
Καθώς τράβηξα το σκάφος έξω στην παραλία, οι δυο πιτσιρικάδες, γύρω στα πέντε με εφτά, παράτησαν το παιχνίδι τους και πλησίασαν, κάπως διστακτικά, για να δουν από κοντά αυτό το παράξενο κόκκινο σκαρί που είχε έρθει με κουπί από μακριά. Οι γονείς τους ήταν παραδίπλα, κάτω από μια ομπρέλα, και μέσα το σκάφος τους αρόδου, ένα εξάμετρο φουσκωτό. Έβγαλα ποδιά και σωσίβιο και έπεσα στο νερό για μια βουτιά. Κάπως τους έφυγε τότε ο δισταγμός και άρχισαν να περιεργάζονται το καγιάκ σχολαστικά, μια σκύβανε να δούνε τη γάστρα, μια χαϊδεύανε την πλώρη και κάτι σχολίαζαν, μια παρατηρούσαν το ντεκ.
Όταν βγήκα έξω, ο πιο μεγάλος από τους δύο πήρε το θάρρος και άνοιξε πρώτος κουβέντα. «Πόσο κάνει αυτό το κανό;» «Δεν είναι κανό αυτό, είναι καγιάκ, κλειστό με διπλό κουπί, και κάνει γύρω στα 2 χιλιάρικα» του λέω. «Α, καγιάκ! Ακούς Βαγγέλη;» γυρίζει στον μικρό αδερφό του «καγιάκ, όχι κανό!». «Και το κουπί πόσο κάνει;» συνεχίζει ο μεγάλος, «400 ευρώ», «και πώς το μεταφέρεις; Έχεις τρέιλερ;», «έχω και τρέιλερ», «και το τρέιλερ πόσο κάνει;», «το τρέιλερ γύρω στα 40 ευρώ», «και το κινητό σου; Πόσο κάνει; Πιο φτηνό από το σκάφος πρέπει να είναι ε;». Εκεί πήγα να γελάσω. Ναι, του λέω, είναι παλιό το κινητό και φτηνό πλέον. Μετά από αυτή την πρώτη οικονομοτεχνική διερεύνηση, οι ερωτήσεις συνεχίστηκαν με καταιγιστικό ρυθμό, μπαίνοντας πλέον στην κουβέντα και ο μικρότερος. «Εγώ μπορώ να πάρω τέτοιο σκάφος;», αυτό είναι για μεγάλους, του λέω, υπάρχουν όμως και για μικρούς σαν εσάς, «και πόσο κάνουν αυτά που είναι για μικρούς;», «Γύρω στα 300 με 400 ευρώ». Μόλις άκουσε την τιμή ο μεγάλος, ενθουσιάστηκε και φώναξε στη μάνα του «μαμά ακούς, 300 με 400 ευρώ, θα μου πάρεις ένα ε;». Η μάνα του έκανε ένα θετικό νεύμα και κατόπιν οι ερωτήσεις συνεχίστηκαν, μπαίνοντας πλέον και σε άλλες θεματικές ενότητες, σε ναυτικά και ναυπηγικά πεδία.
«Και δεν μου λες;» συνεχίζει ο μεγάλος, «άμα ξεκινήσω με το καγιάκ από εδώ μπορώ να φτάσω μέχρι τη Λευκάδα;». Το μάτι του είχε γυαλίσει. Ναι, του λέω, άμα γίνεις δυνατός κωπηλάτης και καλός ναυτικός, πας όπου θες. «Και δεν θα κουραστώ;», «όχι, αν μάθεις σωστό κουπί θα είναι σαν το περπάτημα, έπειτα θα σταματάς, θα βγαίνεις και έξω στη στεριά, θα ξεκουράζεσαι, θα τρως, θα κοιμάσαι και μετά θα συνεχίζεις», «κι από Λευκάδα, άμα φτάσω, μπορώ να περάσω μετά απέναντι Ιταλία;». Το μυαλό του μικρού καπετάνιου έτρεχε μακριά, πέρα από σύνορα και γνωστά μέρη, προς το άγνωστο. Η αγορά του καγιάκ ήταν ήδη τελειωμένη υπόθεση και πλέον έφτιαχνε νοερά πορείες στον χάρτη, οι δε γνώσεις του στη γεωγραφία ήταν εκπληκτικές για εφτά χρονών παιδί. Μετά με ρώτησε για την πλώρη, για το πώς κόβει τον καιρό, για τα μποφόρ, μέχρι πόσο καιρό μπορεί να αντέξει το σκάφος κι αν είναι αβύθιστο, για το πόσο μποτζάρει, για την τεχνική με την οποία κάνουμε κουπί και πολλά άλλα. Μετά πήρε το λόγο κι ο μικρότερος και με ρώτησε αν μπορεί να μπει μέσα, ναι του λέω, κάτσε. «Να, κοίτα», γυρίζει στον αδερφό του, «εγώ θα κοιμάμαι και μέσα!» και ξαπλάρει ολόκληρος μέσα στο κόκπιτ.
Για λίγα δευτερόλεπτα μεταφέρθηκα πίσω στον χρόνο, σαν να έβλεπα ζωντανούς μπροστά μου εμένα και τον αδερφό μου, με διάφορους σταθμούς στη ναυτική μας ζωή να ξετυλίγονται σαν ταινία. Θυμήθηκα το πρώτο μου βαρκάκι, ένα φουσκωτό που μου είχε πάρει δώρο η γιαγιά μου και κοιμόμουν μέσα, τα φουσκωτάκια που μου έφτιαχνε από πηλό ο πατέρας μου, με τόση ομορφιά και λεπτομέρεια κι ας επέπλεαν μόνο στη φαντασία μου, τη λαχτάρα και το καρδιοχτύπι κάθε φορά που πηγαίναμε στα ναυτικά σαλόνια και μέναμε μέσα με τις ώρες, εκείνη την πρώτη βόλτα με ένα κανονικό φουσκωτό πλέον, του φίλου μας του Νίκου, που δεν μπορούσα να σταματήσω να γελάω από ευτυχία όταν κατέβασε τη μανέτα τέρμα αλλά και τα δάκρυά μου, δάκρυα συγκίνησης και χαράς, όταν πήραμε το πρώτο δικό μας φουσκωτό, με αυτή τη μεθυστική μυρωδιά του καινούργιου πολυεστέρα, του νεοπρέν και της κόλλας να σε στιγματίζει για πάντα. Σε εκείνα τα παιδικά χρόνια, πέρα από τα σκάφη και τα φανταστικά ταξίδια, που κρατούσαν το μυαλό συνεχώς απασχολημένο, περίοπτη θέση στα παιδικά μάτια είχαν και οι άνθρωποι εκείνοι που ‘ξέραν από θάλασσα και που θα είχες καμιά φορά την τύχη να βρεθούν στον δρόμο σου, φορείς βιωμάτων και εμπειρικών γνώσεων πολύτιμων.
Ένα μπουρίνι εμφανίστηκε ξαφνικά από απέναντι κι ο ουρανός μισοσκοτείνιασε. Τα δυο αδέλφια δεν είχαν σταματήσει να ρωτάνε αλλά και να σχεδιάζουν μεταξύ τους τα ταξίδια που θα έκαναν μόλις θα έπαιρναν τα δικά τους καγιάκ, μέχρι που τους φώναξαν οι γονείς τους να τα μαζέψουν. Ετοιμάστηκα τότε κι εγώ και μπήκα στο σκάφος να φύγω. Και οι δύο τους κάθονταν ακίνητοι στην παραλία και με παρακολουθούσαν με προσήλωση. Σήκωσα το χέρι να τους χαιρετήσω και με χαιρέτησαν κι αυτοί. «Και τι λέμε τώρα;» τους φωνάζει η μάνα τους από μακριά. «Καλές θάλασσες, κύριε!» φωνάζουν και οι δυο ταυτόχρονα.
Καλές θάλασσες και σε εσάς μικροί καπεταναίοι και να μη σταματήσετε ποτέ να ταξιδεύετε, σε κύματα και μπουνάτσες, στη φαντασία και την πραγματικότητα, στη μεγάλη περιπέτεια της ζωής, εκεί όπου ένα παιδικό όνειρο πάντα θα περιμένει υπομονετικά μέχρι να γίνει πραγματικότητα.
Διαβάστε ακόμη: