Γράφει: Γιώργος Ορμάνογλου
Αν μας ζητιόταν έτσι, για παιχνίδι, να παραλληλίσουμε οχήματα με πλεούμενα, όπως το πούλμαν με το κρουαζιερόπλοιο, το βυτιοφόρο με το γκαζάδικο, την κούρσα με το κρις-κραφτ και πάει λέγοντας, σίγουρα όλοι στο ποδήλατο θα αντιστοιχίζαμε το καγιάκ. Και το επιχείρημα, βέβαια, δεν θα ήταν άλλο από την κοινή συμμετοχή της σωματικής προσπάθειας. Η ενασχόληση και με τα δύο πονήματα ταυτόχρονα ωστόσο, μου αποκάλυψε -με περίσσεια έκπληξη- ότι αυτό είναι μόνο ένα πρώτο ελάχιστο, η κορυφή του παγόβουνου, ενώ πίσω της κρύβεται συναρπαστικό βάθος. Γιατί πώς να μην ξαφνιάζεται και να μην εκπλήσσεται κάποιος βλέποντας ότι η άσκηση στο ένα σε βελτιώνει μυστηριωδώς και στο άλλο; Ότι η κατάκτηση της ιδανικής κουπιάς καταλήγει αναθύμηση της τέλειας πεταλιάς, ενώ η εξάσκηση της ισορροπίας στη θάλασσα βελτιώνει την ισορροπία στο δρόμο αλματιδόν;
Αναδείχθηκε έτσι μία αναπάντεχη συσχέτιση, φανερώθηκε ότι θεμελιώδεις λειτουργίες στις δύο δραστηριότητες αλληλεπιδρούν μυστικά μέσα από απόκρυφη διαδρομή και συγκλίνουν σε απώτερες φυσικές νομοτέλειες, που θα άξιζε τον κόπο να ιχνηλατηθούν. Θα ξεπροβάλουν απίστευτοι συσχετισμοί, θα δούμε να αντιστοιχίζεται το μέγεθος του ίχνους του συστήματος διεύθυνσης με το πλάτος στην ίσαλo γραμμή και η κούρβα του πιρουνιού με τις καμπύλες στα ύφαλα. Με την περιήγησή μας θα εξηγηθούν ποικίλα παράξενα, που προκαλούν τη νοημοσύνη μας, με επίκεντρο μάλιστα όλων το θεμελιώδες παράδοξο – πώς στο καλό συμβαίνει και η ίδια η «αστάθεια» παρέχει εν τέλει πλεονέκτημα και μεγιστοποιεί την ασφάλεια.
Αυτοσκοπός εν τούτοις του εγχειρήματος παραμένει άλλος. Να λάβει απάντηση η απορία των περισσότερων, γιατί κάποιους λίγους από εμάς εξακολουθούν να μας κερδίζουν, με ασυγκράτητο -μάλιστα- ενθουσιασμό, ασχολίες σαν το «ποδήλατο» και το «κουπί» έννοιες που στη σύγχρονη καθομιλουμένη ελληνική γλώσσα έχουν αποτυπωθεί ως συνώνυμα της δεινοπάθειας. Ποιό -επιτέλους- είναι το παρανοϊκό ερέθισμα αυτού του σχιζοφρενικού μαζοχισμού; Πάμε σιγά – σιγά, από την αρχή, να ξεδιπλώσουμε τις κρίσιμες πτυχές.
Γιατί άραγε δίκυκλο; Ένα τρίκυκλο ποδήλατο, που σε απαλλάσσει στο τέλος-τέλος από τη σκοτούρα της ισορροπίας, δεν προσφέρει καλλίτερες ευκαιρίες ανέμελης ευχαρίστησης; Η απάντηση είναι μάλλον ευκολονόητη. Η αυξημένη σταθερότητα του τρίκυκλου είναι φαινομενική μόνο, περιορίζεται μάλιστα σε τόσο στενά πλαίσια που την καταντούν αφόρητα πληκτική. Τα όρια εμφανίζονται πολύ πρόωρα, ευθύς μόλις οι φυγόκεντρες δυνάμεις ανασηκώσουν τον τροχό στο εσωτερικό της στροφής. Το βάρος λίγο βοηθάει, η ροπή ανατροπής ορθώνεται παντοδύναμη. Οι επιδόσεις καθηλώνονται, ο οδηγός περιορίζεται σε απαξιωτικό ρόλο και οποιαδήποτε αναζήτηση ικανοποίησης ματαιώνεται δραματικά.
Στο δίκυκλο είναι αλλιώς. Ο δικυκλιστής αναγορεύεται σε κυρίαρχο του παιχνιδιού και εξωθεί τους φυσικούς νόμους στα όριά τους. Μπορεί να επιφορτίζεται την υποχρέωση της δυναμικής ισορροπίας χωρίς αναπαμό, γίνεται όμως δαμαστής των δυνάμεων της φύσης και αναλαμβάνει τον ηγετικό ρόλο να τις ρυθμίζει ο ίδιος, ξεχειλίζοντας δεξιοτεχνία και προσωπικότητα. Στις συγκλονιστικές -ήδη- ικανότητες της μηχανής έρχεται να προσθέτει τις δικές του ελαύνοντας μία πορεία αέναης βελτίωσης των επιδόσεων – δίχως πέρατα. Γιατί το δίκυκλο ποδήλατο, ή απλά ποδήλατο, είναι εκπληκτικό κατασκεύασμα. Ακίνητο είναι ακραία ασταθές, αφού και στην ελάχιστη εκτροπή δεν υφίσταται κανένας παράγοντας για να αποτρέψει την πτώση.
Σε κίνηση οι συνθήκες αλλάζουν απρόσμενα και η ισορροπία αποκτά αυτόματα μία έμμονη ευστάθεια. Η ευστάθεια αυτή είναι αυτογενής, εκδηλώνεται και ερήμην του αναβάτη, ενώ ο αυτοματικός χαρακτήρας οφείλεται στην ταυτόχρονη εμφάνιση στατικής τριβής, αδράνειας και στροφορμής, που αξιοποιούν την ιδανική κατασκευαστική γεωμετρία και «συνωμοτικά» αντιστέκονται στην εκτροπή ματαιώνοντας την πτώση. Αλλά… με κάποιο τίμημα.
Είναι οι μεγαλεπήβολες Αρχές Διατήρησης που το αξιώνουν. Την προσαρμογή πορείας. Ποδήλατο σε κίνηση «δέχεται» να μένει όρθιο αλλά «επιβάλλει» ιδία χάραξη τροχιάς και… όσο δεκτικότερο είναι τόσο επιβλητικότερο γίνεται. Με μηδενισμένη την ενδογενή ευστάθεια ο έλεγχος θα ήταν πρακτικά ανέφικτος και το ποδήλατο δεν θα ήταν ιππεύσιμο. Όσο ασκημένα και αν είναι τα ανακλαστικά του αναβάτη θα απομένει πάντοτε μία υστέρηση αντίδρασης. Κάποιος πρέπει να παρέχει συγχώρηση στις έσχατες βιολογικές ανεπάρκειες. Η οδήγηση, έτσι, κάθε ποδήλατου δεν είναι παρά μια αέναη αλληλουχία ηθελημένων εκτροπών που επιφέρουν τους επιθυμητούς ελιγμούς. Αυτό που επιζητά ο αναβάτης είναι -αξιοποιώντας τα πλαίσια της ενδογενούς ευστάθειας- να προκαλεί τους ελιγμούς της αρεσκείας του και… όσο πιο ανεμπόδιστες είναι οι εκτροπές τόσο ακριβέστεροι γίνονται οι ελιγμοί. Ιδού πως στις συνεργασίες ελλοχεύει πάντοτε ο ανταγωνισμός, και οι «επιδιώξεις» ποδηλάτου και ποδηλάτη φθάνουν σε σύγκρουση. Ο αναβάτης καλείται εν τέλει να ενεργεί κόντρα και σε πείσμα της ενδογενούς ευστάθειας του ποδηλάτου του, που αναπτυγμένη σε αχρείαστο βαθμό αρχίζει να γίνεται εμπόδιο. Θέλει το ποδήλατο υπάκουο στις εντολές του, χωρίς απείθαρχες αντιρρήσεις. Προτιμάει λιγότερο σταθερό ποδήλατο και να το διαφεντεύει ο ίδιος.
Με διαφορετική διατύπωση, η σύγκριση τρίκυκλου και δίκυκλου διατηρείται ανάμεσα στα ποδήλατα. Τα καθαρόαιμα σχεδιάζονται επίτηδες «ασταθή»!
Ας πέσουμε τώρα στη θάλασσα (να συνέλθουμε κιόλας, γιατί βλέπουμε αστράκια). Γιατί άραγε καγιάκ; Μια βαριά και επίπεδη σχεδία δεν δίνει ασφαλέστερο πλεούμενο; Η απάντηση είναι μάλλον απρόβλεπτη. Οι ιθαγενείς των παράκτιων περιοχών της αρκτικής ζώνης της γης, που δεν είχαν διαθέσιμες άλλες πηγές λευκωμάτων πέρα από τη θαλάσσια πανίδα, αναγκάστηκαν πριν από δέκα χιλιάδες χρόνια να ανακαλύψουν πως όχι.
Και εξέλιξαν το καγιάκ.
Όσο και αν η αντίφαση φαντάζει σε πρώτη αίσθηση ανήκουστα εξωφρενική, το καγιάκ, ένα σκάφος φαινομενικά ασταθές ακόμα και σε συνθήκες στεγασμένου κολυμβητηρίου, συγκεντρώνει τις καλύτερες προϋποθέσεις να αντεπεξέλθει τις πελαγίσιες τρικυμίες από όλα ανεξαιρέτως τα πλεούμενα συγκρίσιμων -και όχι μόνον- διαστάσεων. Ας παρακολουθήσουμε τι τελικά συμβαίνει:
Στη θάλασσα δεν αναπτύσσονται, βέβαια, αξιόλογες φυγόκεντρες δυνάμεις, αφού οι ταχύτητες των χειρήλατων σκαφών μετά βίας αγγίζουν εκείνες δευτεροκλασάτων βαδιστών. Το νταβαντούρι έρχεται απ’ αλλού. Είναι από τα κύματα, που πλαγιοκοπούν! Στη φουρτούνα τα κύματα δεν είναι όλα ίδια, το ύψος τους ποικίλει σε σημαντικό βαθμό. Όταν η προσήνεμη πλευρά μιας σχεδίας ανασηκωθεί στην πλαγιά ενός μεγαλωμένου κύματος, η υπήνεμη «φυτεύεται» στο νερό και το χείλος της λειτουργεί σαν υπομόχλιο αυξάνοντας την κλίση. Το βάρος λίγο βοηθάει, το σύστημα ούτως ή άλλως επιπλέει. Οι επιβάτες αδειάζουν στη θάλασσα σαν τις μαρίδες απ’ το τηγάνι. Αμέσως ύστερα, η ορμή της επερχόμενης μανιασμένης κορυφής την αναποδογυρίζει.
Στο καγιάκ είναι αλλιώς. Ο καγιάκερ γίνεται επικυρίαρχος των στοιχείων της φύσης, οι οποίες δεν ενεργούν πλέον ερήμην του. Μπορεί να φορτώνεται σαν τον ποδηλάτη την έγνοια της ισορροπίας αλλά αποζημιώνεται εξίσου γενναιόδωρα, αναδεικνύοντας ανάλογα ορόσημα. Ετοιμότητα απόκρισης και ανάπτυξη δεξιοτεχνίας, που εξωθούν πάλι τους φυσικούς νόμους στα όρια τους. Και το καγιάκ είναι μαγευτικό κατασκεύασμα. Η ευστάθειά του υφίσταται επίσης ανεξάρτητα από την παρουσία του αναβάτη και καθορίζεται εδώ από δύο αντίθετες δυνάμεις, το βάρος και την άνωση. Από την συνεργασία αυτών των δύο, προκύπτει μία περίεργη όσο και αξιοθαύμαστη συνθήκη ιδιότυπης σταθερότητας.
Η γάστρα είναι έτσι σοφά σχεδιασμένη, επιμήκης και λογχωτή στις άκρες αλλά πλατύτερη στο μέσον, με στρογγυλεμένο τον θόλο και την κουπαστή κοντά στο νερό, ώστε σε μικρές εκτροπές από την όρθια θέση η άνωση να μετατοπίζεται πλάγια και να παρέχει ένα πλευρικό αντέρεισμα. Αναδύεται δηλαδή μία απρόσμενη ανορθωτική ροπή, η οποία στην αρχή μάλιστα είναι αύξουσα. Για μικρές γωνίες κλίσης η σταθερότητα ενός καγιάκ όχι μόνο δεν επαπειλείται αλλά εδραιώνεται! Όλα τα ωραία πράγματα σώζονται γρήγορα. Σε μεγαλύτερες κλίσεις η ροπή επαναφοράς φθίνει και η σταθερότητα χαλαρώνει. Σε κάποια απώτερη γωνία, τέλος, αυτή η ανορθωτική τάση εξαφανίζεται εντελώς. Εκεί προσδιορίζεται και η ακραία θέση ισορροπίας, πέρα από την οποία επέρχεται πλέον απότομη ανατροπή. Έτσι σκιαγραφείται σε αδρές γραμμές η ενδογενής σταθερότητα των καγιάκ, στα πλαίσια της οποίας καλείται τώρα να δράσει αριστοτεχνικά ο αναβάτης.
Ήπια, μονόπατη, πίεση της λεκάνης πλευρικά στο κάθισμα με αντίθετο ζύγιασμα του κορμού, προκαλεί ελεγχόμενη μετατόπιση του κέντρου βάρους πλαγίως και δίνει ελαφριά κλίση, «γωνιάζει» το σκάφος, διαμορφώνοντας θέσεις έκτοπης μεν αλλά ισχυρά ευσταθούς ισορροπίας. Ο γιαλός, δηλαδή, μένει ίσιος και το σκάφος ταξιδεύει λοξό. Το γώνιασμα ενός καγιάκ σε κίνηση, έχει την ίδια συνέπεια με αυτή που θα είχε σε κίνηση το πλάγιασμα ενός ποδηλάτου. Τη στροφή!
Την επενέργεια της στροφορμής αντικαθιστούν τώρα οι υδροδυναμικές δυνάμεις. Ένθεν και ένθεν της καρίνας διαμορφώνεται τέτοια άνιση κατανομή αυτών των δυνάμεων, που το σκάφος στρίβει. Η έκπληξη είναι ότι τα καγιάκ στρίβουν αντίθετα με την κλίση -σαν τα γαϊδουράκια- και προσέξτε μην ξεχαστείτε επιστρέφοντας στο ποδήλατό σας. Όπως και να έχει το ζήτημα ο καγιάκερ -ίδια με ποδηλάτη που πεταλάρει χωρίς χέρια- χρησιμοποιεί το γέρσιμο του σώματος για διόρθωση πορείας, δίχως να αναστατώνει τον παλμό της κωπηλάτησης. Το γώνιασμα, όμως, που μόλις περιγράψαμε, το αξιοποιεί ο καγιάκερ και αλλιώς, στον πιο εντυπωσιακό από όλους τους ελιγμούς. Στο κύμα, που μεταβάλλει δραστικά τις συνθήκες ισορροπίας προσθέτοντας μπελάδες ή -κατ’ άλλους- ευκαιρίες διασκέδασης. Όταν το σκάφος ανασηκωθεί από πλευρικό κύμα, ουσιαστικά καλείται να πλεύσει σε κεκλιμένο επίπεδο -σαν τη σχεδία μας- και τείνει να πάρει κλίση, καθώς το κέντρο άνωσης ξεφεύγει παράπλευρα απειλώντας κατάρρευση της ισορροπίας και ανατροπή.
Την απευκταία αυτή κατάληξη ματαιώνει ο καγιάκερ με μία αντίδραση ανάλογη με εκείνη του ποδηλάτη, την ώρα που γέρνει έντονα για να μην τον πετάξει έξω η στροφή. Τινάζει τον κορμό του πλάγια και γέρνει, γωνιάζει δυναμικά το σκάφος κόντρα στην ανερχόμενη πλαγιά του κύματος, ώστε σε όλες τις στιγμές εκείνος να κρατάει το καγιάκ του συνεχώς οριζοντιωμένο.
Τώρα είναι ο γιαλός λοξός και το σκάφος ίσιο!
Τι κι’ αν το κύτος πλέει με τα ίσαλα, το σκαρί κρατιέται όρθιο. Ισχυρότερο το πλαγιοκόπημα εντονότερο το γώνιασμα, που με το πέρασμα της κορυφογραμμής του κύματος το γέρσιμο αντιστρέφεται για να αντιμετωπιστεί πλέον η κατερχόμενη πλαγιά.
Μπορεί οι χειρισμοί αυτοί να δείχνουν εξωπραγματικοί, είναι όμως άραγε λιγότερο σκανδαλώδης η ιδέα ενός ποδηλάτη που εναλλάσσει -θρασύτατα- κλίσεις στις διαδοχικές φιδίσιες στροφές; Γρήγορα γίνονται ενστικτώδεις, άνετοι και ανέμελοι, σαν δεύτερη φύση, και η δοκιμασία μετατρέπεται σε παιδιά. Ακόμα και στο πιο παιχνιδιάρικο νάζι της θάλασσας, το λεγόμενο αντιμάμαλο, δηλαδή τις ακανόνιστες συμβολές δύο συγκρουόμενων ακολουθιών κυμάτων -τα στάσιμα κύματα- που ξεπροβάλλουν εντελώς αιφνιδιαστικά κάτω από τη γάστρα, σαν ενέδρα της φύσης. Όλοι αυτοί οι ελιγμοί δε μένουν, άλλωστε, αβοήθητοι, υποστηρίζονται με την κατάλληλη παρέμβαση του κουπιού, που αναλογεί εδώ στο χειρισμό του τιμονιού.
Και πέραν όλων, το θαμαστότερο δεδομένο είναι πως ο καγιάκερ έχει -προνομιακά σε σχέση με τον ποδηλάτη- την ευχέρεια να αποκαθιστά τη χαμένη ισορροπία από οποιαδήποτε δυσμενή θέση, ακόμα και την ενδεχόμενη ολοκληρωτική αναστροφή. Όταν ο ποδηλάτης πέφτει, σταματάει. Όταν ο καγιάκερ πέφτει, συνεχίζει. Είναι, ίσως, ένα δίκαιο αντισταθμιστικό αντάλλαγμα για το μειονέκτημα να επιδίδεται στο ανοίκειο στον άνθρωπο θαλασσινό περιβάλλον, να δίνει μόνιμα τους αγώνες του σε ξένο γήπεδο!
Ας εισδύσουμε όμως ένα επίπεδο βαθύτερα για να φθάσουμε στον τελικό προορισμό μας. Το κύμα μπορεί να είναι ταλάντωση της επιφάνειας της θάλασσας χωρίς μεταφορά ύλης, αλλά ο αφρός (προβατάκια) είναι αποκολλημένη μάζα νερού που παρασύρεται (σερφάρει) στο μέτωπο του κύματος, επομένως έχει κανονική κίνηση και συνεπακόλουθα ορμή. Εκεί τα πράγματα δυσκολεύουν αρκετά και οι έξαλλες συνθήκες θυμίζουν μόνον εκείνες στις κλειστές, απότομες αλλά και γλιστερές, κατηφορικές οδικές φουρκέτες.
Γιατί στη θάλασσα έρχονται συχνά οι στιγμές, που ο καγιάκερ αναγκάζεται να υπερεκτείνει το σώμα του προς το κύμα, εκβάλλοντας το βάρος του έξω από κάθε βάση ισορροπίας. Είναι σαν να στρίβεις ένα ποδήλατο με τεχνικές ελεγχόμενης πλαγιολίσθησης. Κι όμως, η δυναμική τάση ανατροπής ούτε τότε τουμπάρει το σκάφος, γιατί αντισταθμίζεται από τη συγχρονισμένη κρούση με την επερχόμενη κορυφή. Στους λεπτεπίλεπτους, πράγματι, αυτούς χειρισμούς, που συνιστούν έσχατη καταπίεση των ορίων και απαιτούν προπάντων ακρίβεια κινήσεων και αστραπιαίους συγχρονισμούς, ο καγιάκερ αναγνωρίζει πλέον έναν νέο αντίπαλο. Την ίδια την ενδογενή ευστάθεια του σκάφους του, η οποία αναπτυγμένη σε υπέρμετρο βαθμό αρχίζει να γίνεται ενοχλητική. Δεν θέλει να πασχίζει με τις βραδύφλεκτες επανορθωτικές ροπές, εκείνο που τώρα χρειάζεται είναι μειωμένες τάσεις επαναφοράς και μικρές γωνίες ύστατης σταθερότητας, για να τις υπερβαίνει και να τις αποκαθιστά γρήγορα και ξεκούραστα. Η «αστάθεια» προσφέρει, σε τελική ανάλυση, περιθώριο δράσης αυξημένο στο έπακρο.
Με άλλα λόγια η σύγκριση σχεδίας και καγιάκ ισχύει και ανάμεσα σε δύο σκάφη.
Τα καθαρόαιμα σχεδιάζονται, και πάλι, ηθελημένα «ασταθή»!
Κομψοτεχνήματα λιτά και απέριττα, κράματα εμπειροτεχνίας και επιστήμης, τεχνολογικά επιτεύγματα με ανυπέρβλητο συντελεστή απόδοσης, ευγενή συναγωνιστικά αθλήματα, οικολογικά και φυσιολατρικά εμβλήματα, συγκινούν, εμπνέουν και συνεπαίρνουν κηρύσσοντας συνθήματα αξιοσύνης. Στέρξε στη Φύση, ζήσε επί σκηνής -όχι σαν απόξενος παρατηρητής- το μεγαλείο της, αφέσου να συγχωνευτείς μαζί της και απόλαυσε εκ των ένδον την ομορφιά των φαινομένων της. Στο «καθαρό» αυτό πεδίο, δοκιμάσου εντίμως, αναμέτρησε τις αρετές ολόκληρου του εαυτού σου.
Καγιάκερ και ποδηλάτης, μειδιούν εξίσου με την κακεντρεχή παραποίηση, ότι δήθεν πρόκειται για ζητήματα των χεριών ή των ποδιών μόνον. Γνωρίζουν καλά ότι είτε για την κουπιά είτε για την πεταλιά -που σε παίρνουν μακριά- συνεργάζονται αρμονικά όλοι οι μυώνες και οι αρθρώσεις του σώματος, ο συντονισμός τους απαιτεί αφειδώλευτη καταβολή μυαλού, η επιμονή ανεξάντλητη επίκληση θέλησης, η αποδοχή των προκλήσεων αστείρευτο απόθεμα θάρρους, ενώ δε λείπουν αναπτερωτικά περιθώρια απόδοσης προσωπικού ύφους.
Το ποδήλατο, φτενό κι ανάλαφρο, με απλουστευτική δομή και ελαχιστοποιημένα κινούμενα μέρη, αντιστάσεις, τριβές, αδράνειες -ένα σύμμετρο γεωμετρικό πρότυπο.
Το θαλάσσιο καγιάκ, μακρύ, στενό, χαμηλό, ελαφρύ, στιλπνό – ένα μεταμοντέρνο γλυπτό.
Χιμαιρικές απολήξεις του σώματος, συναρμογές σε αδιάσπαστο σφιχταγκάλιασμα. Ο ποδηλάτης μεταμορφώνεται για λίγο σε μυθικό ον με τροχούς, ο καγιάκερ σε κήτος. Με τρόπο που η πεμπτουσία του ζητήματος, η προώθηση καθενός, να αναβαθμίζεται σε κινησιολογικό αριστούργημα, χορογραφία που φλερτάρει τα όρια της ωραίας τέχνης.
Και αν στο ποδήλατο υφίσταται μία σαφώς εντοπισμένη «πεταλιέρα» δηλαδή ένας διαρθρωμένος στο σκελετό στρόφαλος για να διευθετεί τη σωματική προσπάθεια, στο καγιάκ, όπου το κουπί δεν αγγίζει στο σκάφος, η αντίστοιχη έννοια μένει αιθέρια, αφηρημένη. Έτσι, ενώ η πεταλιά θυμίζει τη συνέπεια και την ακρίβεια του πιάνου, η κουπιά φέρνει μάλλον στην αστάθμητη ελευθερία του βιολιού!
Σαν αντικριστές όψεις νομίσματος, ετεροζυγωτά δίδυμα που τα έχει χωρίσει απροσδόκητα η ζωή, εξελικτικούς κλώνους με αδιόρατο κοινό πρόγονο, εναλλακτικές εκδοχές γεγονότος σε παράλληλα σύμπαντα, ποδήλατο και καγιάκ διαγράφουν πορείες ασύμπτωτες, αγνοώντας συχνά καθένα την ύπαρξη του άλλου. Οι δεσμοί τους αναδείχνονται κάποτε τους λογισμούς μας, καθώς ίδια φλόγα δαυλίζουν στις καρδιές μας.
Όχι όμως όλων. Μόνον όσων μας συγκινεί ακόμα η γοητεία του απροσμέτρητου ή, αλλιώς, μας αλλοπαίρνει η ερασιθέλεια των ορίων…
Διαβάστε ακόμη: