Navigare con Sapienza

Βάσω Μαυρομμάτη

 

 

 

 

 

 

«Πλεύσε με σοφία»  αποτύπωναν οι Ενετοί στους χάρτες του μεσαίωνα και κατά μία εκδοχή από εκεί ονομάστηκε Σαπιέντζα η νησίδα με την τοπική ονομασία Σακιότσα. Βρισκόμαστε νότια της Μεθώνης, στο στενό των Οινουσσών, πάνω στον αρχαίο ναυτικό δρόμο που συνέδεε την Ιταλία με την Ελλάδα και την Ανατολή, θάλασσα δύσκολη με ρεύματα, με ξέρες, με κύματα που ξεκινούν από την Τυνησία και φτάνουν σε αυτές τις ακτές θεριεμένα. Αρχαία ναυάγια, πειρατές, μεσαιωνικά κάστρα και ένα βαθύ υποθαλάσσιο πηγάδι συμπληρώνουν την εικόνα.

 

Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Μεσσηνιακών Οινουσσών αποτελείται από τα νησάκια Βενέτικο, Σχίζα, Σαπιέντζα, Αγία Μαριανή (Αγία Μαρίνα) και τις βραχονησίδες Αυγό, Δυο Αδέλφια και Μπόμπα. Νοτιοδυτικά της Σαπιέντζας βρίσκεται το «Φρέαρ των Οινουσσών» μια υποθαλάσσια τάφρος με βάθος 5.121μ, το βαθύτερο σημείο της Μεσογείου. Εκεί, τις τελευταίες δεκαετίες διεξάγεται ένα από τα σημαντικότερα πειράματα αστροφυσικής, το επιστημονικό πρόγραμμα Νέστωρ, με σκοπό την ανίχνευση των μυστηριωδών νετρίνων, σωματιδίων χωρίς μάζα που ταξιδεύουν σχεδόν με την ταχύτητα του φωτός στο αχανές σύμπαν.

 

Εμείς επιλέξαμε να γνωρίσουμε από τις Μεσσηνιακές Οινούσσες τη Σαπιέντζα. Κοιτώντας λίγες μέρες πριν την ακτογραμμή της στο google earth ομολογώ ότι δεν είχα εντυπωσιαστεί. Διαβάζοντας όμως για το νησί, έμαθα για την πλούσια χλωρίδα και πανίδα του, για τη Σπαρτόλακκα, τον Φάρο, τις θηριώδεις κουμαριές, τα πλατύφυλλα δέντρα που έχουν δημιουργήσει ένα σπάνιο δάσος, τους καθαρόαιμους κρητικούς αίγαγρους (κρι-κρι) και τα άγρια πρόβατα μουφλόν που εγκατέστησαν στο νησί για να τα προστατεύσουν από τον αφανισμό και τις επιμειξίες και σκέφτηκα να διανθίσουμε το κωπηλατικό μας ταξίδι και πεζοπορικά.

Η μικρή και άγνωστη στον πολύ κόσμο Σαπιέντζα αποδείχτηκε μια ευχάριστη έκπληξη, ένα ανεκτίμητο διαμαντάκι. Μας καλοδέχτηκε με τις σπηλιές της, με την μοναδική της παραλία την Άμμο, που αξίζει για δέκα, με τα γαλάζια διαφανή νερά, με την μοναδική θέα προς τη Μεθώνη και το κάστρο της, με τα πανέμορφα αγριοκάτσικα να μας παρακολουθούν μέσα από τις φυλλωσιές, με τις καταπράσινες πλαγιές της.

 

Βγάλαμε τα καγιάκ μας στην λεπτόκοκκη άμμο και βουτήξαμε στα ζεστά νερά της να ξεπλύνουμε την κούραση της διαδρομής, τέλος Οκτώβρη και κατά γενική ομολογία ήταν για όλους μας μια από τις ωραιότερες παραλίες του 2019. Πριν μας πάρει το βράδυ βιαστήκαμε να εξερευνήσουμε την ενδοχώρα. Σε όλα τα άρθρα που είχα διαβάσει για το νησί προτείνονταν δυο διαδρομές, από τα Μαγαζάκια προς τη Σπαρτόλακκα και από το Πόρτο Λόγγο προς τον φάρο. Τα καγιάκ μας όμως δύσκολα θα έβγαιναν σε βραχώδη όρμο κι έτσι είχαμε αποφασίσει να πλεύσουμε κατευθείαν προς την Άμμο και από εκεί θα κάναμε μια προσπάθεια να πεζοπορήσουμε. Για καλό και για κακό είχα φέρει μαζί μου κι ένα μικρό κλαδευτήρι, όμως δεν χρειάστηκε.

 

Ένα καλοπατημένο μονοπάτι μας οδήγησε από την Άμμο στα ψηλά της πλαγιάς κι από κει στη Σπαρτόλακκα, το κιτρινοπράσινο ξέφωτο, που μου θύμισε το ηφαίστειο της Νισύρου, μια πεδιάδα από ξερό άργιλο και απολιθωμένη γύρη, που αποτελεί έναν πολύ σημαντικό τόπο και πηγή πληροφοριών για τους επιστήμονες σχετικά με την ηλικία του δάσους της γύρω περιοχής.

Συνεχίσαμε την πεζοπορία μας στα σκιερά μονοπάτια, ανάμεσα στα ψηλά δέντρα με τους περίτεχνους κορμούς που ήταν σαν να χόρευαν μεταξύ τους ξέφρενα, διονυσιακά, σκαρφαλώσαμε σε βραχάκια που θύμιζαν κοίτη χειμάρρου σε ψηλό βουνό. Δεν θέλαμε να σταματήσουμε, δεν το χορταίναμε, το νησί μάς μαγνήτιζε, μας καλούσε να το περπατήσουμε μέχρι τον φάρο, όμως ο ήλιος έγερνε, έπρεπε να επιστρέψουμε. Αναρωτιόμασταν πώς φτιάχτηκαν αυτά τα μονοπάτια, το νησί δεν κατοικείται, ούτε είναι κάποιος γνωστός πεζοπορικός προορισμός, να λοιπόν που η Σαπιέντζα εκτός από όμορφη είναι και πολύ τυχερή. Ο δασοφύλακας Δημήτρης Τριάντος αφιέρωσε την ζωή του στο να διαχειρίζεται το μοναδικό δάσος της Σαπιέντζας και είναι αυτός που διάνοιξε και συντήρησε όλα αυτά τα χρόνια τα μονοπάτια.

 

Επιστρέψαμε στην υπέροχη παραλία, φάγαμε, ήπιαμε όλο τον Βόσπορο (καλά αυτό αστείο ήταν) και μείναμε ξάγρυπνοι συζητώντας μέχρι αργά κάτω από τα αστέρια των Οινουσσών. «Η ζωή είναι στιγμές, κύμα που σκάει σ’ ακτές, κερί που λιώνει…» τραγούδαγε ο Θάνος, και κάτι τέτοια βράδια είναι ανεκτίμητα, σε πάνε πίσω, σε χρόνια ανέμελα, σου θυμίζουν πώς ήσουν κάποτε και πώς θα ‘πρεπε να παλεύεις να παραμείνεις. Το επόμενο πρωί ο ήλιος φώτιζε τον τόπο τόσο πολύ και τόσο όμορφα, τα αγριοκάτσικα είχαν αρχίσει να συνηθίζουν την παρουσία μας, κι εμείς έχοντας πάρει μια ισχυρή δόση από τη σοφία της Σαπιέντζας, βάλαμε πλώρη για το κάστρο της Μεθώνης.

 

Η Σαπιέντζα, αυτή η άσημη νησίδα είναι και για δυο άλλους λόγους τυχερή. Είναι από τα λίγα ακατοίκητα νησάκια της πατρίδας μας που δεν πωλείται, προς το παρόν,  και που δεν έχει ενταχθεί σε κάποιο επενδυτικό σχέδιο για δημιουργία αιολικού πάρκου. Από εδώ, νιώθω και εγώ την ανάγκη να ενώσω τη φωνή μου μαζί με τους λίγους που πίσω από τα πετροδολάρια και την μπίζνα της κατ’ επίφαση προστασίας του πλανήτη, βλέπουν την καταστροφή και των τελευταίων αγνών τόπων, και των τελευταίων καταφυγίων της άγριας ζωής. Τα ελάχιστα ακατοίκητα μέρη του πλανήτη μας, είτε βραχονησίδες είτε βουνοκορφές, είναι πολύτιμες κιβωτοί και ως τέτοια τους αξίζει η απόλυτη προστασία και όχι το ξεπούλημα.


Διαβάστε ακόμη: