Η 11η αποστολή της ομάδας, ο διάπλους από την Εύβοια έως την Ικαρία με καγιάκ, διήρκεσε μόλις 4 μέρες. Όμως, σε ένα εξπεντίσιον όπως αυτό, ο χρόνος δεν μετριέται ημερολογιακά. Είναι ο σκοπός, οι εμπειρίες, οι εικόνες και τα βιώματα που προσδιορίζουν τη διάρκεια, το βάθος και την ένταση ενός τέτοιου ταξιδιού. Είναι η δύναμη μίας τέτοιας αποστολής να αφήσει ισχυρό το αποτύπωμά της στη μνήμη σου για όλα τα επόμενα χρόνια της ζωής σου. Άγγελος Χριστοφίδης, Κωνσταντίνος Ντιλιακός και Ανδρέας Σανδαλής περιγράφουν την εμπειρία, ο καθένας από τη δική του οπτική. [VIDEO]
Κάποια στιγμή πέρσι, λίγο καιρό μετά το Ελλάδα – Ιταλία, άρχισα να νιώθω μία ψυχολογική άρνηση να μπω στην όλη διαδικασία για την επόμενη αποστολή του 2021. Αυτό που με βάραινε κυρίως ήταν η όλη συστηματική και ενδελεχής προετοιμασία που απαιτείται πριν από κάθε μεγάλο εγχείρημα, τόσο αθλητικά, όσο και οργανωτικά. Ένιωθα ότι χρειαζόμουν μία προσωρινή αποχή, μία μικρή ανάπαυλα. Οπωσδήποτε, επηρέασε αρνητικά τη διάθεσή μου και όλη αυτή η παρατεταμένη αβεβαιότητα με την πανδημία, που de facto υπονόμευε την εκπόνηση έστω και βραχυπρόθεσμων σχεδίων. Σκεφτόμουν ότι, και να μην επιχειρούσαμε κάποιο μεγάλο κωπηλατικό ταξίδι φέτος, μετά από 10 στη σειρά, ίσως και να ήταν μία καλή ευκαιρία για ξεκούραση και ανασυγκρότηση. Ενδεχομένως και να μην ήταν καθόλου κακή ιδέα να πήγαινα ένα μικρό ταξίδι αναψυχής, κάπου χωρίς το καγιάκ, με μια μικρή βαλίτσα και λίγα ρούχα.
Αυτές οι σκέψεις δεν κράτησαν για πολύ. Αφότου αρχίσαμε να συζητάμε και να ταξιδεύουμε πάνω από τους χάρτες, με το επόμενο κωπηλατικό εξπεντίσιον να ζωντανεύει νοερά, τη θέση της αμφιβολίας και της άρνησης πήρε αμέσως η διάθεση για δουλειά, μέσα και έξω από το νερό. Μία διάθεση την οποία πάντα ενισχύει η προσμονή της καινούργιας περιπέτειας. Το έχω ξαναγράψει. Άπαξ και εκτεθείς στη σχεδόν μυστηριακή επίδραση ενός εξπεντίσιον με καγιάκ, έχεις πάρει έναν δρόμο χωρίς επιστροφή.

Το Εύβοια – Ικαρία γεννήθηκε ως ιδέα, σαν κεραυνός εν αιθρία. Το αρχικό μας σχέδιο για το 2021 περιείχε μεν την Ικαρία αλλά αυτή θα ήταν η αφετηρία και όχι ο προορισμός. Το σχέδιο αυτό ήταν το Ικαρία – Ρόδος, ένα ταξίδι 200 ναυτικών μιλίων, με ενδιάμεσους σταθμούς σχεδόν όλα τα Δωδεκάνησα. Οι προπονήσεις είχαν ήδη ξεκινήσει, όταν κάποια μέρα, κοιτάζοντας τον χάρτη, συνειδητοποίησα ότι το ταξίδι θα ήταν ακόμα πιο ολοκληρωμένο, αν το επεκτείναμε ξεκινώντας από την Εύβοια, περνώντας από Κυκλάδες, πιάνοντας Ικαρία και από εκεί συνεχίζοντας νότια μέχρι τη Ρόδο, όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο.
Αμέσως μοιράστηκα με τους άλλους δύο συναθλητές, τον Κώστα και τον Ανδρέα, αυτή τη νέα εκδοχή, ο απόπλους να δοθεί στην Εύβοια με τον τελικό κατάπλου στη Ρόδο, μέσω Ικαρίας. Τα παιδιά υποδέχθηκαν τη νέα ιδέα με ενθουσιασμό. Το μόνο ζήτημα ήταν ότι πλέον η συνολική απόσταση θα ξεπερνούσε τα 300 μίλια, με εκτιμώμενη διάρκεια τις 12-14 μέρες, χρονικό διάστημα που δύσκολα θα μπορούσαμε να διαθέσουμε, ειδικά για φέτος. Η λύση ήταν απλή. Αποφασίσθηκε το ταξίδι να το σπάσουμε σε δύο μέρη. Φέτος, το 2021, να γίνει το Εύβοια – Ικαρία και μελλοντικά το Ικαρία – Ρόδος. Ο κύβος ερρίφθη. Οι προπονήσεις και ο σχεδιασμός προχώρησαν βάσει προγράμματος. Τον Μάιο και στις αρχές Ιουνίου έγιναν οι δύο μεγάλες 35άρες προπονήσεις, ο περίπλους της Αττικής από το Πόρτο-Ράφτη μέχρι τη Βάρκιζα και ο διάπλους του Νότιου Ευβοϊκού από την Ερέτρια μέχρι το Μαρμάρι. Η ομάδα ήταν έτοιμη.



Γιατί όμως Ικαρία; Αυτό το νησί, το είχα πάντα στο μυαλό μου σαν ένα μέρος άγριο, σχεδόν απόκοσμο, και πολύ ξεχωριστό. Σαν κάτι που δεν έμοιαζε με τίποτε άλλο. Την εικόνα συμπλήρωναν και οι αφηγήσεις από φίλους θαλασσινούς για φουρτούνες και δύσκολες πλεύσεις, για το διαβόητο Ικάριο πέλαγος, που πάντα εμπνέει δέος και σεβασμό. Συν τοις άλλοις, θα ήταν αυτό το εγχείρημα και κάτι που δεν είχαμε ξανακάνει, με τη διάσχιση του Ικάριου, και πάντα κάθε μας νέο ταξίδι πρέπει να κομίζει και κάτι καινούργιο. Σε ό,τι αφορά το κοινωνικό μήνυμα, και αυτή η αποστολή θα αφιερωνόταν στην ευαισθητοποίηση του κόσμου για την προστασία των θαλάσσιων οικοσυστημάτων από τις κύριες απειλές, τη ρύπανση και την υπεραλίευση.
Μεσημέρι της Τρίτης 15 Ιουνίου και έχουμε ήδη φορτώσει σκάφη και εξοπλισμό στο αυτοκίνητο. Από Ραφήνα περάσαμε με το πλοίο της γραμμής στο Μαρμάρι και από εκεί, οδηγώντας, μέχρι την Κάρυστο, όπου φτάσαμε κατά το σούρουπο. Στο λιμάνι της Καρύστου κάναμε μια μικρή στάση να πάρουμε φαγητό και συνεχίσαμε μέχρι τον Μπούρο, από όπου θα γινόταν ο απόπλους την επομένη το πρωί. Έχοντας ήδη ανακοινώσει την αποστολή στα σόσιαλ, τα νέα ταξίδεψαν γρήγορα, φτάνοντας μέχρι την Ικαρία.
Η ανταπόκριση από το νησί ήταν συγκινητική. Πρώτος με πήρε τηλέφωνο ο πρόεδρος του Ναυτικού Ομίλου Ικαρίας και ανταποκριτής της ΕΡΤ, ο Γιώργος Βιτσαράς. Τα είπαμε λίγο για το ταξίδι και τον σκοπό του, έδωσα μία εκτίμηση του χρόνου που θα απαιτηθεί μέχρι να φτάσουμε και κλείσαμε με ευχές για καλή αντάμωση. Τόσο ο Γιώργος όσο και άλλοι άνθρωποι του νησιού ήταν νοερά δίπλα μας από την αρχή και αυτή η υποστήριξη πάντα σου δίνει έξτρα δύναμη στο κουπί. Το βράδυ, πριν τον απόπλου, ετοιμάσαμε τα σκάφη και πέσαμε στα φουσκωτά στρώματά μας για λίγο ύπνο.


Τα ξυπνητήρια χτύπησαν στις 03.30 και στις 04.45 ήμασταν στο νερό. Με τα φώτα πλεύσης αναμμένα, τα τρία σκάφη, ο STEL HEKTOR (Valley Etain 17.7), ο IRONMAN (Tahe Reval HV) και η ΚΑΡΠΑΘΟΣ (NDK Explorer HV) γλιστράνε αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι, αφήνοντας πίσω τους τον όρμο της Καρύστου. Ο καιρός, ένας ήπιος δυτικός στα πρύμα που μας σπρώχνει γλυκά. Οι σφηνοειδείς σιλουέτες των σκαφών αρχίζουν να διακρίνονται στο ημίφως. Με το πρώτο χάραμα διαγράφονται μπροστά μας το Κάβο Μαντέλο και απέναντι, στα 8-9 μίλια, η Άνδρος. Η ομάδα έχει πιάσει ρυθμό, με ήρεμες και σταθερές κουπιές, για εξοικονόμηση δυνάμεων. Στον δίαυλο, η κυκλοφορία πλοίων είναι, ως συνήθως, αυξημένη. Γκαζάδικα και μεγάλα εμπορικά, γίγαντες των θαλασσών, πηγαινοέρχονται χωρίς σταματημό, το ένα πίσω από το άλλο. Με έναν συνδυασμό διόπτευσης και ελέγχου στο marinetraffic, προχωράμε αυξομειώνοντας κατά περίπτωση την ταχύτητά μας, κάνοντας κράτει ή και αλλάζοντας ρότα.
Το Κάβο Ντ’ Όρο το αφήσαμε πίσω μας μέσα σε δυόμιση ώρες και πιάσαμε Άνδρο. Είναι ωραίο το συναίσθημα όταν περνάς ένα απαιτητικό μπουγάζι. Τα παιδιά κωπηλατούν θαυμάσια, με έναν αρμονικό συνδυασμό άνεσης και καλής ταχύτητας. Τα σκάφη φαίνονται τόσο όμορφα και εξίσου όμορφη είναι και η πλεύση τους. Όλη αυτή η ακτογραμμή μέχρι την Τήνο, φημίζεται για τις μανιασμένες σπιλιάδες της όταν έχει Βοριά, που κάνουν τη θάλασσα λύσσα. Τώρα όμως, δεν είχε παρά ένα απαλό αεράκι, ίσα-ίσα για λίγη δροσιά. Λίγο έξω από τη μπούκα του Γαυρίου κάναμε μια μικρή στάση και στη συνέχεια προχωρήσαμε για Μπατσί, όπου βγήκαμε για λίγη ξεκούραση και ανεφοδιασμό. Θυμηθήκαμε και κάποιες ωραίες και αστείες στιγμές και γελάσαμε, από την προηγούμενη φορά που κροσάραμε το Κάβο Ντ΄ Όρο για Άνδρο, το ’17, με Γιάννη, Σώτο, Φώτη και Βαγγέλη. Αφού φορτώσαμε στα ταμπούκια κοντοσούβλι με πίτες και πατάτες, όλα προσεκτικά συσκευασμένα, μπήκαμε και πάλι στα σκάφη για να ολοκληρώσουμε το σκέλος. Νωρίς το απόγευμα, φτάσαμε στην Πλάκα και βγήκαμε σε μια διπλανή παραλία, κάτω από τον Άη Γιώργη.

Στην παραλία με τα καταγάλανα νερά και τα λεπτά βότσαλα, είχε ένα μικρό χτίσμα, σαν αποθήκη, με δυο χτιστά παγκάκια. Καθίσαμε εκεί, φάγαμε και μετά ξαπλώσαμε για λίγο, καθώς ο ήλιος άρχισε να κατηφορίζει πίσω απ’ το βουνό. Υπήρχε και ένας αυτοσχέδιος, πετρόχτιστος θρόνος στο μέσο της παραλίας, στον οποίο δεν έχασε την ευκαιρία να αράξει ο Κωστής, με χαμόγελο αντάξιο ενός πραγματικού βασιλιά. Πριν σκοτεινιάσει, στήσαμε για ύπνο. Το νέο μου φουσκωτό στρώμα αποδείχθηκε καλύτερο και από κρεβάτι και τα μάτια δεν άργησαν να κλείσουν. Η πρώτη μέρα πήγε καλά.
Την επομένη είχαμε μπροστά μας ένα μεγάλο σκέλος, γύρω στα 37-38 μίλια. Προορισμός μας ήταν η Μύκονος, ώστε τη μεθεπόμενη, που ο καιρός προβλεπόταν ευνοϊκός, να κροσάρουμε από εκεί για Ικαρία. Με μια θάλασσα καθρέφτη οι γάστρες έπεσαν και πάλι στο νερό νύχτα, για να μπορέσουμε να βγάλουμε τα μίλια με άνεση χρόνου. Σε ένα εξπεντίσιον, όμως, τα πάντα μπορούν να συμβούν. Λίγο αφότου αποπλεύσαμε, ο Αντρέας άρχισε να νιώθει μια αδυναμία, μαζί με ανακάτεμα στο στομάχι. Αρχικά πιστέψαμε ή θέλαμε να πιστέψουμε ότι ήταν κάτι ήπιο και ότι σύντομα θα έστρωνε. Όσο κωπηλατούσαμε, όμως, τόσο χειροτέρευε.
Το θετικό ήταν ότι υπήρχε απόλυτη άπνοια. Το αρνητικό, ότι για τα επόμενα 6-8 μίλια δεν υπήρχε πουθενά παραλία για να βγούμε, παρά μόνο κοφτερά βράχια. Καθώς η κωπηλασία γινόταν όλο και πιο δύσκολη για τον Αντρέα, ο οποίος είχε λυγίσει πάνω από το ντεκ, αποφασίσαμε γρήγορα να ξεκινήσουμε ρυμούλκηση, κρατώντας την ταχύτητά μας κοντά στα 3 μίλια/ώρα. Μαζί με τον Κώστα, ο ένας ρυμουλκούσε και ο άλλος στήριζε το σκάφος του Αντρέα, ώστε να μην ανατραπεί από κάποια αιφνίδια απώλεια αισθήσεων. Κάποια στιγμή, μετά και από κάποιους εμετούς, προσέξαμε με τρόμο ότι το πρόσωπο του φίλου μας είχε γίνει κάτασπρο. Με όση δύναμη τού είχε απομείνει, μας είπε ότι ήταν από το αντηλιακό! Πάλι καλά.



Αφότου περάσαμε το Δύσβατο, πιάνοντας την ακτογραμμή της Τήνου, ως εκ θαύματος, ο Αντρέας άρχισε να συνέρχεται. Μετά από λίγο σταματήσαμε και τη ρυμούλκηση. Παρότι χάσαμε πάνω από μία ώρα, από αυτή την απρόσμενη αβαρία, καταφέραμε και βγήκαμε αλώβητοι στα Υστέρνια, βάσει και του αρχικού πλάνου. Μετά από λίγη ξεκούραση και ανασύνταξη ξαναμπήκαμε στα σκάφη με ρότα για Χώρα. Το ζωντάνεμα του Αντρέα ήταν εντυπωσιακό και λίγες ώρες μετά, νωρίς το μεσημέρι, μπαίναμε πλέον ακάθεκτοι στο λιμάνι της Τήνου. Ένα τοπικό 4άρι φρέσκαρε για λίγο, δημιουργώντας έναν κοντό και κοφτό κυματισμό στα όρτσα, που μείωσε λίγο την ταχύτητά μας. Όμως, με τον Αντρέα να δουλεύει και πάλι σαν ροπάτο, δυνατό και αξιόπιστο μοτέρ, οι ελπίδες μας είχαν αναπτερωθεί ότι το σκέλος θα έβγαινε κανονικά. Ήδη από την μπούκα του λιμανιού διέκρινα τη φυσιογνωμία του καπετάν-Αντώνη, του καλού μας φίλου, που, ντυμένος στ’ άσπρα, στεκόταν όρθιος έξω από την ταβέρνα του. Το μάτι του μας έκοψε αμέσως.
Βγάλαμε τα σκάφη στη μικρή γλίστρα δίπλα από την ταβέρνα και αγκαλιαστήκαμε με τον κάπτεν. Με τον Αντώνη Αλοίμονο γνωριστήκαμε το 2011, στον πρώτο μας μεγάλο διάπλου, και έκτοτε γίναμε φίλοι. Άνθρωπος από μιαν άλλην εποχή, παλιός ναυτικός και χρυσή καρδιά, με βλέμμα σπινθηροβόλο και θυμόσοφες ατάκες σε ρυθμό πολυβόλου. Κουβέντες και ιστορίες από τα παλιά του μπάρκα ως καπετάνιος σε μεγάλα ποντοπόρα, μαζί με συμβουλές για τη θάλασσα και τον καιρό, διανθίζουν πάντα τις συναντήσεις μας. Κάτσαμε στην ταβέρνα του, μαζί και με τον γιο του τον Παντελή, που μας ετοίμασε μια μακαρονάδα σπέσιαλ.

“Το ανοιχτό πέλαγος μοιάζει σαν να πετάς στο διάστημα, σε ένα σύμπαν από νερό, σε διάφορες αποχρώσεις του μπλε, με τα νησιά ολόγυρα να θυμίζουν πλανήτες και άστρα.”
Καθίσαμε εκεί κάνα δίωρο. Ευχαριστήσαμε, χαιρετηθήκαμε και ανοιχτήκαμε και πάλι στο πέλαγος για Μύκονο. Αυτή είναι η ομορφιά του κωπηλατικού εξπεντίσιον. Ένας πραγματικός αγώνας με αβέβαιη εξέλιξη. Ώρες αμέτρητες στο κουπί, με το μυαλό στη θάλασσα, τον χάρτη και το ρολόι, με απρόοπτα, αβαρίες και συντροφικές στιγμές ανάμεσα σε απρόσιτες και φιλόξενες στεριές, με φίλους που σε περιμένουν στα λιμάνια, με δελφίνια να κολυμπούν δίπλα σου καθώς ξημερώνει, ιστορίες και εικόνες που περιμένουν υπομονετικά να γυρίσεις πίσω για να τις αφηγηθείς. Στο μέσο του μπουγαζιού για Μύκονο έχουμε θέα πανοραμική. Δυτικά η Σύρος, νότια η Μύκονος και η Δήλος και στο βάθος η Νάξος που ορθώνεται αρχοντικά. Ακόμα και η Ικαρία φαίνεται από εδώ καθαρά. Λίγο πριν τη δύση του ήλιου, φτάσαμε στην ερημική παραλία Πάνω Τηγάνι, στην ανατολική ακτή της Μυκόνου, βγάλαμε τα σκάφη, φάγαμε και στρώσαμε για ύπνο. Το Ικάριο μπροστά μας κοιμισμένο.
Την επομένη, 6 η ώρα ήμασταν στο νερό. Ακριβώς μπροστά μας το Τραγονήσι και στο βάθος η Ικαρία. Μετά από λίγη ώρα στο κουπί, ξεπρόβαλλαν δεξιά μας τα Κταπόδια, ενώ από εκεί φαίνονταν μέχρι και η Δονούσα και η Αμοργός. Η θάλασσα, μια μπουνάτσα απόλυτη με ένα σχεδόν ανεπαίσθητο βορειοδυτικό ρευματάκι. Με τις πλώρες και τις πυξίδες προσηλωμένες στον στόχο, το ακρωτήρι Κάβο-Πάπας στο δυτικό άκρο της Ικαρίας, τα μίλια φεύγανε γρήγορα. Το ανοιχτό πέλαγος μοιάζει σαν να πετάς στο διάστημα, σε ένα σύμπαν από νερό, σε διάφορες αποχρώσεις του μπλε, με τα νησιά ολόγυρα να θυμίζουν πλανήτες και άστρα.
Τα σκάφη πλέουν σε αυτό το σύμπαν σαν όμορφες, μικρές κάψουλες, τις οποίες δεν παύεις ούτε λεπτό να θαυμάζεις για αυτή την αρχέγονη σοφία, απλότητα και κομψότητα που αναδύεται από κάθε σημείο τους. Οι ώρες περνούν. Στα τελευταία μίλια πριν τον Κάβο-Πάπα τα βαπόρια κροσάρουν από μπροστά μας αδιάλειπτα. Τα βλέπουμε από μακριά και υπολογίζουμε. Το καγιάκ, αυτό το μικρό πλωτό με το κουπί, δεν είναι παρά μια κουκκίδα ανάμεσα στα θηρία των 200+ μέτρων. Μοιάζει παράξενο ή και τρομακτικό ως εικόνα, για όσους δεν γνωρίζουν. Είναι όμως απόλυτα φυσικό. Στις 2 το μεσημέρι, μετά από 8 ώρες πλεύσης κι ένα φρεσκαρισμένο βοριαδάκι στα τελευταία μίλια, σχεδόν ακουμπάμε τον μεγάλο επιβλητικό φάρο του Πάπα. Ικαρία.


Βγαίνοντας σε μια μικρή παραλία γεμάτη χοντρό βότσαλο και βραχάκια, στον μικρό κολπίσκο κάτω από τον φάρο, πατάμε για πρώτη φορά ικαριώτικη γη. Εκεί υπάρχει και το μικρό εκκλησάκι του Άη Γιώργη. Εναποθέσαμε με προσοχή τα σκάφη πάνω στις χοντρές πέτρες και κοιτάξαμε γύρω μας. Ακόμα και αυτό το άγονο και άγριο τοπίο μοιάζει σαν το πιο φιλόξενο μέρος του κόσμου, αν έχεις μόλις διασχίσει το Ικάριο. Κάποιες σπιλιάδες κατεβαίνουν από το βουνό και στροβιλίζονται. Φάγαμε κάτι και ξαπλώσαμε δίπλα στα καγιάκ. Ο Ντιλ ξάπλωσε σε έναν βράχο. Man of steel.
Καθίσαμε εκεί περίπου μιάμιση ώρα και μετά ξαναμπήκαμε στα σκάφη, με πλεύση παράκτια για Καρκινάγρι. Ακτογραμμή άγρια, απόκρημνη, με τεράστιους βράχους διάσπαρτους και λίγη βλάστηση εδώ κι εκεί. Το Καρκινάγρι έμοιαζε σαν να μην έχει ούτε ίχνος ανθρώπινης παρουσίας, καθώς το προσεγγίζαμε. Όμως, μας περίμενε μια ευχάριστη έκπληξη καθώς τακτοποιούσαμε τα σκάφη στον ντόκο, στο μικρό λιμανάκι. Μια νεαρή Ικαριώτισσα, η Μαρία, εμφανίστηκε από το πουθενά και μας είπε ότι μας περίμεναν! Παρακολουθούσαν την πορεία μας στο Live Map από την αρχή του ταξιδιού. Μας συνόδευσε σε έναν μικρό εξώστη του χωριού, όπου μας καλωσόρισαν και άλλοι άνθρωποι. Καθίσαμε στο ταβερνάκι και φάγαμε όλοι μαζί. Οι ρυθμοί είναι εδώ διαφορετικοί. Υπήρχε μία ηρεμία, μία απλότητα και μια ωραία ενέργεια. Το βράδυ μας φιλοξένησαν σε δωμάτια. Κάναμε μπάνιο και ξαπλώσαμε, γεμάτοι από εικόνες και όμορφα συναισθήματα.

4η και τελευταία μέρα του ταξιδιού. Ξυπνήσαμε ανθρώπινη ώρα, μιας και δεν βιαζόμασταν πλέον και ήπιαμε έναν χαλαρό καφέ. Χαιρετήσαμε και χωθήκαμε και πάλι στα κόκπιτ με ρότα για τον τελικό προορισμό μας, τον Άγιο Κήρυκο. Οι σπιλιάδες αλλάζουν διαρκώς διεύθυνση καθώς κατεβαίνουν από τα ψηλά βουνά, και μία μας σπρώχνουν, μία τις έχουμε στο πλάι και άλλοτε στα όρτσα. Κάναμε μια μικρή στάση εν πλω στον Μαγγανίτη και στη συνέχεια βγήκαμε σε μία από τις πιο ονομαστές παραλίες του νησιού, τις Σεϋχέλλες. Μία παραλία με κρυστάλλινα νερά και λεπτό, λευκό βότσαλο, που σε καλεί να τη γευτείς με όλες σου τις αισθήσεις. Οι Σεϋχέλλες δημιουργήθηκαν τεχνητά -αν και έβαλε το χέρι της και η φύση- κατά τις εργασίες για τη διάνοιξη ενός τούνελ, στον δρόμο προς τον Μαγγανίτη. Η παραλία είναι μικρή και η χερσαία πρόσβαση δύσκολη. Βουτήξαμε κατευθείαν στα γαλαζοπράσινα νερά με τα παγωμένα ρεύματα, και μετά αράξαμε για λίγο έξω.
Λίγα μίλια για τον τερματισμό. Το τοπίο όλο και πρασινίζει καθώς προχωράμε προς το ανατολικό κομμάτι του νησιού. Τα τρία σκάφη πλέουν, όπως πάντα, πειθαρχημένα, σε κλειστό, παράλληλο σχηματισμό. Νιώθω μια μεγάλη ικανοποίηση για τον τρόπο με τον οποίο δουλέψαμε μεταξύ μας. Σμιλέψαμε ένα πλαίσιο απόλυτης εμπιστοσύνης, αρμονικής συνεργασίας, καλής επικοινωνίας, πειθαρχίας και αυτοπειθαρχίας. Βρήκαμε και την απαραίτητη ισορροπία ανάμεσα στη «δουλειά», τα όσα πρέπει να γίνουν για να βγει σωστά η αποστολή, και την «αναψυχή», το να χαλαρώνουμε και να διασκεδάζουμε, όποτε οι συνθήκες το επιτρέπουν. Λίγο πριν το λιμάνι του Αγίου Κηρύκου, βλέπουμε από μακριά το φουσκωτό του ναυτικού ομίλου να μας προσεγγίζει, με επιβαίνοντες τον Γιώργο Βιτσαρά και τον Βαγγέλη Μανιώτη. Ναυτικός χαιρετισμός με άφθονα χαμόγελα και συνεχίζουμε μαζί μέχρι τον τελικό κατάπλου. Ο Γιώργος μας τράβηξε και μερικά πολύ ωραία πλάνα καθώς κωπηλατούσαμε, τα οποία μπορείτε να δείτε στο βίντεο της αποστολής, στο τέλος αυτού του αφιερώματος.



Στο λιμανάκι μας περίμεναν κι άλλοι άνθρωποι. Βγήκαμε έξω και αγκαλιαστήκαμε. Ήταν σαν να γνωριζόμασταν από καιρό. Το ταξίδι ολοκληρώθηκε με τον πιο όμορφο τρόπο. Μερικοί τόποι και οι άνθρωποί τους κουβαλάνε μια τόσο δυνατή παράδοση, μια παράδοση σφυρηλατημένη σε άλλες εποχές, που καταφέρνει και επιβιώνει στο σήμερα. Στις βόλτες μας, στα τραπέζια και τις συζητήσεις μας με τους Ικαριώτες, στις ιστορίες που μοιράστηκαν μαζί μας, ήταν παντού διάχυτο και ζωντανό αυτό το πνεύμα αλληλεγγύης, φιλοξενίας και ανιδιοτελούς προσφοράς. Η Ικαρία, το άλλοτε νησί των εξόριστων πολιτικών κρατούμενων και των φιλόξενων ντόπιων, εκεί όπου άνθισαν ανθεκτικοί βλαστοί λαϊκού πολιτισμού και δημιουργίας μέσα από την αυτοοργάνωση και τη συμμετοχικότητα, παρά τη φαινομενικά άγρια όψη της με τις δυσπρόσιτες ακτές και τα απόκρημνα βουνά, σε καλεί απλόχερα να τη γνωρίσεις. Να τη ζήσεις. Να δεις από κοντά την απλότητα στον τρόπο ζωής, που ίσως σε κάνει να αναθεωρήσεις, αναφορικά με το τι είναι τελικά σημαντικό και τι όχι. Η Ικαρία μπήκε σε περίοπτη θέση στην καρδιά μας και στο νοερό βιβλίο των ναυτικών εμπειριών μας. Τώρα, πέρα από λιμάνι προορισμού, μένει να γίνει και η αφετηρία για ένα νέο ταξίδι.

Έχοντας χάσει, λόγω υποχρεώσεων, το expedition του 2020, Mare Adriatico, τη διάσχιση της Αδριατικής με καγιάκ, περίμενα με ανυπομονησία το expedition της ομάδας για το 2021. Μετά από μια δύσκολη χρονιά εν μέσω πανδημίας, με περιορισμούς και ψυχολογική πίεση, η ιδέα του ταξιδιού έδρασε καταλυτικά, δίνοντάς μας μια ευχάριστη προσμονή. Ήταν το παράθυρο προς τα έξω, ενώ βρισκόμασταν κλεισμένοι σε ένα σκοτεινό δωμάτιο ή, τουλάχιστον, έτσι έμοιαζε η εποχή εκείνη της αποχής από μικρά διήμερα ή τριήμερα, που συνήθως κάναμε με την υπόλοιπη ομάδα. Η επικοινωνία μας πλέον περιοριζόταν σε βιντεοκλήσεις. Παρόλες τις δυσκολίες καταφέρναμε με τον Ανδρέα να μη χάνουμε τις εβδομαδιαίες προπονήσεις στο Πόρτο Ράφτη, ζωτικής σημασίας για να είμαστε σε θέση, τόσο σωματικά όσο και ψυχολογικά, να φέρουμε εις πέρας την αποστολή.
Μετά από αρκετό ψάξιμο σε χάρτες, με το earth να είναι homescreen στο PC πλέον, και μετά από αλλαγές πλάνων και πορείας, επιλέξαμε ως νησί τερματισμού την Ικαρία, με εκκίνηση από την οικεία και αγαπημένη μας Εύβοια. Η Ικαρία ήταν για μένα αχαρτογράφητη, μιας και ούτε την είχα επισκεφτεί ποτέ και η αλήθεια είναι ότι και στο χάρτη μπροστά μου, ήθελα λίγη ώρα μέχρι να την εντοπίσω. Τόσο καλά…

Προσπαθώντας να φανταστώ τη διαδρομή μέσα από το καγιάκ, ξεκινώντας από την Εύβοια και περνώντας το Κάβο Ντ’ Όρο για την Άνδρο, είχα ζωντανές τις εικόνες από το 2017 που είχαμε κάνει το συγκεκριμένο κομμάτι. Έπειτα, το παράκτιο μέρος της Άνδρου και της Τήνου ήταν γνωστά. Το πέρασμα από Τήνο για Μύκονο άγνωστο μεν με το καγιάκ αλλά λίγο πολύ το «ζωγράφιζα» στο μυαλό μου, καθώς είχα πάει πέρυσι διακοπές στη Τήνο και μου ήταν κάπως οικείο. Μέχρι εδώ όλα καλά, μετά όμως… το κενό! Όσο και να προσπαθούσα να «φέρω» την εικόνα της όψης της Ικαρίας αποπλέοντας από τη Μύκονο, αποτύγχανα. Αχαρτογράφητα νερά λοιπόν εδώ, και αυτά τα 25 ναυτικά μίλια του περάσματος δυσκολοχώνευτα μεν αλλά μεγάλη πρόκληση δε, ειδικά μετά από όσα είχα ακούσει για το Ικάριο.
Ο καιρός πέρασε αρκετά πιο γρήγορα από όσο περιμέναμε, ίσως και λόγω της δίνης των γεγονότων, ευτυχώς έχοντας ολοκληρώσει επιτυχώς το πρόγραμμα των προπονήσεων. Έχουμε θέσει ως σημείο εκκίνησης τα μέσα του Ιούνη, χωρίς να έχουμε ορίσει ακριβή ημερομηνία απόπλου, μιας και ο καιρός είναι αρκετά άστατος, οπότε η εκκίνηση θα γινόταν με το γνωστό καταδρομικό τρόπο, έχοντας μια καλή πρόγνωση για λίγες ημέρες έστω.
Η ευνοϊκή πρόγνωση δόθηκε και έτσι η Τρίτη, 15 Ιουνίου, μας βρίσκει να φορτώνουμε τα σκάφη στο αυτοκίνητο, για να περάσουμε από τη Ραφήνα στο Μαρμάρι, και από εκεί να οδηγήσουμε μέχρι την Κάρυστο, όπου θα διανυκτερεύαμε για να ξεκινήσουμε το χάραμα. Στην Κάρυστο είχαμε κανονίσει να συναντήσουμε τον αδερφικό μου φίλο Γιώργο Αποστόλου, όπου την επόμενη ημέρα θα επέστρεφε το αυτοκίνητο στο σπίτι μου. Σημαντική βοήθεια, καθώς λόγω αρκετών αποσκευών και εξοπλισμού δεν χώραγε στο αυτοκίνητο ο γνωστός υποστηρικτής-οδηγός της ομάδας Ντιλιακός Νικόλαος (ή αλλιώς Captain Νικόλας) ώστε να μας μεταφέρει και έπειτα να επιστρέψει.


Ημέρα 1η λοιπόν, η οποία για μένα ξεκινάει πάντα από την προηγούμενη διανυκτέρευση, τόσο ζωτικός είναι ο καλός ύπνος. Είμαστε στο Μπούρο και αφού πρώτα γεμίσαμε ενέργεια με τα απαραίτητα ενεργειακά συμπληρώματα (σουβλάκια), φορτώσαμε τα σκάφη και κοιμηθήκαμε στις ξαπλώστρες ενός κλειστού παραλιακού μαγαζιού. Ξυπνητήρι στις 03:30 και 04:45 είμαστε στο νερό, με πλήρη συσκότιση και εμένα να φοράω τα γυαλιά ηλίου-μυωπίας με την ορατότητά μου να περιορίζεται… πολύ! Είχα κολλήσει στην πρύμνη του Άγγελου, ο οποίος είχε ένα δυνατό φως στο πίσω ντεκ και τον ακολουθούσα τυφλά για τουλάχιστον κανένα μισάωρο μέχρι να χαράξει κάπως. Αν τελείωνε η μπαταρία του, ούτε ξέρω που θα βρισκόμουν τώρα!
Μετά από περίπου μία ώρα έχουμε φτάσει στη νήσο Μανδηλού. Θα ανεβαίναμε λίγο βορειότερα, περίπου μισό μίλι, και από εκεί θα ξεκινάγαμε το πέρασμα για Άνδρο. Η θάλασσα ευνοϊκή, με ένα ελαφρύ ρεύμα να μας σπρώχνει προς τον προορισμό μας, οπότε και με ηθικό ακμαίο ξεκινήσαμε το κροσάρισμα. Στα μισά του Κάβο Ντ’ Όρο, λόγω υψηλής κυκλοφορίας καραβιών αναγκαστήκαμε να πραγματοποιήσουμε κάποιους ελιγμούς και να ελέγχουμε την πορεία και την ταχύτητά τους, πράγμα που μας κόστισε σε χρόνο. Όλα καλά όμως και σε δυόμιση ώρες ήμασταν στην ακτογραμμή της Άνδρου, όπου και θα συνεχίζαμε παράκτια.
Ένα μικρό διάλειμμα στο Μπατσί, που περιλάμβανε και λίγο ύπνο (paparazzi παντού!) πέρα από τον ανεφοδιασμό με τα απαραίτητα ενεργειακά συμπληρώματα (σουβλάκια) που θα παίρναμε μαζί για το βράδυ και συνεχίζουμε το κουπί μέχρι την παραλία που είχαμε ορίσει για διανυκτέρευση στο νότιο άκρο του νησιού. Φτάσαμε νωρίς, γύρω στις 17:00, οπότε είχαμε άπλετο χρόνο για ξεκούραση και ύπνο. Βρήκα και ένα πέτρινο «θρόνο» στην παραλία, οπότε δεν έχασα χρόνο και θρονιάστηκα. Ύπνο νωρίς, έχοντας στήσει το αντίσκηνο μου για να είμαι άνετα, και ξύπνημα επίσης νωρίς.

Η ημέρα 2η και ώρα 04:30 με βρίσκει να ακολουθώ το γνωστό φωτάκι στο ντεκ του Άγγελου. Η ημέρα αυτή ήταν υψίστης σημασίας, μιας και έπρεπε ουσιαστικά να ενώσουμε τα προγραμματισμένα σκέλη της 2ης και 3ης ημέρας και να φτάσουμε Μύκονο, λόγω της καλής πρόβλεψης της επόμενης ημέρας για τη διάσχιση του Ικάριου. Αυτό σήμαινε περίπου 38 ναυτικά μίλια, άρα ήθελε ένα καλό ρυθμό και στρατηγικά διαλείμματα. Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα… Ήδη από το πρώτο μισάωρο, ο Αντρέας ξεμένει λίγο πίσω από το ρυθμό που έχουμε συνήθως. Δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία είναι η αλήθεια στην αρχή και φαντάστηκα ότι δεν έχει ζεσταθεί ακόμη. Μετά από λίγο, όμως, μας ζήτησε να κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα μιας και δεν αισθανόταν πολύ καλά, με συμπτώματα αδιαθεσίας. Όταν πλησιάσαμε το σκάφος του, τον είδαμε ότι ήταν κάτασπρός (αργότερα μας είπε ότι ήταν και λίγο αντηλιακό! Αμάν!) και γενικά καταβεβλημένος.
“Η ψυχολογία στο ναδίρ, η ανησυχία για τον Αντρέα μεγάλη, παρότι αισθανόταν καλύτερα, και το σενάριο εγκατάλειψης ήταν στη σκέψη μου.”
Η κατάσταση σοβάρευε μιας και λόγω της ζαλάδας είχε πρόβλημα ακόμη και να ισορροπήσει στο σκάφος, πράγμα εξαιρετικά επικίνδυνο. Ήμασταν σε ένα σημείο στο νότιο τμήμα της Άνδρου χωρίς δυνατότητα πρόσβασης σε πολιτισμό, οπότε με κάποιο τρόπο έπρεπε να προχωρήσουμε μέχρι τα Υστέρνια της Τήνου, για τυχόν ιατρική βοήθεια. Το επόμενο μισάωρο περνάει με εναλλάξ ρυμούλκηση με τον Άγγελο, όπου ο άλλος κράταγε το σκάφος του Αντρέα σταθερό για να μπορέσει να ξεκουραστεί κάπως και να ανακτήσει ίσως δυνάμεις, για να συνεχίσουμε. Ευτυχώς, αισθάνθηκε κάπως καλύτερα και επιχειρήσαμε να συνεχίσει μόνος του, οπότε και με ένα σταθερό ρυθμό όλοι μαζί, φτάσαμε στον όρμο των Υστερνίων. Η ψυχολογία στο ναδίρ, η ανησυχία για τον Αντρέα μεγάλη, παρότι αισθανόταν καλύτερα, και το σενάριο εγκατάλειψης ήταν στη σκέψη μου. Ακόμη και να επανερχόταν ο Αντρέας πλήρως, είχαμε χάσει πολύτιμό χρόνο.
Αφού κάτσαμε καμιά ώρα εκεί, ο Ανδρέας κοιμήθηκε λίγο και αισθάνθηκε καλύτερα, οπότε αποφασίσαμε να συνεχίσουμε όλοι μαζί για το λιμάνι της Τήνου, όπου θα κάναμε ακόμη ένα προγραμματισμένο διάλειμμα. Εκεί, μας περίμενε ο καπετάν Αντώνης, όπου, όπως πάντα φιλόξενος, μας έκανε το τραπέζι στην οικογενειακή ταβέρνα «Γαλέρα». Η εξαίσια μακαρονάδα λειτούργησε σαν το φίλτρο του Δρυίδη και περίπου στις 16:30 είμαστε πάλι στο νερό και οι τρεις, πέρα από κάθε πρόβλεψη, με ρότα για Μύκονο! Το πέρασμα απροβλημάτιστο και συνεχίζουμε παράκτια στο βόρειο τμήμα της Μυκόνου μέχρι την παραλία Πάνω Τηγάνι, στο ανατολικό τμήμα του νησιού, όπου και θα περνάγαμε τη νύχτα.


Στο σημείο αυτό αξίζει να αποτυπωθούν δύο πράγματα. Το πρώτο είναι το ψυχικό σθένος και η δύναμη του Αντρέα! Το θηρίο κωπηλάτησε 38 μίλια, ενώ το πρωί δεν ήταν σε θέση καν να ισορροπήσει πάνω στο καγιάκ. Όταν κάτι το θέλεις πολύ, τελικά το σώμα «υπακούει» στην ψυχή! Πολλά μπράβο! Το δεύτερο είναι το εξής… Πρώτη μου φορά στη Μύκονο, και το μόνο που είδα ήταν βράχια και κάτι κυνηγόσκυλα στην παραλία που τα αμόλησαν για να ξεδώσουν! Ακόμα αδυνατώ να το χωνέψω!
Ξημέρωμα 3η ημέρας με καμιά ώρα παραπάνω ύπνο και το «αχαρτογράφητο» μέρος του ταξιδιού ξεκινάει. Κάποιος, ίσως φαντάζεται, ότι ένα 8ωρο πέρασμα θα είναι βαρετό. Δεν νομίζω ούτε στιγμή να έπληξε κανείς μας. Το απολαύσαμε και οι τρεις. Ο καιρός ευνοϊκός, όπως τον έδιναν οι προβλέψεις, και μόνο λίγο πριν την Ικαρία φρέσκαρε ένα βοριαδάκι, χωρίς να μας προβληματίσει όμως. Η εμπειρία του κροσαρίσματος από τη Μύκονο στην Ικαρία, μοναδική. Τόσο τα δελφίνια, που μας συνόδεψαν για αρκετή ώρα το πρωί που ξεκινήσαμε, όσο και η αίσθηση της ανοιχτής θάλασσας, αυτό το μοναδικό συναίσθημα που νιώθεις τόσο μικρός και ανυπεράσπιστος μπροστά στο μεγαλείο και την ανυπέρβλητη δύναμη της φύσης, φρόντισαν για μια εμπειρία αξέχαστη.

Όσο πλησιάζαμε στην Ικαρία, τόσο και πιο επιβλητική ορθωνόταν μπροστά μας. Άγρια ομορφιά, μου θύμισε ένα σκίτσο από ένα βιβλίο μυθολογίας, που διάβαζα μικρός, και περιέγραφε τη μάχη των Θεών του Ολύμπου με τους Τιτάνες. Οι διάσπαρτοι βράχοι σε όλο το νησί, από τα ορεινά μέχρι την ακτογραμμή, ήταν πραγματικά λες και κάποια γιγαντιαία όντα έπαιξαν πετροπόλεμο! Μοναδικό! Μετά το απαραίτητο διάλειμμα (και ένα ελαφρύ ύπνο πάνω σε έναν «ανατομικό» βράχο) στο Φάρο, στο εκκλησάκι του Άη Γιώργη, το οποίο έδειχνε σαν να έχει δώσει μάχη για να σταθεί όρθιο έναντι των κατολισθήσεων και της αγριεμένης θάλασσας, συνεχίσαμε για το πρώτο χωριό που θα συναντούσαμε στη ρότα μας, το Καρκινάγρι. Κατά το τελευταίο μισάωρο κωπηλασίας, η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από τα μεζεδάκια και τις λιχουδιές που θα γευόμασταν, στην πρώτη ταβέρνα που θα συναντούσαμε. Πλησιάζοντας ακόμη περισσότερο, η αλήθεια είναι ότι απογοητευτήκαμε, μιας και φαινόταν έρημο το μέρος χωρίς ίχνος ανθρώπινης παρουσίας, πέρα από δυο λουόμενους.
Την πατήσαμε… πάλι με κονσέρβα θα τη βγάλουμε, σκεφτήκαμε. Αφού δεν είδαμε κάποια κοντινή παραλία, τραβήξαμε με προσοχή τα σκάφη έξω, σε ένα λιμανάκι, από τη γλίστρα, και τα τοποθετήσαμε στην άκρη για να μην ενοχλούν. Ήμασταν ακόμη με τις ποδιές και τα σωσίβια, όταν μας πλησίασε σχεδόν από το πουθενά μια νεαρή κοπέλα. «Α, εδώ είστε; Σας ψάχνει ο μπαμπάς μου» μας είπε. Λόγια που σε κάθε άλλη περίπτωση θα ήταν αγχωτικά αλλά επειδή δεν είχα ξαναπάει στο νησί, δεν ανησύχησα ιδιαίτερα, ας αγχωθούν οι άλλοι! Αφού μας συστήθηκε η Μαρία, σε λίγα λεπτά ήρθε και ο μπαμπάς της, ο Στράτος Καλαποθαράκος.


Άνθρωποι ζεστοί από την πρώτη στιγμή, πρόθυμοι να μας βοηθήσουν με όποιο τρόπο μπορούσαν. Ακολουθήσαμε το Στράτο και μετά από λίγο κάτσαμε στο Στέκι του Νικόλα, ένα μικρό αλλά πανέμορφο μαγαζάκι στο κέντρο του χωριού. Εκεί μας βρήκε ο Γιώργος Κουλουλίας, ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, και μας συνόδευσε στις «ουζοκαταστάσεις», που είχαν στηθεί με επιμέλεια στο τραπέζι μας. Οι άνθρωποι μας έκαναν να νιώσουμε τόσο ευπρόσδεκτοι, όχι μόνο με το κέρασμα ή με τα δωμάτια που μας παραχώρησαν για να κοιμηθούμε το βράδυ, αλλά με τον τρόπο που μας μιλούσαν, με τις ιστορίες που μας διηγήθηκαν για το νησί, με αυτό τον απλό, ανθρώπινο τρόπο που σπανίζει πλέον.
Η 4η ημέρα του ταξιδιού ήταν χωρίς άγχος, μιας και τα μίλια ήταν λιγοστά και παράκτια. Ευκαιρία και για λίγο… τουρισμό! Αφού τελειώσαμε το πρωινό μας στο Στέκι του Νικόλα, αποπλεύσαμε από το Καρκινάγρι με πορεία τον Άγιο Κήρυκο. Στη διαδρομή περάσαμε από το πανέμορφο λιμανάκι στον Μαγγανίτη και λίγο μετά, στάση στις Σεϋχέλλες! Εκπληκτικό μέρος, ήπιαμε μια μπυρίτσα και απολαύσαμε τα πανέμορφα νερά. Συνεχίσαμε έπειτα την πορεία μας, χαζεύοντας το μοναδικό τοπίο των ορεινών βράχων, κανονικό Γκραν Κάνυον! Λίγο πριν το λιμάνι, μας πλησίασε ένα φουσκωτό του ναυτικού ομίλου, το οποίο και μας συνόδευσε μέχρι τον τερματισμό. Ο Άγγελος άναψε το βεγγαλικό του τερματισμού (εγώ φοβήθηκα να το ανάψω μιας και είχε κοντά μου όμορφα, ακριβά και… εύφλεκτα σκάφη και ήμουν και ανασφάλιστος!), ολοκληρώνοντας έτσι το φετινό expedition της ομάδας.
Βγάλαμε αρκετές φωτογραφίες εκεί, συστηθήκαμε με όλους, τον Γιώργο Βιτσαρά, πρόεδρο του ναυτικού ομίλου και επίσης δημοσιογράφο και ανταποκριτή της ΕΡΤ στο νησί, ο οποίος είχε επικοινωνία με την ομάδα από την έναρξη του ταξιδιού, τον Βαγγέλη Μανιώτη, δάσκαλο ιστιοπλοΐας του ομίλου που μας συνόδευσε με το φουσκωτό, τον Γιώργο Σούρτη, διαχειριστή του Ράδιο Ικαρία και την Κυριακή Κονταξοπούλου από τον τουριστικό σύλλογο στα Θέρμα. Αφού μας βοήθησαν να τακτοποιήσουμε τα σκάφη στις εγκαταστάσεις του ναυτικού ομίλου, μας μετέφεραν με τα αυτοκίνητά τους στα Θέρμα, όπου θα φιλοξενούμασταν. Αφού τακτοποιήσαμε τα πράγματά, μας συναντηθήκαμε σε ένα τοπικό εστιατόριο στα Θέρμα, όπου και μας έκαναν το τραπέζι. Ήμασταν αρκετά ταλαιπωρημένοι από τη θάλασσα και τον ήλιο και δεν ήμασταν για ξενύχτι, οπότε χαλάσαμε τα σχέδια του Βαγγέλη για νυχτερινό “expedition”. Την επόμενη φορά φίλε!



Την επόμενη ημέρα το πρόγραμμα είχε tour στο νησί, όπου ο Γιώργος Σούρτης μάς ξενάγησε στο ζυθοποιείο της «Ικαριώτισσας». Εκεί συναντήσαμε τον Βαγγέλη Αγγελουδάκη, που μας έδειξε πολλά από τα μυστικά της επιτυχημένης συνταγής. Ένα μικρό ζυθοποιείο, που αποπνέει μεράκι και αγάπη για το αντικείμενο. Ο Βαγγέλης μάς μίλαγε για τη διαδικασία παραγωγής και το έβλεπες στα μάτια του… λαμπύριζαν από ενθουσιασμό! Έπειτα, το πρόγραμμά μας είχε συνάντηση με τους μικρούς ιστιοπλόους του ομίλου πίσω στον Άγιο Κήρυκο. Ζήσαμε συγκινητικές στιγμές με τα παιδιά, είδαμε την αγάπη τους για τη θάλασσα αλλά και το δέσιμο με τον δάσκαλό τους και την εξαιρετική δουλειά του Βαγγέλη, της Ευγενίας καθώς και όλων των ανθρώπων του ομίλου. Σειρά είχε το Ράδιο Ικαρία, όπου μαζί το Γιώργο Σούρτη συμμετείχαμε ζωντανά στην εκπομπή του Στράτου «Η ώρα του Λωλού».
Είχαμε αρκετές ώρες μέχρι την αναχώρηση με το καράβι και οι άνθρωποι αυτοί δεν μας άφησαν να πλήξουμε ούτε στιγμή. Άφησαν τις δουλειές τους, τις υποχρεώσεις τους και ασχολήθηκαν τόσο εγκάρδια μαζί μας, που τους βάλαμε στην καρδιά μας, νιώσαμε ένα δέσιμο απίστευτο για όλους. Κανονικά, η διαμονή μας στην Ικαρία χρειάζεται ένα ξεχωριστό άρθρο για να μπορέσει να αποτυπώσει όλα όσα εισπράξαμε τις 2 ημέρες που μείναμε εκεί. Νιώθω ότι όσα και να γράψω, κάτι θα παραλείψω. Σημασία έχει η αίσθηση που αποκομίσαμε και οι αναμνήσεις που έχουμε. Τελικά, το σημείου τερματισμού του ταξιδιού μάλλον δεν ήταν τερματισμός αλλά μια καινούργια αρχή.
Κάθε ταξίδι με το καγιάκ ξεκινάει πρώτα μέσα στο μυαλό. Μάλλον πρώτα έρχεται ο προορισμός, ο οποίος για βαθιά προσωπικούς λόγους σε εμπνέει. Έτσι, σε καλεί έντονα από την ρουτίνα να περάσεις στην περιπέτεια με μέσο το σκάφος, μηχανή το σώμα και το κουπί, στηριζόμενος στις δικές σου δυνάμεις και καθοδηγούμενος από τη ναυτοσύνη σου. Στην συνέχεια, συνθέτεις το ταξίδι προσθέτοντας την αφετηρία και τους ενδιάμεσους σταθμούς. Τέλος, από το όνειρο περνάς στην πραγματικότητα, καθώς έρχονται οι πρακτικές δυσκολίες και οι περιορισμοί ως πρόσθετες παράμετροι, που συνήθως σου αλλάζουν σημαντικά τον αρχικό σχεδιασμό.
Έτσι, λοιπόν, για φέτος γεννήθηκε στο μυαλό το ταξίδι, μα ο περιορισμένος διαθέσιμος χρόνος μάς άλλαξε τα σχέδια. Ευτυχώς στα νησιά μας, που έχουν κάτι το μοναδικό και ιδιαίτερο, δεν θα ξεμείνεις από επιλογές. Ο τελικός προορισμός λοιπόν ορίστηκε για την Ικαριά. Ένα νησί που για να το προσεγγίσεις θέλει να διασχίσεις το Κάβο Ντ’ Όρο, το Δύσβατο και το Ικάριο πέλαγος, θάλασσες και περάσματα ονομαστά για τους καιρούς που βγάζουν – δεν μπορείς να μην τα πάρεις στα σοβαρά. Έχοντας ολοκληρώσει τον κύκλο των προπονήσεων, αναμέναμε το κατάλληλο παράθυρο καιρού. Όταν αυτό εμφανίστηκε, προέκυψαν για εμένα κάποιες υποχρεώσεις στη δουλειά που μάλλον απέκλειαν τη συμμετοχή μου στο ταξίδι. Τη μέρα της αναχώρησης, απλώς φόρτωσα με μισή καρδιά τον εξοπλισμό στο αυτοκίνητο, όντας σίγουρος ότι θα μείνω πίσω. Ευτυχώς, όμως, κάποιες συνεννοήσεις της τελευταίας στιγμής απέδωσαν καρπούς και όλα ξεκίνησαν. Η προετοιμασία κάθε ταξιδιού, για κάποιον ανεξήγητο λόγο του σύμπαντος, φέρνει μαζί ένα σωρό εμπόδια που, σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα, πρέπει να αντιμετωπίσεις και αυτά. Ας δεχτούμε, όμως, ότι απλώς προστίθεται λίγη ακόμη μαγεία, καθώς, παλεύοντάς τα, προσπαθείς να πιάσεις τον στόχο σου.
Μιας και ο Άγγελος και ο Κωνσταντίνος περιγράφουν το ταξίδι με πολλή λεπτομέρεια, εγώ θα ήθελα να μοιραστώ όσα μου χάρισε πριν, στη διάρκεια και μετά και χαράχτηκαν στο μυαλό μου. Θα προσπαθήσω να τα βάλω σε μία σειρά λοιπόν.

Η ομάδα
Έχω κωπηλατήσει μόνος κάμποσα χρόνια και σχεδόν πάντα το χαιρόμουν, μα στο ταξίδι η παρέα προσθέτει θετική διάθεση, πολύ κέφι, γέλιο, ωραίες συζητήσεις σε απίθανα μέρη, μα κυρίως ασφάλεια. Δεν συνταξιδεύεις με τον οποιονδήποτε, αλλά με αυτούς που περνάς καλά και τους εμπιστεύεσαι στα δύσκολα. Αυτοί είναι η ομάδα μας και για να χτιστεί αυτή η εμπιστοσύνη χρειάστηκε χρόνος και η απαραίτητη χημεία.
Πριν ξημερώσει η δεύτερη μέρα στην Άνδρο, φορτώσαμε τον εξοπλισμό στα σκάφη και αποπλεύσαμε. Μια περίεργη ενόχληση στο στομάχι με έκανε να αισθάνομαι πολύ άβολα μέσα στο καγιάκ. Καθώς η ώρα περνούσε όλο και χειροτέρευα. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν, δεν μπορούσα να κρατήσω τα μάτια μου ανοιχτά και ζαλιζόμουν. Πλησιάζαμε στο Δύσβατο, το στενό πέρασμα Άνδρου – Τήνου, και η βραχώδης ακτογραμμή δεν άφηνε πολλά περιθώρια να βγούμε σε παραλία για να συνέλθω. Ενημέρωσα τα παιδιά για την κατάστασή μου. Αμέσως, από την ξένοιαστη διάθεση πέρασαν σε κατάσταση επιφυλακής. Ερωτήσεις για να καταλάβουν τι τρέχει, ούτε εγώ δεν ήξερα καλά-καλά. Σε πρώτη φάση με ρυμούλκησε ο Άγγελος και ο Κώστας είχε τον νου του για κάθε ενδεχόμενο. Στη συνέχεια ρυμουλκούσαν και οι δύο. Διαρκώς χειροτέρευα, το κεφάλι μου πονούσε έντονα και ένιωθα ότι από στιγμή σε στιγμή χάνω τις αισθήσεις μου και τουμπάρω. Ο Άγγελος έφερε την πρύμνη του δίπλα μου και την αγκάλιασα, ενώ ο Κώστας με πρόσεχε από κοντά. Δεν έχω καμία αίσθηση για πόσο κρατιόμουν έτσι στην πρύμνη του Etain, μα διανύσαμε κάποια απόσταση έτσι. Με πολλή προσπάθεια προκάλεσα εμετό ενώ κρατιόμουν στο σκάφος του Άγγελου, καθώς ένιωθα τεράστια δυσφορία. Κάπως έστρωσε η κατάσταση και συνεχίσαμε τη ρυμούλκηση. Όλοι πήραμε ανάσα, καθώς πιστέψαμε ότι θα τελείωνε. Κι όμως, επαναλήφθηκε τρεις φορές.


“Μόνο με ανθρώπους που έχεις δεθεί και εμπιστεύεσαι λειτουργείς έτσι και, τελικά, αυτό είναι η ομάδα.”
Στο μυαλό του καθενός μας έτρεχαν σκέψεις. Κυνηγούσαμε το παράθυρο του καιρού και τη συγκεκριμένη μέρα έπρεπε να διανύσουμε 38 μίλια, ώστε να διανυκτερεύσουμε στην ανατολική Μύκονο και το επόμενο πρωί να κωπηλατήσουμε τα 25 μίλια που θα μας χώριζαν από την Ικαρία, με ευνοϊκές συνθήκες. Εγώ σκεφτόμουν ότι θα εγκαταλείψω το ταξίδι, σχεδόν από την αρχή. Να με ρυμουλκήσουν μέχρι το λιμάνι της Τήνου, να μείνω εκεί και να συνεχίσουν. Παράλληλα τους καθυστερώ και δεν θα προλάβουν να βγάλουν τα μίλια. Απογοήτευση, το χάλασα και σε εκείνους, έγινα βαρίδι στην αποστολή. Ο Κώστας και ο Άγγελος, ανησυχώντας για την κατάστασή μου, σκέφτονταν μήπως χρειάζομαι μεταφορά με πιο γρήγορο μέσο για κέντρο υγείας – φαντάζομαι πώς θα ήταν η όψη μου – και έπαιζαν σενάρια να ειδοποιήσουν τον καπετάν Αντώνη στην Τήνο για καΐκι. Ούτε σκέψη για συνέχεια του ταξιδιού, τρεις ξεκινήσαμε και τρεις θα τερματίσουμε ή όλοι για χάριν της ασφάλειας εγκαταλείπουμε. Ευτυχώς, όμως, μετά από λίγη ώρα, λες και γύρισε ένας διακόπτης, σχεδόν ακαριαία ανέκτησα δυνάμεις μέσα από τη μεγάλη θέληση για το ταξίδι και αρκετές ώρες μετά, κατά τις οχτώμιση το βράδυ, βγήκαμε στην ανατολική Μύκονο, όπως το είχαμε σχεδιάσει.
Μόνο με ανθρώπους που έχεις δεθεί και εμπιστεύεσαι λειτουργείς έτσι και, τελικά, αυτό είναι η ομάδα.

Η προετοιμασία
Είναι απογοητευτικό να διαπιστώνεις πόσο αργά και βασανιστικά το μυαλό και το σώμα μας εκπαιδεύονται και πόσο εύκολα διαγράφονται τα περισσότερα, αν τα αφήσουμε. Πολύ πιο έντονα για όσους από εμάς, κάποια χρονάκια αρχίζουν να βαραίνουν την πλάτη μας. Έτσι λοιπόν και στο καγιάκ, η φυσική κατάσταση, η τέχνη του χειρισμού του, οι γνώσεις ναυσιπλοΐας, μετεωρολογίας, πρώτων βοηθειών, λειτουργίας και δυνατοτήτων του σώματος, αντιμετώπισης έκτακτων περιστατικών, διαβίωσης στη φύση, σχεδιασμού και άλλων χτίζονται με πολύχρονη προσπάθεια αλλά ξεθωριάζουν γρήγορα όταν τα αμελούμε.
Στην ομάδα προσπαθούμε διαρκώς να προσθέτουμε όλο και κάτι επιπλέον σε αυτές τις δεξιότητες, ενώ η προετοιμασία πριν το ταξίδι αποσκοπεί στο να έχουμε ενεργά και διαθέσιμα όλα τα εφόδια, για να αντιμετωπίσουμε τις ιδιαιτερότητές του. Κάθε προετοιμασία σχεδιάζεται με βάση το ταξίδι που έχει προγραμματιστεί. Αν δεν ολοκληρώσουμε το πρόγραμμα, δεν έχει ταξίδι, τόσο απλά. Γράφοντας ώρες στα καγιάκ, δενόμαστε πιο πολύ σαν ομάδα και αυτό είναι ίσως το σημαντικότερο. Έναν ολόκληρο χρόνο, κάθε βδομάδα, ήμασταν στο νερό με ό,τι συνθήκες και να είχε. Ήταν προτεραιότητα για μας, αλλά γεύεσαι το αποτέλεσμα, νιώθοντας στο ταξίδι σώμα και εξοπλισμός να γίνονται ένα και η πλώρη να κερδίζει μίλια αργά και σταθερά.


Ο σχεδιασμός
Οι χάρτες και οι υπολογισμοί πάνω τους πάντα με μάγευαν. Εξάλλου, μία αποστολή είναι σε μεγάλο βαθμό σχεδίαση και προγραμματισμός. Το καγιάκ είναι ένα μικρό σκάφος με deck που βρέχεται και δεν είναι ό,τι πιο βολικό για να απλώσεις χάρτες και κουμπάσο. Η δουλειά πάντα γίνεται ατομικά ή με τους συγκωπηλάτες στο σπίτι, άντε και στην παραλία πριν τον απόπλου. Αν δεν έχεις προετοιμαστεί, απλώς ψάχνεις για μπελάδες. Ατέλειωτες συζητήσεις και πλάνα για μέρη που θέλουμε να δούμε, κινδύνους που θέλουμε να αποφύγουμε, καταστάσεις που εκτιμάμε ότι θα συναντήσουμε, στάσεις ανεφοδιασμού, παραλίες για διανυκτέρευση, μίλια που θα διανύσουμε, θαλάσσια κίνηση και επικίνδυνα περάσματα, καιρούς και ρεύματα που περιμένουμε, φίλους που θα συναντήσουμε, δρομολόγια πλοίων για την επιστροφή και αξιοθέατα που δεν πρέπει να χάσουμε.
Κύριο κομμάτι του σχεδιασμού είναι η πρόβλεψη για ασφαλή καταφυγή, εξωτερική βοήθεια αν το απαιτήσουν οι συνθήκες και οι πρώτες βοήθειες. Όλα αυτά, δηλαδή, που θέλεις να τα έχεις σκεφτεί πριν και όχι πάνω στον πανικό. Όσο πιο πολλά χρόνια ταξιδεύεις, η εμπειρία που έχεις μαζέψει γίνεται μοναδικό εργαλείο στον σχεδιασμό. Βέβαια, η εμπειρία χτίζεται και με λάθη και παθήματα, όλα είναι στο παιχνίδι και μας σημαδεύει σαν κωπηλάτες. Ο κάθε ένας μας κουβαλάει τα δικά του σημάδια. Ο σχεδιασμός είναι το νοερό ταξίδι πριν το ταξίδι και ήταν και φέτος μία απόλαυση που διήρκεσε μήνες.


Οι φίλοι
Στα ταξίδια επικοινωνείς με ανθρώπους πολύ πιο έντονα. Κάνεις νέους φίλους αλλά έχεις την ευκαιρία, κάποιες φορές, να συναντάς και παλιούς. Έτσι λοιπόν, στην Κάρυστο βρήκαμε τον Γιώργο που μας συνόδευσε μέχρι την παραλία του Μπούρου για το ξεκίνημα του ταξιδιού. Στην Τήνο, τον καπετάν Αντώνη Αλοίμονο που μας έκανε το τραπέζι στην ταβέρνα του και μας έδωσε τόσες συμβουλές για τα περάσματα και τους καιρούς. Στο Καρκινάγρι της Ικαρίας, τον Γιώργο Κουλουλία, τη Μαρία και τον Στράτο Καλαποθαράκο που ήταν οι πρώτοι που συναντήσαμε και μας προϋπαντήσανε και μας φιλοξένησαν σαν να μας ξέραν χρόνια. Στον Άγιο Κήρυκο, τον Γιώργο Βιτσαρά και τον Βαγγέλη Μανιώτη, τους ιστιοπλόους που μας καλωσόρισαν έξω από το λιμάνι με φουσκωτό, τον Γιώργο Σούρτη που, εκτός των άλλων, μας φιλοξένησε στον χώρο και τη συχνότητα του Ράδιο Ικαρία, την Κυριακή Κονταξοπούλου που μας έκανε το τραπέζι στα Θέρμα – και θα ήθελα να ζητήσω συγνώμη που αφήσαμε την ωραία συζήτηση της παρέας νωρίς, καθώς η κούραση του ταξιδιού μας είχε καταβάλει – και τον Βαγγέλη Αγγελουδάκη που μας ξενάγησε στη ζυθοποιία «Ικαριώτισσα», μας έκανε το τραπέζι και με δικό του μέσο, μας μετέφερε τα σκάφη στο πλοίο, στις δύο μετά τα μεσάνυχτα για να φύγουμε.
Στον Ναυτικό Όμιλο Ικαρίας είχαμε τη μοναδική εμπειρία να μιλήσουμε με τους μικρούς ιστιοπλόους και για αυτό το δώρο ευχαριστώ θερμά τον Βαγγέλη Μανιώτη και τον Γιώργο Βιτσαρά.
Όλοι αυτοί οι φίλοι είναι στην καρδιά μας και έκαναν το ταξίδι μοναδικό.


Το νησί
Δεν μπορώ να πω ότι γνωρίζω πολλά για την Ικαρία, δεν είχα ξαναπάει και δεν είχαμε τον χρειαζούμενο χρόνο να την γνωρίσουμε όπως θα θέλαμε. Όμως, από την πρώτη ματιά στον Κάβο Πάπα, μαγεύεσαι. Το ανάγλυφο άγριο και τόσο όμορφο. Ανεβαίνοντας προς Άγιο Κήρυκο γίνεται πιο ομαλό και πράσινο, αρχίζουν και ξεπετάγονται και παραλίες. Μικρά λιμανάκια και απόμερα χωριά σε καλούν για εξερεύνηση. Σχεδόν μπορείς να διακρίνεις την αγριάδα των ανέμων στο τοπίο. Αναλογίζομαι ότι αυτός ο τόπος είναι φορές δυσπρόσιτος όχι τόσο για την απόστασή του από άλλα νησιά ή λιμάνια, αλλά από τους καιρούς που τον απομονώνουν. Ίσως και γι’ αυτόν τον λόγο οι κάτοικοί του είναι άνθρωποι ελεύθεροι και αυτόνομοι. Γνωρίσαμε κάποιους που γεννήθηκαν και ζουν εκεί, μα και κάποιους που γεννήθηκαν αλλού αλλά ζουν εκεί. Είναι όλοι τους Ικαριώτες γιατί το νησί τους αφομοίωσε και είναι τυχεροί. Τέτοια φιλοξενία και χαμόγελο δεν συναντάς εύκολα σε πολλά μέρη, γι’ αυτό η Ικαρία μάς κέρδισε τόσο πολύ. Έχουμε αφήσει τόσα ανεξερεύνητα σημεία πάνω της και φίλους που θέλουμε να ξανασυναντήσουμε, που σίγουρα θα ξαναγυρίσουμε.
“Τερματίσαμε στον προορισμό μας με ασφάλεια, ζήσαμε απίθανες στιγμές, γνωρίσαμε ωραίους και ιδιαίτερους ανθρώπους, κάναμε νέους φίλους, είδαμε μαγικά μέρη.”
Το τέλος του ταξιδιού
Στο πλοίο για τον Πειραιά εικόνες, στιγμές, άνθρωποι και συμβάντα πλημμύριζαν τη σκέψη, λες και η αδρεναλίνη του ταξιδιού ακόμη μας κρατούσε σε εγρήγορση. Τερματίσαμε στον προορισμό μας με ασφάλεια, ζήσαμε απίθανες στιγμές, γνωρίσαμε ωραίους και ιδιαίτερους ανθρώπους, κάναμε νέους φίλους, είδαμε μαγικά μέρη, διασχίσαμε με τις δικές μας δυνάμεις και τα «μικροσκοπικά» σκάφη μας το Αιγαίο. Όλα αυτά είναι ο ορισμός του ταξιδιού όπως το ζούμε με την ομάδα.
Οι τηλεοράσεις στο πλοίο έδειχναν πρωινάδικα με χυμώδεις παρουσιάστριες, να μιλάνε όλο χαρά για το χτένισμά τους και άλλα τέτοια συγκλονιστικά. Κάπως έτσι λοιπόν, καταλάβαμε ότι το ταξίδι μας τελείωσε και ξαναγυρνούσαμε στην καθημερινότητά μας. Όμως, ήδη μέσα στο χάος των σκέψεων, ξεπρόβαλαν ιδέες για τα επόμενα ταξίδια. Ναι, ό,τι σε μαγεύει κάνει απλώς κύκλο, δεν τελειώνει!