Από μικρή ηλικία είχα πάντοτε αγάπη για τις μεγάλες και θηριώδεις κατασκευές. Πλοία, τρένα και αεροπλάνα με έκαναν πάντα να αναρωτιέμαι πώς κάποιοι άνθρωποι οι οποίοι φάνταζαν μικροσκοπικοί, μπορούσαν να χειρίζονται τόσο εύκολα και με τόση ακρίβεια αυτά τα κτηνώδη τρόπον τινά οχήματα.
Ως νέος πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού, κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ΄90, ανακάλυπτα με κάθε ευκαιρία τα ενδότερα των πλοίων, είτε σε κάποια επισκευή κάποιου γερασμένου πλοίου στο Πέραμα ή στη Σαλαμίνα, ή στις δεξαμενές των αγαπημένων τάνκερ με τα οποία ταξίδευα σε κάποιον ωκεανό.
Η εξοικείωση με ένα πλοίο έρχεται με ένα περίεργο τρόπο. Πρώτα ανακαλύπτεις τον εαυτό σου και έπειτα το πλοίο. Η πρώτη ματιά, η όσφρηση, το περπάτημα στο αναβράζον σιδερένιο ντεκ ή κουβέρτα, το μηχανοστάσιο, τα επίστεγα, οι ανθρωποθυρίδες και τέλος η γέφυρα. Η τελευταία, αποτελεί την εκκλησία του πλοίου και το πηδάλιο το ιερό άβατο για όλους πλην των καπεταναίων.
Σιγά-σιγά άρχισα να καταλαβαίνω ότι το 280μέτρο θηρίο των ογδόντα χιλιάδων τόνων θα έκανε ό,τι ακριβώς εγώ ήθελα να κάνει και την χρονική στιγμή την οποία εγώ ήθελα. Βέβαια η σχέση κάθε καπετάνιου με το βαπόρι του είναι αυστηρά προσωπική και αυταρχική για αυτό άλλωστε κατά το αγγλικό δίκαιο όλα τα πλοία θεωρούνται θηλυκά και προσφωνούνται με τον όρο she.
Με την πάροδο των ετών και τη μετάβασή μου σε σχετικό ναυτιλιακό επάγγελμα, χωρίς ποτέ να έχω απολέσει τις καπετανίστικες αρχές από την ζωή μου, βλ. τάξη, ορθή πορεία, σπατσάρισμα και νέτες συμπεριφορές έτυχε να γίνει η γνωριμία μου με ένα μικρό θαλάσσιο καγιάκ των πέντε μέτρων.
Χωρίς δεύτερη σκέψη, υποτίμησα αρχικά το πλαστικό αυτό πλεούμενο το οποίο φάνταζε στην σκέψη μου σαν μια συμβιβαστική λύση για ανθρώπους που απλά θέλουν να περάσουν ευχάριστα την ώρα τους πλατσουρίζοντας δίπλα στον γιαλό. Η εξέλιξη όμως ήταν διαφορετική και αυτό γιατί κωπηλατώντας αυτό το πλεούμενο άρχισα να το συγκρίνω με ένα κανονικό πλοίο. Η μελέτη και έρευνα στο διαδίκτυο με έφεραν πάλι στο πρώτο έτος της Σχολής Πλοιάρχων και άρχισα να εντυπωσιάζομαι με αυτά τα μικρά «καραβάκια» πλέον και όχι πλεούμενα.
Μικρό βάρος, αντοχή σε εφελκυσμό μεγαλύτερη από οποιοδήποτε μέταλλο, εποξικές ρητίνες, υαλοβάμβακες, φύλλα κάρμπον ήταν μερικά από τα στοιχεία που έδειχναν ότι υπάρχει μια ολόκληρη ναυπηγική κουλτούρα πίσω από την κατασκευή των καγιάκ. Ιστορικά ναι, όλοι γνωρίζουν στοιχεία για τα κωπήλατα ή ιστιοφόρα σκάφη, αλλά για την εξέλιξη του θαλασσίου καγιάκ προσωπικά δεν γνώριζα σε τι επίπεδο είχε ήδη φθάσει.
Όπως και στα πλοία, έτσι και στα καγιάκ έχουμε πλέον διάφορες κατηγορίες και σχεδιάσεις, όπως σκάφη προπονητικά, σκάφη για καιρό, σκάφη για σερφ, σκάφη για πολυήμερα ταξίδια στη θάλασσα κ.λπ. Ξεκινώντας από την διαμόρφωση της πλώρης και της πρύμνης, το κατάστρωμα, το βύθισμά του σε άφορτη ή έμφορτη κατάσταση, ο τύπος της γάστρας, τα αμπάρια του, το ολικό του μήκος και βάρος, το πλάτος του, η σιμότητά του, οι φρακτές, και η ολική του χωρητικότητα κατέληξα στο γεγονός ότι το θαλάσσιο καγιάκ είναι τελικά ένα καλομελετημένο μικρό πλοίο στο οποίο εσύ είσαι ο καπετάνιος, αλλά και ο μηχανικός, αλλά και ο ναύκληρος, αλλά και ο ναύτης και πάει λέγοντας.
Η δε πλεύση του κάθε θαλασσίου καγιάκ, είναι μοναδική με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και απαιτήσεις, όπως και στα πλοία άλλωστε. Η κωπηλασία προϋποθέτει πέρα από σωματική και ψυχική δύναμη, αγάπη για το υγρό στοιχείο και μια γλυκιά «ταλαιπωρία» που θα σε αποζημιώσει με μοναδικό, ξεχωριστό τρόπο, την κατάλληλη χρονική στιγμή.
Αν τύχει και δείτε από κοντά θαλάσσια καγιάκ, κοντοσταθείτε και προσέξτε ότι μπορεί να φαντάζουν όλα σαν μακρόστενες πιρόγες, αλλά το καθένα έχει την χάρη του, την ομορφιά του και τα δικά του δυναμικά και στατικά χαρακτηριστικά που το καθιστούν μοναδικό. Ποιό κάνει όμως για εμένα; Η απάντηση σε αυτή την ερώτηση θα δοθεί, αν κωπηλατήσεις αρκετά και ιχνηλατήσεις τις ανάγκες και τις επιθυμίες σου για περιπέτεια στην θάλασσα. Ένα είναι σίγουρο, ωστόσο. Ότι πλέον όλοι μπορούμε να γίνουμε πλοιοκτήτες και καπεταναίοι, εφόσον το θελήσουμε.
Διαβάστε ακόμη: