Θαλάσσιο καγιάκ και υλικά

“Από τι υλικό είναι φτιαγμένα τα όνειρα;” θα ρώταγε ο ονειροπόλος κωπηλάτης, παραφράζοντας τον Σαίξπηρ. Αν θεωρήσουμε ότι κάθε σκάφος αποτελεί ένα υλικό αντικείμενο κι ένα σημείο συνάντησης ανάμεσα στο όραμα (και τους συμβιβασμούς) του κατασκευαστή του και τις προσδοκίες του κωπηλάτη του, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ιδιοσυστασίας του είναι η ίδια η ύλη από την οποία αποτελείται. Γράφουν οι Γιάννης Παπαπαναγιώτου και Άγγελος Χριστοφίδης.

Γιάννης Παπαπαναγιώτου

Όσοι από τους αναγνώστες αυτού του άρθρου κάνουν φέτος τα γενέθλιά τους με 50+ κεράκια στην τούρτα τους θα θυμούνται στις δεκαετίες του ’70-‘80 την κλασική κίνηση που έκαναν τότε κάποιοι ηλικιωμένοι (ή, τουλάχιστον, έτσι τους βλέπαμε τότε) κατά τη διαδικασία επιλογής αυτοκινήτου. Κατά την επίσκεψη, λοιπόν, στη «μάντρα», αφού εντόπιζαν το αυτοκίνητο της αρεσκείας τους, πλησίαζαν, κλωτσούσαν ελαφρά τα λάστιχα και με σφιγμένο το χέρι χτυπούσαν την λαμαρίνα, όπου και ακουγόταν ο βαθύς ήχος του μετάλλου. Υποσυνείδητα, η διαδικασία αυτή, άμεσα συσχετισμένη και με τον τρόπο επιλογής ενός καρπουζιού στη λαϊκή, τους δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της σιγουριάς όσον αφορά στη στιβαρότητα του οχήματος.

Τα χρόνια βέβαια πέρασαν και ο ειδικός Τύπος μαζί με το διαδίκτυο συνέβαλαν ώστε να δημιουργηθούν ενημερωμένοι πελάτες, σε σημείο που ο πωλητής να πρέπει να γνωρίζει άριστα το αντικείμενο για να μπορέσει να σταθεί επάξια απέναντί τους. Και όμως αυτοί οι παραδοσιακοί «δοκιμαστές της γροθιάς», εάν σήμερα προσπαθούσαν με την ίδια διαδικασία να επιλέξουν ένα θαλάσσιο καγιάκ, θα μειδιούσαν καταχθόνια θεωρώντας ότι ανακάλυψαν κατασκευαστική απάτη, αφού δοκιμάζοντας διαφορετικά σκάφη θα ανακάλυπταν ότι ορισμένα έχουν μπάσο ήχο, κάποια άλλα πιο ξερό και μερικά θα μπορούσαν να τα συμπιέσουν κιόλας. Εάν επικεντρώνονταν δε και στην εικόνα του υλικού κατασκευής τους, θα παρατηρούσαν ότι ένα σκάφος είναι κάπως θαμπό, κάποιο άλλο γυαλίζει έντονα, ένα άλλο θυμίζει την βιβλιοθήκη του καθιστικού τους και ένα τελευταίο είναι λίγο “see through”.

Είναι γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικά υλικά με τα οποία κατασκευάζονται τα καγιάκ και τα οποία προσδίδουν στα σκάφη διαφορετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα σε βαθμό που να επηρεάζουν τον τρόπο χρήσης του σκάφους και κατ’ επέκταση τη συμπεριφορά του ιδιοκτήτη τους.

Δηλαδή, τι έγινε ρε παιδιά, πάλι διάβασμα; Ε, ας ρίξουμε μια ματιά, μιας και το έφερε η κουβέντα.

Μιλάμε λοιπόν για θαλάσσια καγιάκ hard shell, δηλαδή με σκληρό κέλυφος, χωρίς να επεκταθούμε σε πτυσσόμενα ή φουσκωτά, οπότε έχουμε τις εξής κατηγορίες:

Skin-on-frame
Πηγή: http://maineislandkayak.com/skin-on-frame-qajaqs/

Είναι σκάφη που στην πλειονότητά τους κατασκευάζονται από ιδιώτες αλλά μπορείς επίσης να τα παραγγείλεις σε κάποιον κατασκευαστή, είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό. Η σχεδιαστική τους λογική προέρχεται απευθείας από τη Γροιλανδία και τις Αλεούτιες Νήσους και στηρίζεται στην κατασκευή ενός ξύλινου σκελετού που δένεται με ειδικά σε αντοχή λεπτά σκοινιά. Μετά καλύπτεται το σκάφος από πανί ράβοντάς το και, τέλος, το πανί βάφεται, είτε με χρώμα, είτε με ρητίνη για να αδιαβροχοποιηθεί. Πλεονεκτήματά τους το εξαιρετικά χαμηλό βάρος, που είναι συνήθως γύρω στα 15 κιλά, το χαμηλό κόστος κατασκευής και η ταχύτητά τους.

Τα συναντάς σπάνια μιας και απαιτείται αρκετός ελεύθερος χρόνος, μεράκι και τεχνική κατάρτιση, προκειμένου να μπορέσει να ολοκληρωθεί το σκάφος. Μειονεκτούν στην έλλειψη διαχωριστικών (μπουλμέδων) που θα εξασφάλιζαν την απαραίτητη στεγανότητα και σταθερότητα κατά τη μεταφορά κατασκηνωτικού εξοπλισμού. Για τους λάτρεις του είδους, πάντως, αποτελούν μία κατασκευαστική πρόκληση, συνδυασμένη με όμορφες και παραδοσιακές ναυπηγικές γραμμές.

Ξύλινα σκάφη

Είναι σκάφη που, επίσης, στην πλειονότητά τους κατασκευάζονται από ιδιώτες αλλά μπορείς να τα παραγγείλεις και σε κάποιον κατασκευαστή. Στο διαδίκτυο υπάρχουν, είτε δωρεάν, είτε με κάποιο μικρό σχετικά κόστος, κατασκευαστικά σχέδια σε μεγάλη ποικιλία και με μεγάλη λεπτομέρεια για να απογειώσουν τη φαντασία σου, εάν και σε αυτή την περίπτωση διαθέτεις αρκετό ελεύθερο χρόνο. Η κατασκευαστική λογική τους είναι η σύνδεση κομματιών κόντρα πλακέ θαλάσσης με σύρματα χαλκού stitch & glue τα οποία προηγουμένως έχεις κόψει, και κατόπιν η σταθερή ένωση των συνδέσεων με ρητίνη. Ουσιαστικά, δημιουργείται ένα ξύλινο καλούπι το οποίο επενδύεται με κάποιες στρώσεις υαλοϋφάσματος και εποξειδικής ρητίνης, τα οποία όταν στεγνώσουν γίνονται διαφανή αναδεικνύοντας το ξύλινο μέρος του σκάφους. Για την προστασία από την ηλιακή ακτινοβολία, τέλος, βάφεται όλο το σκάφος με μερικές στρώσεις βερνίκι θαλάσσης αντι-UV ή με πολυουρεθανικό χρώμα.

Εναλλακτικά, η κατασκευή μπορεί να γίνει με πηχάκια ξύλινα strip planked που κολλιούνται μεταξύ τους και μετά επενδύονται με ρητίνη και βερνίκι, όπως και στην προηγούμενη τεχνοτροπία. Αυτός ο τρόπος απαιτεί τη δημιουργία εσωτερικού καλουπιού, είναι πιο χρονοβόρος αλλά μπορεί να δώσει στρογγύλεμα στην γάστρα, πράγμα που δεν μπορεί να επιτευχθεί με τα κόντρα πλακέ, με τόση γωνία. Τα ξύλινα καγιάκ στην τελική τους μορφή έχουν τα χαρακτηριστικά ενός πολυεστερικού αλλά είναι πιο κλασικά σε εμφάνιση με συνήθως πολύ ωραίο αισθητικό αποτέλεσμα. Σε επόμενο αφιέρωμά μας, ο Παναγιώτης θα αναπτύξει με λεπτομέρεια όλη τη διαδικασία κατασκευής του δικού του ξύλινου σκάφους.

Πλαστικά σκάφη (polyethylene)

Ο όρος «πλαστικό» αφορά ένα μεγάλο εύρος θαλάσσιων καγιάκ, τα οποία αποτελούν την πλειονότητα τέτοιων σκαφών στις θάλασσες, πράγμα λογικό και αναμενόμενο εάν σκεφθούμε ότι είναι τα πιο οικονομικά σκάφη της αγοράς. Το υλικό τους, κατά κανόνα, είναι το πολυαιθυλένιο (PE). Ο συνηθισμένος και σύγχρονος τρόπος κατασκευής τους είναι το Rotomolding (ή Rotational molding). Η όλη κατασκευή τους ξεκινά από ένα μεταλλικό καλούπι δύο κομματιών, μέσα στο οποίο απλώνουν πολυαιθυλένιο σε μορφή σκόνης, στο χρώμα της επιλογής τους. Κατόπιν το σφραγίζουν και αυτό ξεκινά να περιστρέφεται, θερμαινόμενο σε συγκεκριμένη θερμοκρασία και χρόνο, ώστε το υλικό να λιώσει, να ακουμπήσει στα τοιχώματα του καλουπιού και να πάρει τη μορφή του σκάφους.

Και εδώ θα μπορούσε εύκολα να κλείσει η τεχνική περιγραφή. Το θέμα, όμως, είναι κάπως πιο σύνθετο διότι το πολυαιθυλένιο δεν είναι πάντα ίδιο. Έχει διάφορους επιμέρους τύπους που σχετίζονται με τον αριθμό μοριακών δεσμών του υλικού, με αποτέλεσμα διαφορετικά χαρακτηριστικά συμπεριφοράς. Τρεις από αυτούς τους τύπους είναι οι:

HDPE High Density Polyethylene

LDPE Low Density Polyethylene

LLDPE Linear Low Density Polyethylene

Το HDPE είναι το πιο ακριβό και ποιοτικό. Θερμαίνεται σε πιο υψηλή θερμοκρασία, οπότε είναι πιο δύσκολο στην κατασκευή του καγιάκ αλλά το αποτέλεσμα είναι ένα σκάφος πιο σκληρό, με περισσότερη αντοχή στις εκδορές και κρούσεις, καλή αντίσταση στην ηλιακή ακτινοβολία και καλή μνήμη του αρχικού του σχήματος. Δεν συμπιέζεται εύκολα και κρατάει το σχήμα του καλύτερα σε παρατεταμένη έκθεση στον καυτό ήλιο. Ειδικά αν συνδυαστεί κατασκευαστικά με την τεχνολογία τριών επιστρώσεων (3-layer), δηλαδή σάντουιτς, αποκτά σαφώς καλύτερα χαρακτηριστικά ακαμψίας.

Πλαστικά σκάφη έτοιμα για παράδοση. Η παραγωγή τους είναι μαζική και οι πωλήσεις τους πολλαπλάσιες αυτών των πολυεστερικών.

Τα LDPE και LLDPE από την άλλη συνιστούν την πιο οικονομική, κατασκευαστικά, λύση και η αντοχή στον ήλιο, στις εκδορές και στην παραμόρφωση είναι αισθητά πιο μειωμένη. Αυτό έχει αντίκτυπο στην πλεύση, καθώς και στην αντοχή στο χρόνο. Εν ολίγοις, όταν αναζητάς ένα σκάφος για αγορά, οι διαφορές τιμών θα πρέπει, ίσως, να σε βάλουν σε σκέψεις για την αιτία του χαμηλού κόστους. Υπάρχουν, ωστόσο, και ορισμένες εξαιρέσεις, κατά τις οποίες κάποια φτηνά σε κατασκευή σκάφη είναι αδικαιολόγητα ακριβά σε τιμή.

Υπάρχει και μία ακόμα κατηγορία πλαστικών σκαφών, τα λεγόμενα «θερμοπλαστικά», τα οποία κατασκευάζονται από ένα μίγμα ABS πλαστικού και ακρυλικού υλικού. Τα σκάφη αυτά προσπαθούν να γεφυρώσουν ουσιαστικά το κενό ανάμεσα στα πλαστικά πολυαιθυλενίου και τα συνθετικά (βλ. παρακάτω) και το κόστος αγοράς τους είναι ακριβώς ανάμεσα. Αυτή η τεχνοτροπία ακολουθείται από ελάχιστους κατασκευαστές.

Γενικά, πάντως, τα πλεονεκτήματα των πλαστικών είναι η πολύ μικρή συντήρηση που απαιτούν και η αντοχή τους στην κρούση, που σου δίνουν τη δυνατότητα μιας πιο «απερίσκεπτης» εξόδου σε παραλίες με βότσαλα ή και σε βραχώδη κομμάτια, ειδικά στα πρώτα σου βήματα. Μειονέκτημά τους η αισθητά μειωμένη ταχύτητα και ακαμψία συγκριτικά με τα συνθετικά σκάφη (composite), η λιγότερο στιλπνή εμφάνισή τους, και, τέλος, η στεγανότητα των διαχωριστικών που σε μερικές περιπτώσεις γίνεται πονοκέφαλος, εφόσον τα διαχωριστικά, συνήθως από αφρώδες υλικό, δεν έχουν συμβατότητα με το πολυαιθυλένιο, οπότε ο κατασκευαστής στηρίζεται στην ικανότητα κάποιας κόλλας στεγανοποίησης. Αυτό βέβαια δεν είναι κανόνας, καθώς υπάρχουν στην αγορά πολύ αξιόλογες και ποιοτικές προτάσεις. Επίσης, η συγκόλληση σε περίπτωση ζημιάς είναι μια ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία, μόνο και μόνο από το γεγονός ότι η πλειονότητα των συγκολλητικών υλικών της αγοράς δεν είναι κατάλληλα για πολυαιθυλένιο. Θεωρούνται, πάντως, ιδανικά entry level σκάφη.

Συνθετικά σκάφη (composite)

Συνηθίζεται να τα αναφέρουμε ως πολυεστερικά, καθόσον η αρχική πρώτη κατασκευή τους θυμίζει τις πολυεστερικές βάρκες που όλοι γνωρίζουμε. Γενικά θα λέγαμε ότι είναι σκάφη τα οποία στηρίζονται στη λογική των ρητινών και ενισχυτικών υφασμάτων.

Αλλά ας το πάρουμε από την αρχή.

Τη δεκαετία του 1960 οι κατασκευαστές μικρών σκαφών προχώρησαν σε μια καινοτομία χρήσης υλικών, ώστε να ξεφύγουν από την κοπιαστική συντήρηση που απαιτούσαν από τον ιδιοκτήτη τα ξύλινα σκαριά. Οι ρητίνες, που προηγήθηκαν ως χρήση στην αεροναυπηγική, είναι χημικό υλικό σε μορφή «μελιού» που με την ανάμιξη μιας ποσότητας σκληρυντή γίνεται χημική αντίδραση και το αποτέλεσμα είναι ένα σκληρό υλικό. Προκειμένου όμως να οπλιστεί με αντοχή σε κρούση και εφελκυσμό σκέφτηκαν την εμβάπτιση υαλοϋφάσματος με ρητίνη και τελικά τη δημιουργία ενός υλικού μεγάλης αντοχής. Το υαλοΰφασμα είναι ίνες γυαλιού ενωμένες σε μορφή πανιού, το οποίο με τον εμποτισμό γίνεται πολύ ισχυρό. Το πάχος του και η μορφή πλέξης του επηρεάζουν το αποτέλεσμα, εάν σκεφτούμε ότι ακόμα και η γωνία που θα έχει η πλέξη επηρεάζει στο που θα είναι άκαμπτο το σκάφος.

Οι ρητίνες πάλι χωρίζονται σε διάφορους τύπους αλλά θα απλοποιούσαμε τη μεγάλη διαφορά στις πολυεστερικές και τις εποξειδικές (εποξικές). Οι πολυεστερικές, δηλαδή ο γνωστός μας πολυεστέρας, μειονεκτεί στο γεγονός ότι απαιτεί πιο πολλές επιστρώσεις για συγκεκριμένη αντοχή, άρα και επιπρόσθετο βάρος και επίσης στο γεγονός ότι είναι «υδρόφιλος». Αυτό σημαίνει ότι η τελική επίστρωση και αυτή που βλέπουμε σε ένα πολυεστερικό σκάφος δεν είναι ο γυμνός πολυεστέρας αλλά το Gel coat. Αυτό το υλικό είναι μία μορφή ρητίνης και έχει το πλεονέκτημα ότι δεν το διαπερνά το νερό και ως εκ τούτου προστατεύει τον πολυεστέρα. Μπορεί να αποκτήσει ό,τι χρώμα θέλουμε, και στην τελική κατεργασία του είναι γυαλιστερό. Οι βασικές εκδόσεις πολλών μοντέλων στην αγορά έχουν αυτή την τεχνική κατασκευής. Βέβαια οι σχεδιαστές, στο κυνήγι του χαμηλότερου βάρους, προχώρησαν σε άλλα υλικά όπως η εποξική ρητίνη, που με λιγότερες επιστρώσεις αποκτά την ίδια αντοχή και δεν είναι υδρόφιλη. Μειονέκτημά της ότι το κόστος της είναι αρκετά υψηλότερο από τον πολυεστέρα.

Επίσης, το κλασικό υαλοΰφασμα αντικαθίσταται σε κάποιες εκδόσεις από φύλλα ανθρακονήματος (carbon) ή αραμιδίου (Kevlar) με αποτέλεσμα ακόμα πιο μειωμένο βάρος. Εάν ρίξουμε μια ματιά, λοιπόν, στα site των κατασκευαστών σήμερα θα δούμε ότι κάθε συνθετικό μοντέλο παράγεται, συνήθως, σε τρεις διαφορετικούς τύπους υλικών από τον απλό πολυεστέρα μέχρι κατασκευή σάντουιτς διαφορετικών υλικών ανά επίστρωση, με διαφορές στο βάρος και ανάλογες διαφορές τιμών. Ειδικά στις κατασκευές σάντουιτς, χρησιμοποιείται και η τεχνολογία vacuum infusion, το οποίο σημαίνει ότι το καλούπι όπου γίνεται η στρώση των υλικών στεγανοποιείται και ο εμποτισμός της ρητίνης γίνεται με δημιουργία κενού αέρος με αποτέλεσμα ακόμα λιγότερο βάρος και μεγαλύτερη ακαμψία. Γενικά, τα συνθετικά σκάφη πλεονεκτούν σε ταχύτητα, σε ακαμψία, σε στεγανότητα και σε ευκολία επισκευής αλλά απαιτούν, από την άλλη, κάποια προσοχή σε τριβή με βράχια και κοφτερά βότσαλα, ώστε να μη φθείρεται το Gel coat. Επίσης, το κόστος απόκτησής τους είναι από διπλάσιο έως και τριπλάσιο αυτού των πλαστικών.

Τα κορυφαία Rebel τώρα σε Ελλάδα και Κύπρο, κατασκευασμένα με τα πιο προηγμένα υλικά, σε εκδόσεις Carbon/Kevlar και Full Carbon, για χαμηλό βάρος και υψηλή ακαμψία.

Κάθε υλικό και μια διαφορετική εμπειρία

Το πρώτο μου καγιάκ ανοιχτής θάλασσας ήταν ένα πλαστικό (PE) Perception Essence 17. Παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ένα τίμιο και καλοσχεδιασμένο σκαρί, με προσεγμένη εργονομία, οι αδυναμίες του πολυαιθυλενίου, ως υλικού κατασκευής, και ειδικά του πολυαιθυλενίου μονής στρώσης, αποκαλύφθηκαν στο πρώτο μου μεγάλο ταξίδι με το σκάφος αυτό, το 2011. Μετά από κάποιες μέρες με παρατεταμένη έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία και με εναλλαγές θερμοκρασίας, το σκάφος άρχισε να αποκτά έντονη ευκαμψία, ειδικότερα στην περιοχή της γάστρας κάτω από τα πόδια του κωπηλάτη, με το κύτος να πάλλεται και να ταλαντώνεται εξόφθαλμα, επηρεάζοντας δυσμενώς τόσο την ταχύτητα, όσο και τη συνολική ποιότητα της πλεύσης. Αν και πραγματοποίησα και δύο ακόμα πολυήμερα ταξίδια με το σκάφος αυτό, το 2012 και το 2013, καθώς και εκατοντάδες μικρότερες πλεύσεις, η ευκαμψία του υλικού ήταν πάντα εκεί, κάνοντας ιδιαίτερα αισθητή την παρουσία της, ειδικά όταν οι συνθήκες χειροτέρευαν. Όταν πήρα το πρώτο μου συνθετικό σκάφος, το Valley Etain 17.7, η πρώτη αυθόρμητη σκέψη μου ήταν ότι δεν πρόκειται να ξαναμπώ σε πλαστικό καγιάκ. Η διαφορά σε ακαμψία -και σε ελαφρότητα- ήταν χαώδης υπέρ του συνθετικού, δίνοντάς σου την αίσθηση ότι βρίσκεσαι μέσα σε μία απόλυτα «μασίφ» κατασκευή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε αξιοπλοΐα, ταχύτητα, απόκριση και ποιότητα πλεύσης. Η όλη αίσθηση του συνθετικού καγιάκ είναι αυτή ενός κανονικού σκάφους για ανοιχτή θάλασσα, που σε τίποτα δεν έχει να ζηλέψει από τα ιστιοπλοϊκά ή τα ταχύπλοα. Αντιθέτως, τα πλαστικά καγιάκ μοιάζουν περισσότερο με παιχνίδια. Δεν σημαίνει φυσικά αυτό ότι δεν έχουν και αυτά τον λόγο ύπαρξής τους. Κατά πρώτον, είναι ασύγκριτα πιο προσιτά. Κατά δεύτερον, προτιμώνται συνήθως σε συγκεκριμένες χρήσεις, όπως π.χ. για παιχνίδι στο surf-zone ή σε rock-gardening, καθώς το πλαστικό, λόγω της πολύ μεγαλύτερης ελαστικότητάς του, μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα μία πιθανή σφοδρή πρόσκρουση σε σκληρή επιφάνεια, π.χ. σε μία ξέρα, χωρίς να σπάσει. Κατά τρίτον, τα πλαστικά σκάφη είναι, κατά κανόνα και τηρουμένων των αναλογιών, πιο φιλικά για τον αρχάριο χρήστη.

Από την άλλη, το κόστος ενός συνθετικού (composite) σκάφους είναι μεν υψηλό αλλά αποτελεί επένδυση για τον έμπειρο χειριστή, που θα μπορέσει να αντιληφθεί και να αξιοποιήσει τις αρετές του. Και εδώ, ωστόσο, χρειάζεται κάποια προσοχή στην επιλογή του επιμέρους τύπου/συνδυασμού υλικών, που θα πρέπει να συναρτάται πάντα με τη χρήση. Κάθε συνδυασμός υλικών έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Ένα πανάκριβο ανθρακονημάτινο σκάφος θα διαθέτει μεν πολύ χαμηλό βάρος και αυξημένη συνολικά ακαμψία (σε στρέψη και εφελκυσμό) αλλά, ταυτόχρονα, θα έχει και μεγαλύτερη ευπάθεια στην κρούση, που με απλά λόγια σημαίνει ότι αν χτυπήσει γερά σε κάποια αιχμηρή επιφάνεια, θα σπάσει πιο εύκολα σε σύγκριση με ένα απλό πολυεστερικό. Αντιθέτως, ένα απλό πολυεστερικό θα έχει μεγαλύτερο βάρος σε σχέση με ένα ανθρακονημάτινο αλλά θα αντέξει περισσότερο στα χτυπήματα και, επιπλέον, η επισκευή του θα είναι και πιο εύκολη. Αυτός είναι και ο λόγος που οι περισσότεροι κατασκευαστές συνιστούν η επιλογή του εκάστοτε τύπου composite σκάφους να γίνεται ανάλογα με τη χρήση. Χρειάζεσαι ένα σκάφος για fitness που θα μεταχειρίζεσαι ευλαβικά; Πηγαίνεις σε carbon. Χρειάζεσαι σκάφος για expedition, που να μη φοβάσαι αν θα χτυπηθεί κάπου; Επιλέγεις fiberglass. Υπάρχουν, ωστόσο, και διάφοροι συνδυασμοί υλικών (fiberglass-carbon, carbon-kevlar κ.λπ.), με σκοπό να επιτευχθεί η χρυσή τομή σε βάρος-ακαμψία-αντοχή-επισκευασιμότητα-κόστος, πάντα ανάλογα με τη χρήση. Φυσικά, στην εξίσωση μπαίνει και το όνομα και το κύρος του κάθε κατασκευαστή και οι κατασκευαστικές μέθοδοι που χρησιμοποιεί. Δεν είναι όλα τα σκάφη εξίσου καλά φτιαγμένα, ανεξάρτητα από το υλικό.

Εν κατακλείδι, αυτό που έχει σημασία είναι ο κάθε αγοραστής να είναι συνειδητοποιημένος και ενημερωμένος, πριν την τελική επιλογή του. Να κάνει σοβαρή έρευνα αγοράς και να επιλέξει το σκάφος εκείνο που θα ανταποκριθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στις ανάγκες του, ώστε η σχέση συμβίωσης να είναι όσο το δυνατόν πιο αρμονική και όμορφη.

Άγγελος Χριστοφίδης

Τελικά, ένας μερακλής που πιάνουν τα χέρια του και θέλει το κόστος απόκτησης του σκάφους του να επιμεριστεί στον χρόνο, θα μπορούσε να κατασκευάσει και ο ίδιος ένα skin on frame ή ένα ξύλινο σκάφος. Το πρώτο θα το απολαύσει σε ημερήσιες βόλτες, νιώθοντας και λίγο όπως οι Ινουίτ, οι κωπηλάτες παραδοσιακών, γροιλανδικών σκαφών, ενώ το ξύλινο θα καλύψει ό,τι δυνατότητες προσφέρει και ένα συνθετικό σκάφος της αγοράς. Αυτός που θέλει άμεσα να κωπηλατήσει, χωρίς να μπει σε μία σχετικά χρονοβόρο διαδικασία κατασκευής του δικού του χειροποίητου σκάφους, θα πάει σε έτοιμη λύση και σίγουρα, αν είναι νεοεισερχόμενος στο χώρο, το πλαστικό σκάφος θα τον χαλαρώσει και οικονομικά και κατά τη χρήση του, αποτελώντας μάλλον την καλύτερη, σε αυτή τη φάση, επιλογή. Και όταν πια θα έχει γράψει ικανοποιητικά μίλια στη θάλασσα τότε το συνθετικό/πολυεστερικό θα είναι, πιθανώς, η τελική επιλογή που θα του δώσει και αυτό το κάτι παραπάνω, που λόγω εμπειρίας θα μπορέσει τότε να εκτιμήσει. Σκάφη πανέμορφα, γρήγορα, ικανά στον καιρό.

Προσωπικά, θα συμπλήρωνα ότι, ανεξάρτητα από το υλικό κατασκευής, το σκάφος αυτό που σε κάνει να ονειρεύεσαι μίλια στη θάλασσα και να ευφραίνεται η ψυχή σου όταν το κοιτάς να ξεκουράζεται στην παραλία, είναι αυτό που σου κάνει.