ’99, περίπλους Πελοποννήσου το ‘00, περίπλους ελεύθερης Κύπρου το ‘01, Αλεξανδρούπολη – Σχοινιάς το ‘02. Στο κάτω μέρος της σελίδας υπήρχε κι ένα email, οπότε του έστειλα μήνυμα το ίδιο βράδυ, αποκαλύπτοντας σε γενικές γραμμές το σχέδιό μου. Λίγες μέρες μετά μου απάντησε και πιάσαμε την κουβέντα. Μου μίλησε για τα ταξίδια του, το πώς ξεκίνησε, τις δυσκολίες που συνάντησε, τις συγκινήσεις που έζησε και πολλά άλλα. Το κουπί το είχε κρεμάσει από το 2002, μετά το τελευταίο ταξίδι του και από τότε δεν είχε ξαναμπεί στο καγιάκ. Του έδειξα τον χάρτη με τη διαδρομή και τα σκέλη και μου ζήτησε λίγο χρόνο να το μελετήσει για να μου πει τη γνώμη του. Όταν ξαναμιλήσαμε, λίγες μέρες μετά, μου είπε ότι «μια χαρά είναι, βγαίνει, άμα θες το κάνουμε παρέα».

Η τιμή ήταν μεγάλη, η χαρά απερίγραπτη. Ο θρυλικός κωπηλάτης Κώστας Μανατάκης ξεκρέμαγε το κουπί μετά από 8 χρόνια αποχής, έμπαινε στην ομάδα και θα δουλεύαμε μαζί για την αποστολή. Τις επόμενες εβδομάδες μιλούσαμε σχεδόν καθημερινά για το εγχείρημα. Μόνο με την ημερομηνία που προέβλεπε το πλάνο μου διαφώνησε ο Κώστας, προτείνοντας να το κάνουμε το 2011, αντί το 2012. Μολονότι είχα κάποιους σοβαρούς ενδοιασμούς για το αν θα προλάβουμε να είμαστε έτοιμοι τον Μάιο του 2011, δηλαδή μόλις 7 μήνες από εκείνη τη στιγμή, ο Κώστας με καθησύχασε και ξεκίνησε και ο ίδιος να ξαναγράφει μίλια. Ένα πρόβλημα ήταν ότι μέναμε σε απόσταση, εγώ Αθήνα και Εύβοια, ο Κώστας Χανιά, οπότε δεν μπορούσαμε να κάνουμε κοινές προπονήσεις. Ελπίζαμε όμως ότι θα καταφέρναμε τουλάχιστον να κάνουμε κάποιο μικρό δοκιμαστικό ταξίδι μαζί, πριν τον διάπλου.

Εν τω μεταξύ προχωρούσε και η οργάνωση της ομάδας. Επόμενος άνθρωπος με τον οποίο θα μιλούσα ήταν ο αξέχαστος δάσκαλός μας στη ναυτική μετεωρολογία, Γιώργος Κασιμίδης. Μάζεψα ένα απόγευμα όλους τους χάρτες και τις σημειώσεις μου και πήγα σπίτι του να μιλήσουμε για το σχέδιο. Ο δάσκαλος αντιμετώπισε την ιδέα με επιστημονική ψυχραιμία. Ανοίξαμε τους χάρτες και πιάσαμε τη διαδρομή κομμάτι-κομμάτι, κάθε μπουγάζι και κάθε κάβο ξεχωριστά. Έμεινα σπίτι του μέχρι αργά και φεύγοντας, συνειδητοποίησα ίσως για πρώτη φορά ότι το όλο πρότζεκτ έχει αρχίσει να γίνεται σοβαρό και ότι πλέον δουλεύουμε ως ομάδα. Λίγο καιρό μετά ο δάσκαλος θα μας έφερνε σε επαφή και με τη συνάδελφό του στην ΕΜΥ, Χρυσούλα Πέτρου, που επίσης επρόκειτο να παίξει καταλυτικό ρόλο στην ομάδα.

Και ενώ όλα προχωρούσαν γρήγορα και με σταθερά βήματα, κατά το Δεκέμβρη μου στέλνει μήνυμα ο Κώστας ότι είχε πέσει από ένα δέντρο και είχε σπάσει το χέρι του. Στην καλύτερη θα έμενε στο γύψο για δυο μήνες, και για άλλους τόσους θα έπρεπε να απέχει από κάθε βαριά δραστηριότητα. Ο ίδιος δεν ανησύχησε καθόλου, βέβαιος ότι θα προλάβει να είναι έτοιμος μέχρι τον Μάιο. Εγώ συνέχισα τις προπονήσεις όλο το χειμώνα, μαζί με τον σχεδιασμό, ελπίζοντας ότι ο Κώστας θα έχει αποθεραπευτεί μέχρι το Μάρτη, ώστε να προλάβει να προπονηθεί, έστω για δυο-τρεις μήνες, πριν το ταξίδι.

22 Μαΐου 2011, ξημερώματα. Σε μια μικρή παραλία της Ερέτριας λίγος κόσμος. Γονείς, συγγενείς, φίλοι και οι υπόλοιποι της ομάδας. Τα σκάφη κατεβαίνουν στο νερό. Αποχαιρετισμός και λίγα δάκρυα. Μπροστά μας μια θάλασσα πιθανοτήτων. Τα χέρια σκάβουν τις πρώτες κουπιές. Η πρώτη αποστολή του South Evian Gulf team είχε μόλις πάρει απόπλου για Κρήτη.