Τα ονόματα των σκαφών μας: οι ιστορίες

Με βάση τη ναυτική μας παράδοση, κάθε σκάφος, από τη μικρότερη βάρκα μέχρι το μεγαλύτερο υπερωκεάνιο, θεωρείται ότι έχει τη δική του «ψυχή», ότι είναι μια ζωντανή οντότητα. Γι’ αυτό θα πρέπει να βαφτίζεται, να παίρνει ένα όνομα που να το καθιστά ξεχωριστό ή που να έχει τη δική του ιδιαίτερη σημασία για τον ιδιοκτήτη του. Τα καγιάκ δεν αποτελούν εξαίρεση. Σε αυτό το αφιέρωμα μοιραζόμαστε τις μικρές ιστορίες πίσω από τα ονόματα ορισμένων εκ των σκαφών μας.
Γράφουν οι: Άγγελος Χριστοφίδης, Ανδρέας Σανδαλής, Κωνσταντίνος Ντιλιακός, Αντώνης Σωτηρόπουλος, Βάσω Μαυρομμάτη, Γιάννης Θεοδωρίδης.

 

 Δρ Άγγελος Χριστοφίδης

Μέσα από την ονοματοδοσία προσπαθούμε, μάλλον, να προσδώσουμε έναν πιο προσωπικό χαρακτήρα στο κάθε μας σκάφος. Ένα όνομα που να μας εκφράζει, να αντανακλά κάποια πεποίθησή μας, να ανακαλεί κάποια ανάμνηση, να ταιριάζει με τον χαρακτήρα του σκάφους, να συμπυκνώνει κάποια σκέψη, να μας συνδέει νοερά με κάποιο αγαπημένο πρόσωπο ή με κάποιον άνθρωπο που θαυμάζουμε. Μέσα από το όνομα, το κάθε σκάφος παίρνει ζωή. Γίνεται στη φαντασία μας ένα ον με ψυχή και φωνή. Μεταμορφώνεται σε ένα πλάσμα στη ράχη του οποίου συνταξιδεύεις και από κοινού γράφετε τη δική σας ταξιδιωτική ιστορία. Δεν είναι πλέον «το καγιάκ». Έχει όνομα.

Το πρώτο μου κανονικό καγιάκ για ανοιχτή θάλασσα υπήρξε ο STOB UZZOMU ή χαϊδευτικά «Στόμπι». Ήταν μία περίοδος, τότε στα πρώτα βήματα της ομάδας, που το σκάφος αυτό ήρθε να συμβολίσει την ελεύθερη χάραξη μιας πορείας στην ανοιχτή θάλασσα, ανεπηρέαστης από συστάσεις και παραινέσεις που επιδίωκαν να το κρατήσουν κοντά στη στεριά. Εξέφραζε μια στωική στάση ζωής, που ως κύριο στοιχείο είχε την ψυχική ηρεμία. Την απομάκρυνση του θορύβου και της τοξικότητας. Τη μετάβαση στα βαθιά νερά της ανοιχτής θάλασσας και της απέραντης σιωπής. Όποτε χρειάστηκε να παλέψει και με φουρτούνες, ο Στόμπι το πάλεψε αξιοπρεπώς. Μετέφερε μεγάλα φορτία αδιαμαρτύρητα, έγραψε μίλια σε άγνωστα νερά, άντεξε σε κρύα και σε ζέστες, βγήκε σε βραχώδεις ακτές. Έφερε σε πέρας τρεις μεγάλες αποστολές με αξιοπρέπεια.

Στο επόμενο σκάφος μου, αυτό με το οποίο με συνδέουν οι περισσότερες και πιο έντονες αναμνήσεις μέχρι σήμερα, έδωσα τα ονόματα των αγαπημένων μου σκύλων, του Στέλιου και του Έκτορα. Ήταν ο STEL HEKTOR. Ο Έκτορας μας αποχαιρέτησε έκτοτε αλλά κατά κάποιον τρόπο εξακολουθεί να ζει μέσα από το όνομα αυτού του σκάφους. Τι να πρωτοθυμηθώ με τον «Στελέκτορα». Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη μέρα που τον παρέλαβα. Αυτόν τον πανέμορφο συνδυασμό του μαύρου με το πορτοκαλί, το στιλπνό gelcoat να αστράφτει στον ήλιο, τις πανέμορφες γραμμές του, τη μυρωδιά των συνθετικών υλικών, την κομψότητά του. Και τι δεν ζήσαμε μαζί! Τα 1000 μίλια, το Ελλάδα – Ιταλία, τους διάπλους στο Αιγαίο, τις άπειρες προπονήσεις στον Νότιο Ευβοϊκό και τόσα άλλα.

Υπήρξε ένας εκπληκτικός μαχητής. Στον καιρό ήταν στο στοιχείο του. Δεν έχει σημασία από πού ερχόταν το κύμα κι αν ήταν μεγάλο πελαγίσιο ή κοντό, κοφτό, μπερδεμένο ή αντιμάμαλο. Όρτσα, μάσκα, μπάντα, πρύμα. Από παντού πέρναγε αέρα, με σοβαρές ταχύτητες και ασύλληπτη ψυχραιμία. Είχε πετύχει τον σπάνιο συνδυασμό να σου εμπνέει εμπιστοσύνη, χωρίς όμως να σε κάνει να βαριέσαι. Ήθελε τη συμμετοχή σου αλλά μπορούσε να συγχωρήσει και κανένα λαθάκι σου. Ο Στελέκτορας έκανε κυριολεκτικά τα πάντα. Διασώσεις, ρυμουλκήσεις, κάθε είδους προπόνηση σε κάθε είδους τεχνική, αναρίθμητα roll, μεγάλα ταξίδια φορτωμένος μέχρι τα μπούνια, μικρές εξορμήσεις με ελαφριά φορτία. Απέκτησε παρουσία μέχρι και στο marinetraffic και τότε που τον είδα για πρώτη φορά στην οθόνη, ανάμεσα σε μεγάλα πλοία και άλλα πλωτά, δεν μπόρεσα να συγκρατήσω τα δάκρυά μου. Τώρα ξεκουράζεται στο γκαράζ. Κατεβαίνω καμιά φορά, τον ξεσκεπάζω και μεταφέρομαι στα όσα ζήσαμε μαζί.

“Κάθε όνομα έχει τη δική του ιστορία. Μας κάνει να δενόμαστε με το σκάφος μας σε ένα επίπεδο φαντασιακό, συναισθηματικό και ψυχολογικό.”

Σχεδόν ταυτόχρονα με τον Στελέκτορα, στον στόλο προστέθηκε και ο CUMULONIMBUS, ένα πολύ γρήγορο fast-tourer. Με την ταχύτητα ως κύριο χαρακτηριστικό του, σκέφτηκα ότι θα του ταίριαζε το όνομα μιας καταιγίδας ή, για την ακρίβεια, του χαρακτηριστικού νέφους που προμηνύει καταιγίδα. «Καταιγιδοφόρο νέφος» ή Cumulonimbus, λοιπόν, το όνομα του σκάφους με το οποίο έκανα και το Non-Stop 100.

Μετά τον Στελέκτορα ήρθε ο SOUTH KATABATIC ή «Νότιος Καταβατικός». Ένα σκάφος πανέμορφο και σφηνοειδές σαν λεπίδι, σχεδιασμένο για καιρούς και για έμπειρους χειριστές. Του έδωσα αυτό το όνομα σχεδόν αμέσως, γιατί έδειχνε συμβολικά στα μάτια μου σαν ένας ισχυρός καταβατικός άνεμος που μπουκάρει στον Νότιο Ευβοϊκό, τη θάλασσα στην οποία κυρίως θα επιχειρούσε το σκάφος. Αν και με τον SOUTH KATABATIC δεν πραγματοποίησα καμία αποστολή, έχω άφθονες εικόνες και εμπειρίες από πολύ όμορφες πλεύσεις στον Νότιο Ευβοϊκό. Ίσως το γεγονός ότι πρόκειται για ένα κλασικό σκαρί, και πιθανότατα με συλλεκτική αξία στο μέλλον, να με έκανε υποσυνείδητα να θέλω να το προστατέψω από τη «σκληραγώγηση» που αναπόφευκτα υφίσταται κάθε σκάφος σε ένα εξπεντίσιον. Garage queen λοιπόν; Όχι ακριβώς αλλά είναι σαφώς περισσότερες οι στιγμές που αναπαύεται στη στεριά από τις στιγμές στο νερό.

Υπάρχουν και τα σκάφη στα οποία δίνεις ονόματα ανθρώπων που θαυμάζεις για την ιστορία και το έργο τους. Το ένα από τα καινούργια Rebel, το Greenland T, πήρε το όνομα ενός σπουδαίου ανθρώπου, ως ελάχιστη ένδειξη τιμής και αναγνώρισης για το ηρωικό του επίτευγμα και το μοναδικό ήθος του: ΣΗΦΗΣ ΜΙΓΑΔΗΣ.

Ποιός ήταν όμως ο Σήφης Μιγάδης;

Στις 9 Αυγούστου του 1978 επρόκειτο να συμβεί το χειρότερο αεροπορικό δυστύχημα στα ελληνικά χρονικά. Ένα Boeing 747 της Ολυμπιακής απογειώθηκε από το Ελληνικό με προορισμό τη Νέα Υόρκη, μεταφέροντας 400 επιβάτες και 18 μέλη πληρώματος. Κατά την απογείωση ακούστηκε μία έκρηξη από το δεξιό μέρος του αεροσκάφους, με το πλήρωμα να αντιλαμβάνεται ότι ο ένας κινητήρας είχε τεθεί εκτός λειτουργίας. Λόγω της απώλειας ισχύος το αεροπλάνο αδυνατεί να πάρει ύψος και κυριολεκτικά ξύνει τις ταράτσες των πολυκατοικιών της Αθήνας.

Ο κυβερνήτης Σήφης Μιγάδης και το πλήρωμά του έχουν πλήρη επίγνωση της κατάστασης. Το αεροπλάνο είναι καταδικασμένο να πέσει. Παρ’ όλα αυτά δεν εγκαταλείπουν την προσπάθεια και μέσα από έναν συντονισμό ενεργειών και κρίσιμων αποφάσεων αγωνίζονται για το απίθανο. Ο μηχανικός προσπαθεί να αποκαταστήσει μέρος της ισχύος και ο Μιγάδης επιχειρεί να κρατήσει το αεροσκάφος παράλληλο με το έδαφος και όσο το δυνατόν πιο χαμηλά, μειώνοντας ταυτόχρονα και τις αεροδυναμικές αντιστάσεις. Για αυτό και δίνει αμέσως εντολή να μαζέψουν τους τροχούς, κατά παράβαση και των ίδιων των κανονισμών της Boeing.

Οι επιβάτες δεν έχουν αντιληφθεί το παραμικρό. Πολλοί θεωρούν τη χαμηλή πτήση ως προσχεδιασμένο κομμάτι της διαδρομής, που τους παρέχει τη δυνατότητα να απολαύσουν τα αξιοθέατα της Αθήνας. Παρά το γεγονός ότι ο Μιγάδης με το πλήρωμά του δίνει τον υπέρτατο αγώνα για να σώσει το αεροπλάνο, έχει συγχρόνως αποφασίσει να το κατευθύνει όσο το δυνατόν πιο μακριά από τον πυκνό οικιστικό ιστό της Αθήνας και να το ρίξει στον λόφο του Αιγάλεω. Στόχος του κυβερνήτη να περιορίσει των αριθμό των θυμάτων. Οι ίδιοι θεωρούν τον εαυτό τους νεκρό. Μπορεί εύκολα να καταλάβει κανείς τι θα σήμαινε να πέσει ένα κτηνώδες Boeing 747 Jumbo με 160 τόνους καύσιμο στο κέντρο της Αθήνας.

Οι χειρισμοί του Μιγάδη και του μηχανικού που κατάφερε να ανακτήσει μέρος της ισχύος, καθώς και μια μικρή βοήθεια από τον πιο ψυχρό αέρα που ερχόταν από τη θάλασσα, επιτρέπουν μια μικρή αύξηση της ταχύτητας, η οποία αναπτερώνει τις ελπίδες του πληρώματος, καθώς το αεροπλάνο πετάει στα 55 μέτρα από το έδαφος. Η ταχύτητα ανεβαίνει κι άλλο και τότε ο Μιγάδης, νιώθοντας πλέον ασφάλεια, εγκαταλείπει την επιλογή να το ρίξει στο Αιγάλεω και στρίβει το σκάφος προς το Σκαραμαγκά δίνοντάς του ύψος. Στα 1500 πόδια αδειάζει ένα μέρος των καυσίμων και επιστρέφει το αεροπλάνο ακέραιο στο αεροδρόμιο. Εκεί τον περιμένουν οι κόρες του, που είχαν ειδοποιηθεί ήδη για το συμβάν. Οι επιβάτες ταξίδεψαν με άλλη πτήση τις επόμενες μέρες για Νέα Υόρκη. Βάσει των προσομοιώσεων της Boeing, με τα δεδομένα αυτής της πτήσης, το ίδιο το αεροσκάφος θεωρείται πεσμένο.

Σε συνέντευξη που έδωσε ο Σήφης Μιγάδης για το περιστατικό, 16 χρόνια μετά, περιγράφει τα γεγονότα. Εξηγεί τις ενέργειές του και το πώς αυτές οδήγησαν μέχρι και σε αναθεώρηση των επίσημων διαδικασιών και κανονισμών στα εγχειρίδια της Boeing. Κρίνοντάς τον βάσει του περιστατικού, είναι αδύνατο να μη θαυμάσεις τις γνώσεις, την οξυδέρκεια και την ψυχραιμία του, την προσπάθεια να σώσει ό,τι ήταν δυνατό, να περιορίσει τις απώλειες, γνωρίζοντας εκείνα τα κρίσιμα δευτερόλεπτα ότι ο δικός του θάνατος ήταν αναπόφευκτος. Όπως λέει, όμως, και στη συνέντευξή του «πάντα υπάρχει μια ελπίδα ότι μπορεί κανείς να γλιτώσει». Δεν μπορείς να μη θαυμάσεις και τον τρόπο του στη συνέντευξη. Την αφήγησή του με σοβαρότητα και ταπεινότητα. Την περιγραφή των συναισθημάτων του. Την απλότητά του.

Δεν υπάρχει στην Ελλάδα ούτε ένας δρόμος, ούτε ένα μνημείο, ούτε ένα μικρό αεροδρόμιο με το όνομα του Σήφη Μιγάδη. Σε μια χώρα όπου διαρκώς αναδεικνύονται ως πρότυπα φαιδρές περιπτώσεις ανθρώπων, προσωπικότητες σαν τον Σήφη Μιγάδη δεν έχουν θέση. Απομένει μόνο σε εμάς να διατηρήσουμε ζωντανή τη μνήμη του και να εμπνευστούμε από το έργο, το παράδειγμα και το ήθος του. Αυτή ήταν και η πρόθεσή μου πίσω από αυτή την ονοματοδοσία.

Κορυφαία πλεύση, ποιότητα και σχεδίαση.

Αποκτήστε τώρα το δικό σας Rebel.

Το βιβλίο παραγγελιών του 2025 άνοιξε!

Επικοινωνήστε μαζί μας για την παραγγελία σας.

Το καινούργιο Rebel Gnarly Dog το ονόμασα BLACK TIGER λόγω της εμφάνισης και των χρωμάτων του. Η θηριώδης, επιβλητική και ταυτόχρονα αθλητική του εμφάνιση σε συνδυασμό με τα χρώματά του, μαύρη γάστρα και ντεκ σε ένα βαθύ, λαμπερό κίτρινο, με παρέπεμψαν σε ένα σπάνιο είδος τίγρεως, τη μαύρη τίγρη. To BLACK TIGER ήδη ετοιμάζεται και για το πρώτο του μεγάλο εξπεντίσιον.

Σε άλλα σκάφη μου υπάρχουν ονόματα πιο προσωπικά. Και άλλα ονόματα έχουν ήδη αποφασιστεί σε επόμενα σκάφη που θα έρθουν. Κάθε όνομα έχει τη δική του ιστορία. Μας κάνει να δενόμαστε με το σκάφος μας σε ένα επίπεδο φαντασιακό, συναισθηματικό και ψυχολογικό. Από την πρώτη στιγμή που θα πέσει στο νερό, τη μικρή τελετή της βάπτισης, μέχρι και την κάθε στιγμή που θα ζήσουμε μαζί του, το κάθε μας σκάφος το αποκαλούμε με το όνομά του. Είναι και αυτό ένα κομμάτι που ενισχύει το δέσιμό μας μαζί του.


Ανδρέας Σανδαλής

Είχα την τύχη στα νιάτα μου να γνωρίσω τη θάλασσα ταξιδεύοντας με τον αδερφό μου και φίλους με φουσκωτά σκάφη. Όσο αποκτούσαμε εμπειρία μεγάλωναν και τα ταξίδια μας. Οι στιγμές που ζήσαμε ανέμελες και άπειρες, οι αγωνίες και οι αβαρίες πολλές στην αρχή αλλά μειώνονταν με τα χρόνια. Η όρεξη όμως για ταξίδια και εξερεύνηση παρέμενε ακόρεστη. Τα φουσκωτά που ταξιδέψαμε παραμένουν πάντα στην καρδιά μας και τα ονόματά τους τα μετέτρεπαν σε κάτι ζωντανό με το οποίο συνταξιδεύαμε.

Όταν με μάγεψε το θαλάσσιο καγιάκ ήταν σαν να ξεκίναγα από την αρχή, με την διαφορά όμως της εμπειρίας που έως τότε είχε έρθει. Το καγιάκ που ερωτεύτηκα στην αρχή, ένα Prijon Kodiak. Στα μάτια μου ήταν σκάφος για ταξίδια. Ανθεκτικό, με τεράστιους αποθηκευτικούς χώρους και μία ωραία δυνατή πλώρη. Μαζί του εξελίχθηκα από πλευράς τεχνικής και έβγαινα σε όλο και πιο απαιτητικές συνθήκες. Καθώς ήταν ένα expedition boat εποχής και με έβγαζε ασπροπρόσωπο στους καιρούς, το όνομα που του ταίριαζε ήταν το SEAWORTHY.

“Ένα νέο όνειρο γεννήθηκε, να επαναληφθεί το ίδιο δύσκολο και απαιτητικό ταξίδι με πολύ λιγότερα μέσα. Στόχος λοιπόν το ταξίδι στην Κάρπαθο με το καγιάκ.”

Διάδοχος του SEAWORTHY προέκυψε ένα NDK Explorer. Τώρα πλέον ξανάρχισαν τα ταξίδια με το South Evian Gulf team. Περισσότερη τεχνική, εμπειρία και γνώσεις γύρω από το καγιάκ ήρθαν μέσα από την ομάδα, τις συνεχείς προπονήσεις και ώρες στο νερό. Ένα νέο όνειρο γεννήθηκε, να επαναληφθεί το ίδιο δύσκολο και απαιτητικό ταξίδι με πολύ λιγότερα μέσα. Στόχος λοιπόν το ταξίδι στην Κάρπαθο με το καγιάκ. Πριν χρόνια το είχα κάνει με το φουσκωτό, αλλά τώρα την εξωλέμβια αντικαθιστά το σώμα που τα χρόνια το κάνουν λιγότερο δυνατό και ανθεκτικό και το φουσκωτό συρρικνώνεται και αντικαθίσταται από ένα μακρόστενο καγιάκ. Στα δύσκολα όμως δεν ταξιδεύεις με κάτι άψυχο, το Explorer είναι ταγμένο να μας πάει στον προορισμό μας και πήρε ζωή μέσα από το όνομα που δεν μπορούσε να είναι άλλο από το ΚΑΡΠΑΘΟΣ!


 

Kωνσταντίνος Ντιλιακός

 

Και το όνομα αυτού IRONMAN. Με μια επιπόλαιη προσέγγιση θα μπορούσε κάποιος να πει ότι η ονομασία βασίζεται στον  παρόμοιο χρωματισμό του σκάφους, με τη στολή του υπερήρωα της Marvel. Η επιλογή όμως έχει μια βαθύτερη προσέγγιση. Ο Ironman διαφέρει από τους υπόλοιπους υπερήρωες, όντας ο μόνος που δεν έχει κάποια υπερδύναμη εκ φυσικού του. Είναι ένας απλός άνθρωπος με αδυναμίες, φοβίες και εξαρτήσεις. Μετατρέπεται σε υπερήρωα μόνο φορώντας τη στολή. Το καγιάκ λοιπόν βαφτίστηκε έτσι για να είναι η δική μου «στολή», η δική μου υπερδύναμη. Το όχημα που θα μπορώ να το φοράω και θα μου προσδίδει δύναμη και αντοχή σε ένα περιβάλλον που άλλοτε είναι γαλήνιο και σαγηνευτικό και άλλοτε προκλητικό έως και αφιλόξενο.


 

Αντώνης Σωτηρόπουλος

Ο Χέρμαν Μέλβιλ γεννήθηκε την 1η Αυγούστου του 1819 και απεβίωσε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1891 ενώ αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους πιο διάσημους Αμερικανούς συγγραφείς. Σε ηλικία μόλις δώδεκα ετών έχασε τον πατέρα του, αναγκάζοντάς τον να εγκαταλείψει το σχολείο και να βιοποριστεί ώστε να βοηθήσει την οικογένειά του. Έτσι, ο Μέλβιλ, έφηβος ακόμα, μπαρκάρει σε ένα εμπορικό καράβι όπου δουλεύει ως καμαρότος μεταξύ Νέας Υόρκης και Λίβερπουλ ενώ κάποια στιγμή στο μέσο της ζωής του, ξεμπαρκάρει και εργάζεται ως δάσκαλος στην Αμερική.

Ο πόθος του όμως για περιπέτειες δεν έσβησε κι έτσι μια μέρα τα παράτησε όλα και πήγε ως ναύτης στο φαλαινοθηρικό “Acushnet” ενώ τον Ιούλιο του 1842, κι αφού έμεινε 18 μήνες στο “Ακούσνε”, ο Μέλβιλ έφυγε κρυφά από το καράβι ενώ ήταν αγκυροβολημένο στις νήσους Μαρκέζας του Νότιου Ειρηνικού Ωκεανού. Η σκληρή ζωή πάνω στο φαλαινοθηρικό αλλά και η μεγάλη του επιθυμία να εξερευνήσει τα νησιά, ήταν οι βασικές αιτίες που τον έσπρωξαν σ’ αυτή τη φυγή. Για κάποιο διάστημα έζησε μαζί με τους ιθαγενείς Τύπη που, όπως είπε αργότερα ο ίδιος, ήταν κανίβαλοι.  Δεν είναι ξεκαθαρισμένο αν ο Μέλβιλ υπήρξε φιλοξενούμενός τους ή αιχμάλωτός τους. Πάντως, μία μέρα κατάφερε και έφυγε από τα νησιά με μία Αυστραλέζικη σκούνα.

Το 1843, ο Μέλβιλ πήγε στη Χαβάη, όπου έπιασε δουλειά σε ένα βιβλιοπωλείο. Κάποια στιγμή έφτασε στη Χονολουλού το παλιό του πλοίο, το “Ακούσνε”, που έψαχνε για λιποτάκτες. Φοβούμενος μήπως τον βρουν και τον ξαναπάρουν στο φαλαινοθηρικό, ο Μέλβιλ έσπευσε να μπει στο αμερικάνικο πολεμικό πλοίο “USS United States” ως απλός ναύτης ενώ δεκατέσσερις μήνες αργότερα επισκέφτηκε το λιμάνι της Βοστώνης.

Στο σημείο αυτό ξεκινάει και η καριέρα του ως συγγραφέας αφού ασχολείται πια συστηματικά με το γράψιμο.

Τον Οκτώβρη του 1851 στο βροχερό Λονδίνο εκδίδεται το κλασικό πια βιβλίο του με τίτλο «Η ΦΑΛΑΙΝΑ», ενώ ένα μήνα αργότερα στην Αμερική πραγματοποιείται η έκδοσή του, με τίτλο «Μόμπι Ντικ ή Η Φάλαινα». Το βιβλίο βασίζεται στην αφήγηση του ναύτη Ισμαήλ σε ένα περιπετειώδες ταξίδι με το φαλαινοθηρικό πλοίο Πίκοουντ και καπετάνιο τον Αχαάβ. Ο Αχαάβ έχει μοναδικό σκοπό της ζωής του να σκοτώσει μια γιγάντια λευκή φάλαινα φυσητήρα, η οποία ήταν υπεύθυνη για τον ακρωτηριασμό του ποδιού του, όταν σε ένα προηγούμενο ταξίδι του Πίκοουντ ο Μόμπι Ντικ δάγκωσε το πόδι του Αχαάβ στο γόνατο.

“Το Husky ονομάστηκε MOBY για δύο λόγους. Ο πρώτος ως φόρος τιμής στον πραγματικό πρωταγωνιστή του βιβλίου. Ο δεύτερος αφορά την παγκόσμια πολιτική για το περιβάλλον.”

Ο Μόμπι Ντικ δεν είναι απλώς ένα μυθιστόρημα. Είναι ένα φιλοσοφικό ναυτικό δοκίμιο γεμάτο συμβολισμούς για τον άνθρωπο και τις εμμονές του, το ρόλο της φύσης και της δύναμη της, της αιώνιας μάχης του καλού με το κακό. Είναι ένας ύμνος της θαλάσσιας βιολογίας και των μεγάλων αυτών θηλαστικών ενώ ο τρόπος που ο Μέλβιλ περιγράφει τις ναυτικές περιπέτειες του Πίκοουντ, θυμίζει αρχαία τραγωδία και Όμηρο.

Όσο ο Μέλβιλ είναι εν ζωή, το βιβλίο δεν γνωρίζει απήχηση και πωλούνται ελάχιστα αντίτυπα. Ο τρόπος γραφής και τα μηνύματα που περνάει στο βιβλίο του δεν μπορούν να αναγνωριστούν εκείνη την εποχή. Το βιβλίο αρχίζει να γίνεται γνωστό στον 20ο αιώνα ενώ σήμερα θεωρείται ένα από τα πέντε πιο πολυδιαβασμένα βιβλία όλων των εποχών. Το βιβλίο αυτό έπεσε στα χέρια μου λίγο πριν από την εφηβεία και έμελλε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη μετέπειτα ζωή μου.

Το Husky ονομάστηκε MOBY για δύο λόγους. Ο πρώτος ως φόρος τιμής στον πραγματικό πρωταγωνιστή του βιβλίου. Ο δεύτερος αφορά τη παγκόσμια πολιτική για το περιβάλλον. Θεωρώ πως τα διλήμματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο είναι πιο επίκαιρα από ποτέ με τον Μέλβιλ να «βλέπει» πολύ μπροστά από την εποχή του.

Αν στη θέση του Πίκοουντ και του Αχαάβ βάλουμε τα κράτη και τις πολιτικές τους απέναντι στο περιβάλλον, ενώ στη θέση του Μόμπι Ντικ μπει ολόκληρη η πλάση με τους ωκεανούς, τα δάση, τα βουνά και τις πεδιάδες, τότε θα μας είναι πια ξεκάθαρο. Όταν η άσπρη φάλαινα αντιμετωπίσει όλη αυτή την εκδικητικότητα και επιτεθεί θα βρεθούμε όλοι στο βυθό, κανείς μας δεν θα μπορέσει να βγει νικητής, ανεξάρτητα από τις καλές προθέσεις του. Όσο πιο νωρίς το συνειδητοποιήσουμε και αλλάξουμε πορεία, κόντρα στις εμμονές του Αχαάβ, θα μεγαλώνουν και οι πιθανότητες μας για επιβίωση.

Ο Μόμπι Ντικ θα είναι πάντα εκεί να μας προειδοποιεί. Ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα τον ακούσουμε…


 

Βάσω Μαυρομμάτη

Calea mari (Μεγάλος δρόμος, στα βλάχικα) ήταν κατά τους ελληνορωμαϊκούς χρόνους οι εμπορικοί δρόμοι που ένωναν τις μεγαλουπόλεις της εποχής, με πρώτη όλων την Εγνατία οδό που συνέδεε την Αδριατική με τον Εύξεινο Πόντο, το Δυρράχιο με την Κωνσταντινούπολη. CALEA MARI, γιατί με το θαλάσσιο καγιάκ ανοίχτηκε ένας μεγάλος δρόμος και για μένα, μίλι-μίλι, κουπιά-κουπιά περνώ δίπλα από κινηματογραφικά σκηνικά: έρημες αμμουδιές και άγρια βράχια, βραχονησίδες και ερημονήσια, φάροι και φαρόσπιτα, φώκιες και δελφίνια. CALEA MARI, γιατί καθώς σκεφτόμουν πιθανά ονόματα, αναδύθηκε αυθόρμητα και μου φάνηκε πολύ όμορφο να συγκεράσω τρεις μεγάλες αγάπες: το βουνό, τη θάλασσα και την αγαπημένη μου πατρίδα, την Τζούρτζια Ασπροποτάμου.


 

Γιάννης Θεοδωρίδης

Από παραλία σε κάβο και από θαλασσινή σπηλιά σε βραχόκηπο, σαν αερικό κυλάει το σκαφάκι μου. Αυτή η ελευθερία που ένιωθα στο πρωτόγνωρο για μένα πεδίο της θάλασσας, μου έφερνε στο μυαλό τους στίχους του Θανάση («σαν αερικό θα ζήσω…»). ΑΕΡΙΚΟ λοιπόν το όνομα του πρώτου μου καγιάκ.

Σεπτέμβρης 1973, Σαντιάγο, Χιλή. Ο ποιητής, τραγουδοποιός, ακτιβιστής Βίκτορ Χάρα βασανίζεται (του κόβουν τα δάκτυλα, του δίνουν να παίξει την κιθάρα του και εκείνος τραγουδά Venceremos…) και στη συνέχεια εκτελείται από τους εχθρούς της Ελευθερίας. “… στου Βίκτορ Χάρα πετάω τ’ αστέρια, μες τ’ αεράκι το εξωτικό…” σιγοτραγουδώ καθώς κωπηλατώ το Rebel μου. VICTOR JARA λοιπόν, αφιερωμένο στην ελευθερία και την κοινωνική δικαιοσύνη, το όνομα του νέου μου σκάφους.