Ποδήλατο, μία αγάπη παιδική

Δρ Άγγελος Χριστοφίδης

 

 

 

 

 

 

 

Η μπάλα των απαγορεύσεων, απότοκο των προσπαθειών αντιμετώπισης αυτής της πρωτόγνωρης υγειονομικής κρίσης, πήρε μαζί της και το καγιάκ, το κολύμπι, το ψάρεμα και όλα τα θαλάσσια σπορ. Έχουν ήδη διατυπωθεί σοβαρές ενστάσεις και λογικά επιχειρήματα ενάντια σε αυτές τις, σε μεγάλο βαθμό, παράλογες απαγορεύσεις. Πάλι καλά που δεν έστειλαν εις το πυρ το εξώτερον και το τρέξιμο και το ποδήλατο. Πλην του τρεξίματος που έχει ενταχθεί συστηματικά πλέον στην καθημερινότητά μας, τόσο τη δική μου, όσο και άλλων κωπηλατών της ομάδας, στο πρόγραμμα έχει ενταχθεί και το ποδήλατο. Από την τελευταία φορά που καβάλησα ποδήλατο πέρασαν 22-23 χρόνια, όταν και μου έκλεψαν ένα κόκκινο mountain, που είχα τότε. Αν και ποτέ δεν μου έλειψε ιδιαίτερα όλα αυτά τα χρόνια, οι ποδηλατικές αναμνήσεις από εκείνα τα παιδικά και εφηβικά χρόνια ήταν οι καλύτερες.

Άνοιξη 1991. Με τον αδερφό μου (αριστερά) στη μικρή παραλία κάτω από το σπίτι μας. Πίσω μας το κόκκινο Starbic.

Η σχέση μου με το ποδήλατο ξεκίνησε μάλλον ανορθόδοξα, όταν στα τέσσερα ή πέντε μου, είχε έρθει η ώρα, κατά την κρίση του πατέρα μου, να μάθω να ισορροπώ στις δύο ρόδες χωρίς βοηθητικές. Με παρέδωσε τότε στον νονό μου, ο οποίος είχε ήδη εφαρμόσει μία πρωτοποριακή μέθοδο γρήγορης εκμάθησης στα παιδιά του και τώρα θα την εφάρμοζε και σε μένα. Η μέθοδος ήταν απλή. Ανεβαίναμε στην κορυφή ενός μικρού λόφου και από εκεί μας έσπρωχνε να κυλήσουμε μαλλιοκούβαρα στην κατηφόρα. Αν και ακούγεται λίγο μπρουτάλ για τα σημερινά δεδομένα της ασφυκτικής πολιτικής ορθότητας, για τότε, μια εποχή αλήτικη όπως η δεκαετία του ’80, ήταν απόλυτα φυσιολογικό. Και η μέθοδος δούλευε! Μετά από κάνα δυο τούμπες στην αρχή, έφτανα κάτω, στο ίσιωμα, σε ένα κομμάτι. Θυμάμαι μέχρι και τώρα το χτύπημα της αδρεναλίνης και τον πυρετό της επιτάχυνσης καθώς το ποδήλατο ανέπτυσσε ταχύτητα και παιζόταν κορώνα-γράμματα αν θα καταφέρω να ισορροπήσω πάνω του.

Το πρώτο μου ποδήλατο ήταν ένα BMX, δώρο της γιαγιάς μου, το οποίο έχω κρατήσει μέχρι και σήμερα. Τα καλοκαίρια το έπαιρνα στον Δομοκό, το χωριό της μάνας μου και αλωνίζαμε εκεί με τα παιδιά από το πρωί μέχρι το βράδυ. Ήταν τότε στην ποδηλατική παρέα κι ένα κοριτσάκι, εγγονή μιας γειτόνισσας, που έκανε ακόμα με βοηθητικές. Της είχα πει τότε ότι μπορώ να της μάθω να κάνει στις δύο ρόδες μόνο, και με δέχθηκε για δάσκαλο. Ανεβήκαμε στη μεγάλη τσιμεντένια ανηφόρα του χωριού, όπου και θα εφάρμοζα πάνω της την τεχνική του νονού μου. Της έδωσα το ποδήλατό μου, έκατσε στη σέλα, πήρε μια βαθιά ανάσα και την έσπρωξα στο κενό. Αφότου κύλισε για λίγα μέτρα απροβλημάτιστα, δυστυχώς έχασε γρήγορα την ισορροπία της και άρχισε να κουτραβαλάει ανεξέλεγκτα στην τραχιά τσιμεντένια επιφάνεια της κατηφόρας. Έτρεξα να βοηθήσω αλλά ήταν αργά. Με σκισμένα ρούχα, γδαρμένα χέρια, πόδια και κλαίγοντας, την παρέδωσα στη γιαγιά της. Θυμάμαι ότι τα είχα ακούσει τότε από τη δική μου γιαγιά και τον παππού μου, αλλά προσπαθούσα να τους εξηγήσω ότι είχα καλή πρόθεση και ότι εκείνη μου ζήτησε να της μάθω. Το κοριτσάκι δεν μου ξαναμίλησε έκτοτε.

Εκείνη την περίοδο είχαμε ήδη ξεκινήσει και τις μεγάλες αλήτικες βόλτες με τον Άγγελο, τον μεγάλο μου ξάδερφο που ήμασταν από τότε κολλητοί, στα στενάκια της Φιλαδέλφειας και της Χαλκηδόνας. Ο Άγγελος είχε τότε ένα πανέμορφο κροσάκι με ταχύτητες και μια μεγάλη σέλα που μας χωρούσε και τους δύο. Μια μέρα φύγαμε νωρίς το μεσημέρι από το σπίτι της γιαγιάς και φτάσαμε μέχρι το Γαλάτσι. Όταν επιστρέψαμε, αργά τα μεσάνυχτα, τους βρήκαμε όλους, γονείς, γιαγιά, θείους, θείες, σε έξαλλη κατάσταση από την αγωνία. Αν θυμάμαι καλά, φάγαμε και οι δύο αρκετό ξύλο τότε και το περισσότερο ο Άγγελος, ως μεγαλύτερος.

Τα επόμενα χρόνια, το ποδήλατο είχε γίνει για μένα ένα μέσο εξερεύνησης αλλά και αδρεναλίνης. Ειδικά από τότε που έβαλα κι ένα κοντεράκι πάνω, ο μόνος μου στόχος ήταν να πάω σε μια μεγάλη κατηφόρα κοντά στο σπίτι μας και να πιάσω όσο περισσότερα χιλιόμετρα μπορούσα. Όταν μου το έκλεψαν, στα 16 μου, είχα ήδη μεγαλώσει αρκετά αφενός και αφετέρου υπήρχε ήδη στη ζωή μου το αυτοκίνητο, οπότε δεν μου έλειψε και τόσο.

Η σημερινή βόλτα μου θύμισε τα παλιά. Ανέβηκα μέχρι τους πρόποδες του Γέροντα κι από εκεί έβαλα για Αμάρυνθο και γύρισα από τον κεντρικό δρόμο, παραλιακά. Αν και ο κορμός και τα χέρια δεν δουλεύουν σχεδόν καθόλου στο ποδήλατο, για τις γάμπες και τους μηρούς είναι σούπερ άσκηση. Καθώς τα πόδια είναι πολύ βασικό κομμάτι και στο καγιάκ, θεωρώ ότι είναι χρήσιμο ως συμπλήρωμα στην κύρια δραστηριότητα ενός κωπηλάτη. Αυτό που δεν μου αρέσει στο ποδήλατο είναι ότι μεγάλο μέρος των κραδασμών μεταφέρεται σχεδόν αυτούσιο στο σώμα, δεν υπάρχει εδώ αυτή η γλυκιά “αιώρηση” και απόσβεση που μόνο η επίπλευση στο υγρό στοιχείο μπορεί να σου προσφέρει. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο, όμως, και το είχα ξεχάσει, είναι ότι και το ποδήλατο, όπως και το καγιάκ, είναι ένα καταπληκτικό μέσο περιήγησης. Πας σχεδόν όπου θέλεις, χωρίς να σε ενδιαφέρει απλώς να μεταφερθείς από το σημείο Α στο σημείο Β. Σε ωθεί να ζήσεις κάθε σπιθαμή της διαδρομής, να εξερευνήσεις άγνωστα δρομάκια, να ανακαλύψεις μέρη άγνωστα κι όλα αυτά πάνω σε μία διαφορετική σχέση με τον χρόνο και με τον εαυτό σου.