Πιστοί στο καθιερωμένο ραντεβού μας, βάλαμε φέτος πλώρη για τη 14η συναπτή αποστολή της ομάδας. Παραμένοντας σε αιγαιοπελαγίτικα νερά, βάλαμε ως στόχο τον περίπλου ενός νησιού που φημίζεται για την ιστορία του, την άγρια ομορφιά και τις δυσπρόσιτες ακτές του. Στις βορινές ακτές του ξεσπά ολόκληρο το Αιγαίο, καθιστώντας τη ναυσιπλοΐα πλησίον του, μία δύσκολη υπόθεση. Αμοργός λοιπόν. Έχοντας και δυο νέους κωπηλάτες δίπλα μας, καθένα από τα 55 ναυτικά μίλια του περίπλου, και φέτος αφιερωμένου στην προστασία των θαλασσών, θα αποκτούσε κι ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον. Περιγράφουν οι Άγγελος Χριστοφίδης και Αντώνης Σωτηρόπουλος.
Ανοίγω τη βαριά σιδερένια πόρτα και βγαίνω στο κατάστρωμα. Οι μηχανές του πλοίου δουλεύουν νωχελικά, σπρώχνοντας το βαπόρι με περίπου 20-22 μίλια την ώρα. Είναι ακόμα νύχτα αλλά το μεγάλο φεγγάρι φωτίζει τη θάλασσα, τον ουρανό και τα αραιά σύννεφα πάνω από τις βουνοκορφές του νησιού. Αμοργός. Κάθομαι απλά και κοιτάζω. Είναι τέτοια η αγαλλίαση της στιγμής, που διώχνει μακριά οποιαδήποτε σκέψη. Λίγη ώρα μετά έρχεται κι ο Αντώνης. Ακουμπάμε κι οι δυο πάνω στην κουπαστή και παρατηρούμε στεριά, ουρανό και θάλασσα, με το φως του φεγγαριού να απλώνεται πάνω τους, χωρίς να μιλάμε. Σε λίγες ώρες θα είμαστε μέσα στα καγιάκ, για τον περίπλου.
Από την Αμοργό είχα ξαναπεράσει το ’14, στο Ελλάδα 1000 Μίλια, με ρότα για Κίναρο, Λέβιθα και Κάλυμνο. Πάνε δέκα χρόνια από τότε αλλά μου φαίνεται σαν να ήταν χτες. Άραγε περνάει τόσο γρήγορα ο χρόνος από μια ηλικία και μετά ή μήπως μερικές εμπειρίες είναι τόσο έντονες, που ο χρόνος δεν επιφέρει σχεδόν καμία φθορά πάνω τους καθώς τις μετασχηματίζει σε αναμνήσεις, στρεβλώνοντας πλήρως την απόσταση που έχει μεσολαβήσει; Ίσως να ισχύουν και τα δύο. Σημασία έχει ότι τώρα μας περιμένει μια καινούργια εμπειρία. Με τον Αντώνη οι ώρες στο πλοίο πέρασαν όμορφα. Συζητήσαμε πολλά και διάφορα. Για το νέο του εγχείρημα, τους Open Sea Dreamers, που έρχεται να προσφέρει κάτι πολύ ξεχωριστό σε όσους θέλουν να δοκιμάσουν την εμπειρία του sea kayaking στην Αττική, για το προηγούμενο εξπεντίσιον που κάναμε μαζί, το Ικαρία – Ρόδος του 2022, καθώς και ευρύτερες συζητήσεις για το καγιάκ. Δεν έλειψε βέβαια και η ανάλαφρη διάθεση. Μπορεί κι οι δυο να οδεύουμε τάχιστα για τα 45, αλλά ειδικά στα εξπεντίσιον, το πνεύμα της περιπέτειας σε κάνει να νιώθεις νεότερος. Κουβεντιάσαμε και κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες για το εγχείρημα που είχαμε μπροστά μας.
Η μισή μαγεία του ταξιδιού είναι η προετοιμασία του. Και φέτος, η προετοιμασία είχε πάει καλά, προπονητικά και οργανωτικά. Στην αποστολή θα συμμετείχαν και δυο καινούργιοι φίλοι και καλοί κωπηλάτες, ο Μάκης Μάρκου και ο Αντώνης Γαβαλάς, κάτοχοι Rebel αμφότεροι, οι οποίοι μένουν μόνιμα στην Αμοργό. Οπότε, στον σχεδιασμό συμμετείχαμε όλοι. Τα παιδιά ξεκίνησαν να δουλεύουν σοβαρά από νωρίς. Όλο τον χειμώνα ήταν στο νερό. Παρακολουθούσαμε την πρόοδό τους μέσα από τα βίντεο που μας έστελναν και κουβεντιάζαμε διάφορα θέματα, τεχνικά και μη. Φυσικά, στο επίκεντρο των συζητήσεων ήταν το ίδιο το ταξίδι. Βλέπαμε στα μάτια τους τη λάμψη της προσμονής, μαζί με τη φυσιολογική αγωνία και τη διάθεση για δουλειά, κάτι που μας έδινε επιπλέον την ευκαιρία να σφυρηλατήσουμε μια όλο και πιο στιβαρή σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ μας. Δίχως αυτή, κάθε ομαδικό, ναυτικό εγχείρημα απειλείται με κατάρρευση μπροστά στο πρώτο κυματάκι, κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η βαριά άγκυρα του πλοίου φουντάρισε στα ήσυχα νερά με τον τρανταχτό ήχο από την καδένα να δίνει το σήμα ότι το πλοίο έπιασε στο λιμάνι των Καταπόλων. Κατεβήκαμε στο γκαράζ να πάρουμε το αμάξι. Τα σκάφη πάνω στις μπάρες μοιάζουν ετοιμοπόλεμα. Είτε μέσα, είτε έξω από το νερό, τα καγιάκ είναι μια οπτασία. Με τις σφηνοειδείς γάστρες τους, τα απαστράπτοντα χρώματά τους, τα αυτοκόλλητά τους. Η μπουκαπόρτα ανοίγει και κατεβαίνουμε. Στο λιμάνι μια ευχάριστη έκπληξη μας περιμένει. Παρότι δεν έχει καν χαράξει ακόμα, ο Μάκης με τον Αντώνη είναι ήδη εκεί και μας περιμένουν για το καλωσόρισμα. Αγκαλιαζόμαστε. Τα παιδιά τα είχαν φροντίσει όλα. Μας είχαν κλείσει μέχρι και δωμάτιο, οπότε πήγαμε για λίγο ύπνο και θα τα λέγαμε την επομένη. Αυτός ο αέρας των Κυκλάδων είναι τόσο μεθυστικά υπέροχος.
Κοιμηθήκαμε λίγες ώρες και μόλις ξημέρωσε για τα καλά, σηκωθήκαμε να πάμε για καφέ και πρωινό, αφότου πρώτα κάναμε μια επίσκεψη στο πολύ περιποιημένο μαγαζί του Μάκη. Καθίσαμε και τα είπαμε με τα παιδιά. Πήραμε και μια τελευταία πρόγνωση. Φαινόταν ότι την επόμενη μέρα, μετά το μεσημέρι, θα μπορούσαμε να πάρουμε απόπλου. Έδινε ένα γεμάτο 5 προς 6 από το πρωί, το οποίο όμως το έσπαγε βαθμιαία μέσα στη μέρα και το μηδένιζε τη νύχτα. Θα βρίσκαμε σίγουρα αρκετή ρεστία μέσα, στα πρώτα μίλια, αλλά όσο προχωρούσαμε τόσο θα γαλήνευε. Μετά τον καφέ, πήγαμε μια βόλτα με τον Αντώνη μέχρι το μικρό αλιευτικό καταφύγιο και το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονος.
Κατά το μεσημέρι, συναντήσαμε και πάλι τα παιδιά, για «επιθεώρηση» των σκαφών τους. Και τα δύο, το Greenland T του Μάκη και το Jara του Αντώνη ήταν σε άριστη κατάσταση, σαν καινούργια. Μόνο το skeg του Αντώνη την είχε ακούσει λίγο, προφανώς από υπερβολικό ζόρι μετά από κάποιο μπλοκάρισμα, αλλά μιας και το σκάφος διέθετε και πηδάλιο, το αφαιρέσαμε τελείως. Άλλωστε, το Jara ως fast tourer είναι σχεδιασμένο για να κωπηλατείται κυρίως με πηδάλιο. Κουπιά, εξοπλισμός, όλα νέτα. Το βραδάκι πήγαμε όλοι μαζί για φαγητό, έχοντας τη χαρά να γνωρίσουμε και τη Μαρία, τη συμπαθέστατη σύζυγο του Μάκη. Η Μαρία θα μας περίμενε απέξω όσο θα κάναμε τον περίπλου. Είναι ωραίο να έχεις έναν άνθρωπο να σε περιμένει στη στεριά.
“Καθώς βγαίνουμε από τον κόλπο καταφθάνουν από τη δεξιά μπάντα, τα πρώτα κύματα. Σχετικά στρωμένα μεν αλλά όσο ξεμακραίνουμε από το απάγκιο του κόλπου τόσο μεγαλώνουν σε όγκο, με μορφή πελαγίσια και τον άνεμο στους 14-15 κόμβους.”
Ημέρα 1η
28 Μαΐου 2024, ώρα 14:50. Τα σκάφη κατεβαίνουν στη μικρή παραλία των Καταπόλων. Τρία Rebel, το Greenland T του Μάκη, το Jara του Αντώνη Γαβαλά και το Gnarly Dog το δικό μου, μαζί με ένα Aquarius, το Sea Lion του Αντώνη Σωτηρόπουλου. Όλα φορτωμένα μέχρι τα μπούνια, καθώς τα σημεία ανεφοδιασμού στην πορεία θα ήταν ελάχιστα. Είχαμε μαζί μας 9-10 λίτρα νερό ο καθένας και αρκετές προμήθειες για τουλάχιστον 3 μέρες ταξιδιού. Παίρνουμε θέση μάχης στα κόκπιτ και αποχαιρετούμε τη Μαρία που μας γνέφει από τον ντόκο. Μέσα στον κόλπο των Καταπόλων τα πράγματα είναι ήρεμα. Έξω όμως θα έχει θάλασσα σίγουρα. Λίγα μέτρα από τον ντόκο του λιμανιού, ερχόμαστε ο ένας δίπλα στον άλλον, κρατώντας τα σκάφη, και βγάζουμε ένα βίντεο, με το οποίο εγκαινιάζουμε την αποστολή. Το ναυτικό παράγγελμα δίνεται άτυπα. Πρόσω ολοταχώς και φύγαμε.
Καθώς βγαίνουμε από τον κόλπο καταφθάνουν από τη δεξιά μπάντα, τα πρώτα κύματα. Σχετικά στρωμένα μεν αλλά όσο ξεμακραίνουμε από το απάγκιο του κόλπου τόσο μεγαλώνουν σε όγκο, με μορφή πελαγίσια και τον άνεμο στους 14-15 κόμβους. Το βλέμμα μου είναι καρφωμένο κυρίως στα παιδιά, τον Μάκη και τον έναν Αντώνη, τον Γαβαλά. Ταξιδεύουν άνετα, χωρίς περιττές και απότομες κινήσεις, με ρυθμό και σταθερότητα, παρότι τα σκάφη συχνά κρύβονται από τον όγκο του κύματος. Ανταλλάσσουμε μερικά βλέμματα και νοήματα, ότι όλα καλά και προχωράμε. Ο Σωτηρόπουλος μοιάζει με θηρίο που μόλις άνοιξες την πόρτα που το κρατούσε αιχμάλωτο για μέρες και βγήκε να τα σαρώσει όλα. Φεύγει μπροστά, ξαναγυρίζει πίσω, μία κοντά στον Μάκη και μία στον Γαβαλά και πάλι πίσω. Και μέσα σε όλα αυτά βρίσκει και διάθεση για λίγο σερφ με το Sea Lion, ιππεύοντας μερικά κύματα βουβάλια. Εγώ από την πλευρά μου, έχω προβληματιστεί με το Live Map, το δορυφορικό σύστημα που καταγράφει το ίχνος μας. Η αυτόματη λειτουργία του για κάποιον λόγο δεν δουλεύει και αναγκάζομαι κάθε τόσο να μπαίνω στο μενού της συσκευής που κουβαλάω μέσα στο σωσίβιο, για να δίνω το στίγμα χειροκίνητα. Δυστυχώς, με εκνευρίζει ιδιαίτερα όταν κάτι δεν δουλεύει σωστά, σε σημείο του να μου χαλάει και την όλη διάθεση. Τι έπαθε τώρα το tracking; Πάλι καλά που λειτουργεί χειροκίνητα έστω.
Μετά από μιάμιση ώρα πλεύσης, προσεγγίζουμε τη νησίδα Πεταλίδα και ετοιμαζόμαστε να μπούμε στον Κάτω Κάμπο, έναν μακρόστενο κολπίσκο που καταλήγει σε μια μικρή αμμουδιά, για ένα σύντομο διάλειμμα. Αυτά τα πρώτα μίλια διανύθηκαν απροβλημάτιστα. Ο καιρός πλέον έχει σπάσει αισθητά. Ο κολπίσκος, με το εκκλησάκι της Παναγιάς, είναι υπέροχος. Υπάρχει διάχυτη αισιοδοξία για τη συνέχεια. Το μυαλό μου όμως έχει κολλήσει στο Live Map. Δεν θα ηρεμήσω αν δεν επανέλθει η αυτόματη λειτουργία. Δεν είναι μόνο το ψυχαναγκαστικό του θέματος, είναι και ότι αν δεν επανέλθει, θα πρέπει κάθε 10 ή το πολύ 15 λεπτά να δίνω το στίγμα χειροκίνητα. Κάνω και ένα hard reset αλλά τίποτα. Ψάχνω να βρω και λίγο σήμα να στείλω ένα email στην εταιρεία, μήπως και βοηθήσει, αλλά εν τέλει το παίρνω απόφαση. Δεν θα αφήσω να μου χαλάσει το ταξίδι η δυσλειτουργία μιας συσκευής, όσο σημαντική κι αν είναι αυτή.
Μετά από αυτό το μικρό διάλειμμα, ξαναμπήκαμε στα καγιάκ, με ρότα για τον τελικό προορισμό της μέρας. Τον κόλπο της Καλοταρίτισσας, στο δυτικό άκρο της Αμοργού. Η θάλασσα έχει μπουνατσάρει. Ταξιδεύουμε χαλαρά, χωρίς να βιαζόμαστε ιδιαίτερα. Άλλωστε είχαμε αφήσει αρκετό περιθώριο ασφαλείας έως ότου πέσει τελείως το φως. Ο ήλιος μας στραβώνει λίγο καθώς χαμηλώνει στον ορίζοντα αλλά τον προορισμό μας τον βλέπουμε. Μέσα στον κόλπο, δεκάδες καΐκια αρόδου, σε όμορφα χρώματα. Βλέπουμε ένα στα ίδια χρώματα με το Jara του Αντώνη, λευκό με μπλε και κόκκινο, και του λέω να πάει δίπλα του, να βγάλω μια φωτογραφία. «Από αυτά τα καΐκια, εμπνεύστηκα τα χρώματα και για το δικό μου!» μου λέει ο Αντώνης.
Τραβήξαμε τα σκάφη έξω, στην αμμουδιά και αράξαμε για λίγο να αγναντέψουμε την ομορφιά του τοπίου. Είχε και μια καντίνα εκεί και πήραμε μερικά λουκάνικα, μπιφτέκια και τυρόπιτες. Είχα πάρει μαζί και μερικά σουβλάκια από τα Κατάπολα οπότε φάγαμε σπέσιαλ. Καθώς έπεφτε το φως, ξαπλώσαμε για ύπνο. Οι Αμοργιανοί στήσανε δυο μικρά bivouac, κομψά και διακριτικά, και χώθηκαν μέσα. Οι άλλοι δυο κοιμηθήκαμε στα στρώματά μας χωρίς σκηνή, μόνο με στρώμα, υπνόσακο και μαξιλάρι. Κοιτάζω τα αστέρια, για να αντλήσω όση περισσότερη ομορφιά μπορώ και μετά από λίγο τα μάτια κλείνουν.
Ημέρα 2η
29 Μαΐου 2024, ώρα 04:55. Ανοίγω τα μάτια. Είναι ακόμα σκοτάδι, με μια υποψία χαράματος στον ουρανό. Ταυτόχρονα σχεδόν ξυπνάνε και οι άλλοι. Δεν χρειάζεται ούτε ξυπνητήρι στα εξπεντίσιον. Σε ξυπνάει η μητέρα φύση, με το γαλήνιο φως και το απαλό αεράκι. Η μέρα μπροστά θα ήταν μεγάλη. Θα έπρεπε να καλύψουμε όλη τη νότια κόστα του νησιού και να καβατζάρουμε και το βορειοανατολικό ακρωτήρι, πιάνοντας Μεγάλη Βλυχάδα. Απόσταση πάνω από 30 μίλια. Ο λόγος ήταν ότι θέλαμε να αποφύγουμε να κλειστούμε στη νότια «έρημο», όπου δεν υπάρχει τίποτα απολύτως, ούτε φαγητό, ούτε νερό, ούτε σύνδεση με οδικό δίκτυο και οποιοδήποτε απρόοπτο θα μπορούσε να έχει σοβαρές συνέπειες. Από τη Μεγάλη Βλυχάδα όμως η Αιγιάλη ήταν μια ανάσα κάτι που θα μας έδινε κι ένα μεγάλο ψυχολογικό αβαντάζ.
Καθώς ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, μια συμφωνική ορχήστρα χρωμάτων, με πορτοκαλί, γαλάζιες και κόκκινες αποχρώσεις, απλώνεται ολόγυρα. Αποχαιρετούμε την Καλοταρίτισσα και σφηνώνουμε στα κόκπιτ. Η θάλασσα είναι κάλμα. Κωπηλατούμε παράκτια με έναν σταθερό ρυθμό. Η ακτογραμμή βραχώδης, με μερικές ενδιαφέρουσες σπηλιές. Ο ήλιος έχει ανατείλει για τα καλά. Η ομάδα έχει δέσει απόλυτα, με πολύ κέφι και όμορφη διάθεση. Ο Μάκης είναι ο απόλυτος νοικοκύρης. Ένας κάπτεν που τα έχει όλα στην εντέλεια. Ευταξία στο σκάφος, στον εξοπλισμό, στα πάντα. Με το γροιλανδικό κουπί του και το καθαρόαιμο Rebel του, ταξιδεύει αρχοντικά. Ο Αντώνης ο Γαβαλάς έχει τελείως διαφορετικό στυλ. Με ένα μόνιμο, αγνό χαμόγελο στο πρόσωπο, δεν ενδιαφέρεται για λεπτομέρειες. Απλά μπαίνει μέσα και τραβάει δυνατό κουπί, με τις επιρροές από την αγωνιστική του εμπειρία στα Κ1, παραπάνω από εμφανείς. Με τον άλλον Αντώνη, τον Σωτηρόπουλο, πλέον μιλάμε με τα μάτια. Σκέφτομαι πόσο περίεργο είναι που πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο μέχρι το γυμνάσιο, με μια τάξη διαφορά, και υπήρξαμε και κολυμβητές στην ίδια ομάδα έστω και ετεροχρονισμένα -εκείνος έμπαινε στο αγωνιστικό τμήμα της, όταν εγώ έπαιρνα μεταγραφή για αλλού. Η ζωή τα έφερε έτσι, ώστε να μη συναντηθούμε ποτέ ως παιδιά, παρότι ήμασταν τόσο κοντά, σε σχολείο και αθλητισμό, αλλά να διασταυρωθούν οι δρόμοι μας πολλά χρόνια μετά, με αφορμή το καγιάκ.
Η πρώτη, σύντομη στάση της ημέρας έγινε στον Μούρο, μια μικρή παραλία με άμμο και πολύ λεπτό βότσαλο. Είναι τα νερά της Αμοργού από άλλον πλανήτη. Διάφανα, κρυστάλλινα, άλλοτε βαθυγάλανα και άλλοτε σε γαλαζοπράσινες αποχρώσεις. Κάναμε μια βουτιά εκεί να δροσιστούμε και ξαναμπήκαμε στα σκάφη να συνεχίσουμε την πορεία μας. Επόμενη μικρή στάση στην Αγία Άννα. Εκεί που γυρίστηκε το «Απέραντο Γαλάζιο» του Λυκ Μπεσόν. Ψηλά, πάνω στην απόκρημνη πλαγιά, το μοναστήρι της Παναγίας Χοζοβιώτισσας αντανακλά το φως του ήλιου, σαν ένα θαύμα που διασχίζει και διαπερνά τον χώρο και τον χρόνο. Κωπηλατούμε αργά. Καμία βιασύνη. Η μέρα είναι μεγάλη. Τα μίλια φεύγουν αβίαστα. Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον άφταστης ομορφιάς, ξεχνάς μερικές φορές και την πείνα και τη δίψα και τη νύστα. Είναι όλες οι υπόλοιπες αισθήσεις τόσο τεταμένες, που οι καθαρά βιολογικές ανάγκες περνάνε σε δεύτερη μοίρα. Εντάξει, μέχρι ενός σημείου πάντα.
Για φαγητό σταματήσαμε στα Χάλαρα, μια παραλία απρόσιτη από στεριά και με σκιερά σημεία σχεδόν ανύπαρκτα. Μόνο κάτι βραχάκια, που κάπως δημιουργούσαν μικρές εσοχές, ίσα-ίσα για να βάλεις από κάτω ένα μικρό μέρος του σώματός σου. Βγάλαμε να φάμε τις κονσέρβες. Το μενού είχε απ’ όλα. Από ζαμπονάκι μέχρι χταπόδι, τόνο, σαρδέλες και φασόλια. Ναι, δεν ακούγεται και πολύ καλή ιδέα η μίξη όλων αυτών, αλλά δεν είχαμε κανένα πρόβλημα εν τέλει. Το στομάχι του εξπεντίσιονερ έχει προσαρμοστεί να τα αλέθει όλα, χωρίς παρατράγουδα. Κάναμε την απαραίτητη βουτιά, αφήνοντας το σώμα να επιπλεύσει χαλαρά στην επιφάνεια του νερού και ξαπλώσαμε και λίγο στην παραλία. Ο μεσημεριανός ήλιος καίει. Αυτή η ανάπαυλα όμως ήταν ό,τι πρέπει.
“Επόμενη μικρή στάση εν πλω στα μεταλλεία βωξίτη. Εγκαταλελειμμένες εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, οι σκουριασμένες εγκαταστάσεις μοιάζουν σαν να έχουν γίνει ένα με τους βράχους. Από μακριά δύσκολα διακρίνονται.”
Μετά τα Χάλαρα, περάσαμε από ένα από τα πιο όμορφα σημεία που έχω δει σε όλο το Αιγαίο. Το Σπαρτί. Έμοιαζε σαν ένα ξέφωτο, σαν ένα τεράστιο ανοιχτό σπήλαιο, που έμπαινε το φως από πάνω και οι ακτίνες του δημιουργούσαν ένα απόκοσμο περιβάλλον. Στο βάθος είχε και μια μικρή παραλία. Κάνω κράτει για λίγα δευτερόλεπτα. Τα νερά έχουν ένα χρώμα σπάνιο. Θα μου άρεσε να μείνουμε εδώ για τουλάχιστον ένα βράδυ. Πρέπει όμως να συνεχίσουμε.
Επόμενη μικρή στάση εν πλω στα μεταλλεία βωξίτη. Εγκαταλελειμμένες εδώ και σχεδόν έναν αιώνα, οι σκουριασμένες εγκαταστάσεις μοιάζουν σαν να έχουν γίνει ένα με τους βράχους. Από μακριά δύσκολα διακρίνονται. Προσπαθώ να φανταστώ τις εικόνες, όσο υπήρχε ζωή εδώ. Τα βαπόρια να δένουν στους ντόκους. Τα βαγόνια με το μετάλλευμα να κινούνται πάνω από τις ράγες. Τους εργάτες, μεταξύ των οποίων και μικρά παιδιά, να ματώνουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, δουλεύοντας μέχρι και 16 ώρες τη μέρα. Τους διοικούντες κλεισμένους μέσα από τις σιδερένιες πόρτες του πολυτελούς διοικητηρίου.
Φτάνουμε στο ανατολικό άκρο. Δεξιά μας στο βάθος η Κίναρος. Έχουν μείνει περίπου 6-7 μίλια για τη Μεγάλη Βλυχάδα. Δυο ώρες κουπί ακόμα. Στον βορειοανατολικό κάβο, καθώς στρίβουμε για να αρχίσουμε να μπαίνουμε στον κόλπο της Βλυχάδας, ένας φρέσκος τεσσάρης Γαρμπής μας καλωσορίζει. Κορμός ελαφρώς προτεταμένος, σταθερή και δυνατή κουπιά και πάμε να το πολεμήσουμε στα όρτσα. Οι Ρεμπελάρες και το Λιοντάρι δεν καταλαβαίνουν τίποτα. Λίγη ώρα μετά οι γάστρες βγαίνουν στη Μεγάλη Βλυχάδα. Η μέρα έκλεισε με κάτι παραπάνω από 30 μίλια. Η παραλία είναι άγρια, με ψηλά βουνά γύρω-γύρω και μερικά αγριοκάτσικα να παρατηρούν από μακριά αυτούς τους παράξενους επισκέπτες. Τα παιδιά το πάλεψαν δυνατά μέσα στο νερό. Παρά την κούραση, γελούσαν και τα μουστάκια τους. Φάγαμε και πέσαμε για ύπνο.
Ημέρα 3η
30 Μαΐου 2024, ώρα 06:15. Κοιμηθήκαμε λίγο παραπάνω. Ο Γαβαλάς έβγαλε από τα ταμπούκια του σκάφους κι έκοψε για πρωινό ένα καρπούζι. Ρε τον αθεόφοβο. Πώς το χώρεσε μέσα στο Jara; Ο έτερος Αντώνης έφτιαξε καφέ στο γκαζάκι του και καθίσαμε στο χαλαρό, να φάμε το πρωινό μας. Ήμασταν χαρούμενοι που πήγε ωραία η χθεσινή πλεύση. Έχω γράψει πολλές φορές ότι η παρέα και η ομάδα είναι το παν. Τα παιδιά αποδείχθηκαν και στην πράξη διαμάντια. Το βλέπεις από το χαμόγελο κι από τα μάτια τους. Σιγά-σιγά μαζέψαμε και φύγαμε για το τελευταίο σκέλος. Τι έμεινε; Καμιά δεκαπενταριά μίλια. Τίποτα. Ο καιρός είναι καλός. Κάναμε μια πρώτη στάση στην Αιγιάλη. Η παραλία της είναι ένα κόσμημα. Ήρθαν και κάτι πεντανόστιμες πίτσες εκεί όπως καθόμασταν, μαζί με αναψυκτικά, κερασμένα όλα από την αδερφή του Γαβαλά. Είναι συγκινητικό όταν κάποιοι άνθρωποι ενδιαφέρονται και σου προσφέρουν ό,τι έχει ο καθένας. Είναι σαν να συμμερίζονται τον κόπο του κωπηλάτη, ενός θαλασσινού ταξιδευτή που έρχεται από κοντά ή από μακριά, δεν έχει σημασία, κουβαλώντας τα δικά του όνειρα, τις φοβίες και τις ελπίδες, ανάμεσα στις λιγοστές αποσκευές του.
Ξαναμπήκαμε στα σκάφη για τα τελευταία μίλια. Μια τελευταία στάση, στον Άγιο Παύλο, απέναντι από τη Νικουριά. Αυτή η αμμόγλωσσα και αυτά τα νερά. Αυτή η θάλασσα που ενέπνευσε ποιητές. Αυτά τα βουνά που αντικρίζουν το πέλαγος σαν μαρμαρωμένες θεότητες. Κι αυτά τα μικρά σκαφάκια με τα όμορφα χρώματα που διασχίζουν πελάγη. Ξετυλίγουμε το πανό. Προστατεύουμε τις θάλασσες – Save the Seas. Ο Μάκης απογειώνει το drone για μερικά πλάνα. Παίρνω κι εγώ μερικές τελευταίες φωτογραφίες.
“Αυτή εδώ τη γοητευτική κυρία του Αιγαίου, με τα άγρια νερά, τα απρόσιτα βουνά και τους πολεμιστές ανέμους, δεν την προσεγγίζεις εύκολα.”
Πάμε για τον τερματισμό. Περνάμε από τον φάρο, λίγα μέτρα από τα βράχια. Έχει λίγα αντιμάμαλα. Να και το εκκλησάκι του Αγίου Παντελεήμονος, μεγάλη η χάρη του. Άντε ρε μάγκες να βγάλουμε και μια ομαδική φωτό εν πλω, να το θυμόμαστε. Και ποιος μπορεί να το ξεχάσει τέτοιο ταξίδι θα μου πείτε. Αλήθεια είναι αυτό. Σκέφτομαι καμιά φορά, όταν γεράσουμε, αν καταφέρουμε να φτάσουμε μέχρι εκεί, τι θα θυμόμαστε; Αυτά θα θυμόμαστε. Την ωραία παρέα, τους καλοσυνάτους ανθρώπους, το απέραντο γαλάζιο και χιλιάδες μικρές στιγμές, περιστατικά, συναισθήματα και εμπειρίες, σαν κουκκίδες που τις ενώνεις και σχηματίζεται η μεγάλη εικόνα. Στον μικρό ντόκο των Καταπόλων, μας περιμένει η Μαρία. Ανάβουμε με τον Αντώνη τα βεγγαλικά. Χαμογελάμε όλοι. Πήγε καλά. Αμοργός. Αυτή εδώ τη γοητευτική κυρία του Αιγαίου, με τα άγρια νερά, τα απρόσιτα βουνά και τους πολεμιστές ανέμους, δεν την προσεγγίζεις εύκολα. Αν όμως την πλησιάσεις με σεβασμό, θα σε πάρει μέσα στη ζεστή αγκαλιά της και θα σου ψιθυρίσει λόγια που θα σε σαγηνεύσουν. Θα σου αποκαλύψει μυστικά που κρατάει καλά φυλαγμένα. Και τότε θα θελήσεις να τη βλέπεις ξανά και ξανά. Για μια ζωή. Εις το επανιδείν.
Υπάρχουν κάποια μέρη που σε στιγματίζουν και αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια πάνω σου. Έρχεται το πλήρωμα του χρόνου για να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία της ζωής σου. Έχω και εγώ δυο-τρία τέτοια μέρη. Μέρη που αν τα συνδέσω, καταλαβαίνω την έννοια της ύπαρξής μου. Η Ύδρα είναι προφανώς το πρώτο αφού είναι το μέρος που γεννήθηκα και έχω τις πιο όμορφες παιδικές αναμνήσεις.
Πριν καλά-καλά κλείσω τα δέκα μου χρόνια, ένας Γάλλος, ονόματι Λυκ Μπεσόν έμελλε να με επηρεάσει με κάτι παραπάνω –για μένα τουλάχιστον – από μια κινηματογραφική παραγωγή. Αμόργός, «Le Grand Bleu» και η ελεύθερη κατάδυση στο βαθύ μπλε…
Όταν συζητάγαμε τη σκέψη να είναι ο περίπλους Αμοργού η 14η αποστολή του SEGT, η προσέγγισή μου ήταν ένα ραντεβού με το παρελθόν. Γύρισα κάπου εκεί στα 10, να θαυμάζω τους πρωταθλητές της ελεύθερης κατάδυσης του 20ου αιώνα, τον Ζακ Μαγιόλ και του Έντζο Μαϊόρκα, να σπάνε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο και μέσω του «Απέραντου Γαλάζιου» να ταυτίζομαι και εγώ για λίγο μαζί τους, βάζοντας ψηλά τον πήχη με ένα περίπλου, εκεί που ξεκίνησαν όλα. Στην Αμοργό!
Η πρώτη πραγματική σύνδεση με αυτόν τον τόπο έγινε όταν πρωτοετής φοιτητής ωκεανογραφίας, επισκέφτηκα για τις πρώτες μου βουτιές την Αγία Άννα. Σχεδόν ιεροτελεστικά αυτό ήταν κάτι που συνεχίστηκε για 25 χρονιά. Όμως το 2024 θα πηγαίναμε στο νησί με καγιάκ και κουπιά, αντί για μάσκες και βατραχοπέδιλα.
Όλο το χρόνο προετοιμαζόμασταν για την αποστολή και επιτέλους μετά από μία πολύ δύσκολη χρονιά έφτασε η ώρα για τον απόπλου. Για άλλη μια φορά μαζί με τον Άγγελο μπαίναμε στο καράβι, με τα σκάφη πλήρως φορτωμένα και ετοιμοπόλεμα.
Μαζί μας αυτή τη φορά θα είχαμε και δυο φίλους, τον Αντώνη και τον Μάκη. Δυνατοί κωπήλατες και εξαιρετικά παιδιά, τα οποία είχα γνωρίσει ένα χρόνο πριν σε ένα επαγγελματικό ταξίδι στην Αμοργό και είχαμε μοιραστεί μαζί όλο το δύσκολο κομμάτι της προετοιμασίας.
Την ακριβή περιγραφή του ταξιδιού θα τη διαβάσετε από τον Άγγελο. Εγώ θα ήθελα να γράψω μόνο κάποια συμπεράσματα που γεννήθηκαν μέσα από αυτή την αποστολή.
Το πρώτο και βασικό είναι ότι καμία αποστολή δεν είναι εύκολη, όσο εύκολη και αν φαίνεται. Τα 55 μίλια σε τρεις ημέρες, αν και αρχικά δεν προβλημάτιζαν, αποτέλεσαν τελικά μια ιδιαίτερη δοκιμασία, κυρίως λόγω του άσχημου καιρού και των ελάχιστων σημείων εξόδου -κυρίως στο νότιο κομμάτι του νησιού.
Το δεύτερο ότι το δέσιμο της ναυτικής παρέας σε αυτές τις αποστολές είναι αυτό που θα σε κάνει να ξεπεράσεις τον εαυτό σου, να σφίξεις τα δόντια στον πόνο, να δαμάσεις φόβους και κύματα, να φτάσεις το βράδυ στην ακτή, ώστε να ετοιμάσεις το γεύμα σχεδιάζοντας την επόμενη μέρα σου στη θάλασσα. Οι σύντροφοί σου σε αυτές τις αποστολές είναι ο άσσος στο μανίκι σου και ο Μάκης με τον Αντώνη αποδείχτηκαν η πιο καλή συντροφιά που θα μπορούσαμε να έχουμε σε αυτόν τον περίπλου.
Τελευταίες σκέψεις, κλείνοντας αυτή τη μικρή αναφορά στη 14η αποστολή μας, δεν είναι τίποτα άλλο από το μήνυμα της αποστολής. Σε κάθε τέτοιο ταξίδι αντιλαμβάνεσαι την αληθινή σύνδεσή σου με τη φύση. Το SAVE THE SEAS δεν είναι για εμάς απλά ένα ακόμα κλισέ, ένα πιασάρικο σύνθημα σε ένα πανό. Η προστασία του θαλάσσιου πλούτου μας, αποτελεί για εμάς βασική και πρωταρχική ανάγκη επιβίωσης. Είναι η ελπίδα μας για το αύριο, ο λόγος του να συνεχίζουμε να ζούμε, να ταξιδεύουμε και να ονειρευόμαστε.
Σαν αυτά τα όνειρα που γεννιούνται όταν είσαι παιδί και περνάνε πολλά χρόνια για να τα κάνεις μαγικές αναμνήσεις.
Σαν τους τόπους που έχουν βασικό λόγο στην ύπαρξή σου.
Σαν την Αμοργό!